Όχι φίλοι μου, δε σταμάτησε η ρόδα να γυρνάει κι ούτε πρόκειται να γίνει αυτό ποτέ. Αυτό το χέρι που δημιούργησε τον κόσμο, που οι πιστοί το λένε χέρι Θεού κι άλλοι «ανωτέρα δύναμη», δε θα το αντικαταστήσει ποτέ ανθρώπινο, όσο κι αν προχωρήσει η επιστήμη.
Ο άνθρωπος απλά κατάφερε να κάνει αυτήν τη ρόδα ν’ αλλάξει... πορεία. Να περνάει, δηλαδή, από μέσα μας και να σέβεται το απ’ έξω μας λιγάκι.
Επινόησε και διάφορα καμουφλάζ που έρχονται να βοηθήσουν στο να ξεγελάσουμε τον χρόνο, τους άλλους και τους ίδιους μας τους εαυτούς.
Ζητείται γιαγιά λοιπόν, εκείνη η σεβάσμια μορφή, με τα άσπρα της μαλλιά που ξέφευγαν απ’ το φακιόλι, με το μακρύ της σκούρο φουστάνι που σκέπαζε τις σκανταλιές των εγγονιών της, με το καλοσυνάτο βλέμμα της, που μάζευε γύρω της τα παιδιά και τα έλεγε παραμύθια τις κρύες νύχτες του χειμώνα, με τον βαρύ λόγο της που μετρούσε όσο το καθαρό χρυσάφι και το διαμάντι.
Τι τυχεροί που είμαστε οι άνθρωποι της γενιάς μας που γνωρίσαμε αυτήν την εξαίσια μορφή! Πόση σιγουριά μας έδινε εκείνο το κράτημα του χεριού μας απ’ το δικό της το ρυτιδωμένο, πόση τρυφερότητα έκρυβε το αγκάλιασμά της!
Με πόση λαχτάρα αποτυπώναμε τις συμβουλές της!
Δεν ήξερε γράμματα, δεν είχε καμία μόρφωση, όμως καθρεφτιζόταν η πείρα της ζωής στα άσπρα της μαλλιά και στις ρυτίδες του προσώπου της και η ζυγαριά στο κεφάλι της ήταν ακριβείας και η κουβέντα της στέρεη σαν βράχος.
Αυτή η γιαγιά καλοί μου φίλοι δεν υπάρχει πλέον. Ίσως κάπου, σε κανένα χωριουδάκι, απομακρυσμένο απ’ τα μεγάλα αστικά κέντρα και πάλι δεν είμαι σίγουρη.
Τώρα υπάρχει η γιαγιά - μοντέλο. Κατάμαυρα ή κατάξανθα μαλλιά, παντελόνι, φόρμα αθλητική και παπούτσι, ποδήλατο για άσκηση, γυμναστική στο γυμναστήριο, τζόκινγκ και δε συμμαζεύεται. Αυτά, βεβαίως, για την εξηντάρα και εβδομηντάρα.
Αλλά τόλμησε αν θέλεις να πεις ακόμη και την ογδοντάρα «γιαγιά», θα σου αστράψει ένα χαστούκι που θα δεις τον «ουρανό σφοντύλι» - Ξέρετε τι είναι το σφοντύλι δε θέλετε μετάφραση. Κάποτε, μια πολύ ηλικιωμένη κυρία, μπήκε στο νοσοκομείο να κάνει εγχείρηση από καταρράκτη. Η νοσοκόμα που ήρθε να την ετοιμάσει, είχε το... θράσος να την αποκαλέσει «γιαγιά».
Τι το ήθελε ευλογημένη!
Το τι επακολούθησε δεν μπορώ να σας το περιγράψω. Η εν λόγω «γιαγιά» -είδατε που ξεχάστηκα... πιπέρι στο στόμα μου-, η εν λόγω κυρία ήθελα να πω, κόντεψε να γκρεμίσει το νοσοκομείο. Μιλάμε για τέτοια... προσβολή.
Έτσι το εκλαμβάνουν οι σημερινές ηλικιωμένες κυρίες. Ενώ κάποτε το «γιαγιά» ήταν τίτλος τιμής.
Σήμαινε πολλά. Σεβασμό, αξιοπρέπεια, κοινωνική καταξίωση.
Μόνο που σήμερα κρίνουν με δυο μέτρα και δυο σταθμά.
Όπως τις συμφέρει.
Στο λεωφορείο, για παράδειγμα, θέλουν να τις δείχνουν σεβασμό, να τις προσφέρουν τη θέση. Κι αλίμονο στον μαθητή που γυρίζει απ’ το σχολείο, τα Αγγλικά, τα Γαλλικά, το φροντιστήριο, το κολυμβητήριο και ‘γω δεν ξέρω από πού αλλού και είναι κατάκοπος και κάθεται και δεν κοιτάζει γύρω του. Πάνω απ’ το κεφάλι του θα γίνεται το γνωστό σχόλιο.
«Κοίταξε τον, θρονιάστηκε του καλού καιρού και δε δίνει δεκάρα, που είμαστε εμείς όρθιες και δε μας κρατούν τα πόδια μας.
Η νέα γενιά χάλασε, δεν έχουν σεβασμό σήμερα τα παιδιά».
Αυτά και άλλα κι όχι μόνο στο λεωφορείο, αλλά και στις διάφορες ουρές, που απ’ αυτές άλλο τίποτα οι μεγαλουπόλεις.
Οι νέοι δε χάλασαν καθόλου, εκτός εξαιρέσεων βέβαια, που υπήρχαν πάντοτε. Είναι πιο γνήσιοι από μας και λιγότερο υποκριτές.
Και καλές μου κυρίες, για να μην πω γιαγιάδες -και ο εαυτός μου μέσα φυσικά-, ο σεβασμός εμπνέεται δεν επιβάλλεται.
Ας διαλέξουμε ένα απ’ τα δύο. Ή αιώνια έφηβες και ίσες προς ίσους με τους νέους ή «παρακαλώ καθίστε γιαγιά...».