Κατέφθασε συνοδευόμενη από μία ηλικιωμένη κυρία. Καθίσαμε για γεύμα δουλειάς που τις πρότεινα. Εκεί άκουσα τη διήγηση της πελάτισσας της Μαρίας. Καλλιόπη την έλεγαν και μου είπε την ιστορία της. Η κυρία Καλλιόπη, λοιπόν, με τον αδελφό της είχαν κληρονομήσει ένα μεγάλο οικόπεδο με παλιό σπίτι στο κέντρο των Σερρών. Το έδωσαν σε μεγαλοκατασκευαστή, που είχε δώσει πολύ καλή αντιπαροχή. Τον προτίμησαν, μου είπε, αν και στην αγορά ακούγονταν ψίθυροι για κείνον. Είχε, όμως, εύπορο πατέρα γιατρό και η κακή φημολογία, μου είπε σωστά η Μαρία, είναι συχνά πεζοδρομιακή. Εξάλλου, έχτιζε και τις μισές νέες οικοδομές στις Σέρρες. Η πολυκατοικία της Καλλιόπης ξεκίνησε και προχώρησε κανονικά, μέχρι που τελείωσε ο σκελετός και τα χωρίσματα. Εκεί σταμάτησαν τα συνεργεία. Πέρασαν μήνες και φούντωσαν οι ανησυχίες των αγοραστών και των ιδιοκτητών, καθώς τα διαμερίσματα είχαν πωληθεί. Ο εργολάβος, πάντως, συνέχιζε να χτίζει αλλού. Δυο, πέντε, δέκα... δικά του εργοτάξια στην πόλη. Τι να κάνει πλέον η πελάτισσα της Μαρίας; Γι’ αυτό ήρθαν εδώ οι δύο κυρίες, και προ πάντων για τις νομικές ενέργειες η Μαρία. Από την κουβέντα μας έμαθα πως το οικόπεδο της Καλλιόπης και του αδελφού της -κάπου 500 τετραγωνικά- είχε δοθεί με αντιπαροχή 48% με τα μισά καταστήματα στο κέντρο της πόλης. Απόρησα με τη γαλαντομία, όπως την είδα, του επιχειρηματία, πολύ περισσότερο όταν με ενημέρωσαν πως ο συγκεκριμένος έδινε τις καλύτερες αντιπαροχές και γι’ αυτό έπαιρνε περισσότερα οικόπεδα, απ’ όσα όλοι μαζί οι κατασκευαστές με καλά ονόματα στην αγορά. Έδινε και τις καλύτερες αμοιβές σε υπεργολάβους, συνεργεία και σε μια εκατοντάδα σχεδόν (εκτιμούσε η Μαρία) εργαζομένων του. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παράμετρος, σκέφτηκα. Ρώτησα, αν είχαν παραδοθεί ολοκληρωμένες άρτιες πολυκατοικίες από τον ίδιο κατασκευαστή και πήρα θετική απάντηση. «Πολύ ενδιαφέρον αυτό» είπα και έμαθα, επίσης, πως ο κατασκευαστής είχε υποσχεθεί στην κυρία Καλλιόπη πως δεν είχε συνεργεία για λίγο καιρό. Μόλις θα ήταν διαθέσιμα, θα τελείωνε «στο τσάκα-τσάκα» (έτσι το είπε) τη δική τους. Καταλήξαμε πως ήταν καλό να περιμένουν οι οικοπεδούχοι λίγο καιρό και διακριτικά να παρακολουθούν τις εργασίες στις άλλες οικοδομές του ίδιου. Τις «νομικίστικες» πλευρές της υπόθεσης τις κουβιεντιάσαμε με τη συνάδελφο. Όταν αποχαιρετηθήκαμε, είπα της κυρίας Καλλιόπης, επειδή το πίστευα, πως θα τελείωνε η πολυκατοικία, εφ’ όσον ο αντιπαροχέας της ήταν υγιής και ελεύθερος. Η Μαρία με κοίταξε με αινιγματικό χαμόγελο, αλλά της άπλωσα εγκάρδια το χέρι λέγοντάς της: «Μαρία μου δε θα υπάρξει υπόθεση να συνεργαστούμε. Όλα θα λήξουν ομαλά». Και νέο αινιγματικό χαμόγελο αυτήν τη φορά.
Η πολυκατοικία κάποια στιγμή τελείωσε και παραδόθηκε. Το πληροφορήθηκα αργότερα, όταν η Μαριώ μου τηλεφώνησε, ρωτώντας με ταυτόχρονα κάτι που με ξάφνιασε.
- «Θυμάστε τι μας είπατε, με ρώτησε, όταν βρεθήκαμε στη Λάρισα πριν δυο χρόνια;».
- «Πώς να θυμάμαι Μαρία».
- «Θυμάμαι εγώ, επειδή είχα απορήσει με τη σιγουριά σας, πως θα τελείωνε η πολυκατοικία της Καλλιόπης, εφόσον ο εργολάβος ήταν υγιής και κυκλοφορούσε. Τι εννοούσατε; Έσπασα το κεφάλι μου να το βρω, αλλά δεν μπόρεσα».
Σκέφτηκα λίγο και θυμήθηκα.
- «Ήταν μπροστά η πελάτισσά σου αγαπητή μου και δεν μπήκα τότε σε λεπτομέρειες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η γυναίκα -χωρίς ζημιά της-έπρεπε να ηρεμήσει και να μη φοβάται. Άκουσε, όμως, τώρα. Για μένα τέσσερις εκδοχές υπήρχαν στην περίπτωση του εργολάβου σε σχέση με την πολυκατοικία της Καλλιόπης. Η πρώτη. Ο άνθρωπος σαν γόνος εύπορης οικογένειας ή από άλλες πηγές είχε σοβαρά κεφάλαια και στόκαρε μεγάλες ποσότητες πρώτων υλών που πλήρωνε μετρητοίς σε χαμηλές τιμές έχοντας όφελος και από τις ανατιμήσεις. Με μικρότερο κατασκευαστικό κόστος ήταν ανταγωνιστικός και έδινε υψηλότερες αντιπαροχές. Λογικό να χτίζει τις μισές νέες πολυκατοικίες. Η άλλη περίπτωση ήταν να υπάρχουν πίσω από τον κατασκευαστή αφανείς κεφαλαιούχοι, οπότε πάμε στα ίδια. Την τρίτη περίπτωση την είχα σκεφτεί, όταν μου είπατε, πως για τον συγκεκριμένο άνθρωπο υπήρχαν ψίθυροι. Ενδεχόμενο ήταν το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος με την εμφάνιση ανύπαρκτων κερδών από τις πολλές οικοδομές, έστω και με τυχόν ζημιογόνες αντιπαροχές. Επιδίωξη εδώ ήταν οι πολλές οικοδομές που εμφάνιζαν μεγάλη συνολικά (ανύπαρκτη όμως) κερδοφορία από νόμιμη δραστηριότητα. Με μία ή δύο πολυκατοικίες πόσο χρήμα μπορείς να ξεπλύνεις. Άρα «χτυπάς» όπου βρεις οικόπεδο. Τρίγωνο, τετράγωνο, επτάγωνο... Πρέπει, όμως, και να πουλάς, για να προκύπτουν κέρδη. Και να πουλάς δήθεν «ακριβά» διαμερίσματα, αν μπορείς. Να εμφανίζεις προμήθειες μισοτιμής, φθηνότερα εργατικά και... δώσε πόνο που λένε. Πανεύκολα πράγματα. Ορυμαγδός φοροδιαφυγής των «μικρών» και ξέπλυμα μέσω μεγάλων φόρων της κορυφαίας δραστηριότητας, που ήταν οι πολλές πολυκατοικίες. Υπήρχε και μια τέταρτη περίπτωση. Να συντρέχουν οι παραπάνω τρεις.
Αυτά Μαριώ με είχαν πείσει πως υπήρχαν κεφάλαια, οπότε θα ολοκληρωνόταν η οικοδομή. Εκτός αν συνέβαινε φυσικός θάνατος ή δίωξη για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα)*.
Η συνάδελφος γέλασε δυνατά μ’ αυτά που άκουσε. Με ρώτησε μετά, αν είχα συναντήσει τέτοια πράγματα στο παρελθόν. «Ναι. Είχα μια περίεργη υπόθεση ξεπλύματος στο χρηματιστήριο, με τα «κέρδη» του οποίου ένας ντόπιος αγόρασε μισή πολυκατοικία. Όταν τον ρωτούσαν πού τα βρήκε τα λεφτά με τη μικρή σύνταξη που έπαιρνε, είχε αποστομωτική την απάντηση: «Από το χρηματιστήριο». Τα είχε, όμως, επειδή για τρία χρόνια (90-93) ήταν διοικητής επαρχιακού νοσοκομείου και τα ξέπλυνε αργότερα στο χρηματιστήριο. Εκεί που υπηρέτησε είχε βουίξει ο τόπος. Ξέρω Μαρία και από την υπόθεση Τσοχατζόπουλου, ο οποίος είχε απαλλαγεί από τη Βουλή για την υπεξαίρεση, παράβαση καθήκοντος κ.λπ. Δεν υπήρχαν στοιχεία δωροληψίας. Τον τσάκωσαν αργότερα από το πολυτελές διαμέρισμα της Αρεοπαγίτου και από πολλά άλλα στην Αθήνα στο όνομα της πρώτης συζύγου και της κόρης του. Καταδικάστηκε για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες». Εκεί έληξε η κουβέντα μας.
Θα κλείσω εδώ και το σημερινό πρώτο άρθρο μου για τη συγκεκριμένη υπόθεση και τη δυσάρεστη για την αφεντιά μου «ουρά» που είχε με την αυτοκριτική μου στη συγκεκριμένη ιστορία. Έχει να κάνει με την άνεση που μίλησα στη συνάδελφό μου, για το πώς και γιατί ήμουν σίγουρος πως η οικοδομή της κυρίας Καλλιόπης θα τελείωνε. Τι το ‘θελα;
Τα λέμε εδώ την άλλη Τρίτη.
* Το 1997 που άρχισε η άνοδος του ΧΑΑ και συνεχίστηκε για δύο χρόνια, συνέβη κάτι που δεν είναι καθόλου σχεδόν γνωστό. Η είσοδος επενδυτών ενισχύθηκε από νομοθετική ρύθμιση απαλλαγής τους από το «πόθεν έσχες». Δεκάδες χιλιάδες λαθρόβιοι «επενδυτές» για να νομιμοποιήσουν το μαύρο χρήμα (κυρίως δημόσιοι λειτουργοί, υπάλληλοι, λαθρέμποροι εξαρτ. ουσιών, καυσίμων, τσιγάρων κ.λπ.) άρχισαν ν’ αγοράζουν όσο-όσο μετοχές εκτινάσσοντας τον δείκτη. Η εκτίναξη παρέσυρε εκατοντάδες χιλιάδες και μεταξύ τους άσχετους με τον θεσμό και άπληστους Έλληνες/Ελληνίδες, με κατακόρυφη άνοδο «τσίγγινων μετοχών» και του δείκτη τιμών του ΧΑΑ. Η ασχετοσύνη και η απληστία δεν επέτρεψε την έγκαιρη απόσυρση παικτών, που πίστεψαν ότι ανεκάλυψαν «el dorado». Νομοτελειακά κάποια στιγμή (20.9.99) άρχισε η κάθοδος από τις 6.335 μονάδες βάσης, που είχε εκτοξευτεί (την άνοιξη του ‘96 είχε 933 μ.β.). Σε μία εβδομάδα το χρηματιστήριο κατέβηκε 1467 μ.β. Αρχές ‘99 ο τότε πρωθυπουργός προειδοποίησε δημόσια πως το χρηματιστήριο περιέχει κίνδυνο απώλειας περιουσίας. Την επόμενη ο εισαγγελέας Α.Π. ανακοίνωσε πως τέτοιες δηλώσεις βλάπτουν την οικονομία.