Υπάρχουν ιστορικά γεγονότα που έχουν καλυφθεί από την αχλή του χρόνου και έχουν λησμονηθεί. Επειδή, όμως, τα γεγονότα αυτά, μικρά ή μεγάλα, αποτέλεσαν τη συνέχεια της ιστορικής μνήμης του Ελληνικού Έθνους και απέτρεψαν τον αφανισμό του, αξίζει να τα θυμόμαστε και να τα επαναφέρουμε στην επικαιρότητα, όταν γνωρίζουμε κάτι για κάποιο από αυτά τα γεγονότα.
Ήταν το 1204 μ.Χ., όταν ο εσμός των πλιατσικολόγων σταυροφόρων Φράγκων και των συνεργατών τους Ενετών, οδεύοντας προς τους Αγίους Τόπους, αντί να συνεχίσουν προς τον προορισμό τους, όρμηξαν αιφνιδιαστικά και κατέλαβαν την πρωτεύουσα του Βυζαντίου, Κωνσταντινούπολη. Η Βασιλεύουσα, παρά τα δεινά που πέρασε, ήταν μακράν η πλουσιότερη πόλη της Ευρώπης. Οι καλοί, λοιπόν, αυτοί χριστιανοί, Σταυροφόροι, λεηλάτησαν άγρια την Κων/πολη.
Η αυτοκρατορία κατακερματίστηκε σε μικρά βασίλεια, άλλα φράγκικα και μερικά ελληνικά, όπως της Τραπεζούντας, της Νίκαιας, του Μυστρά και το δεσποτάτο της Ηπείρου, το οποίο περιελάμβανε την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και ένα μέρος της Στερεάς.
Το 1261 η Κων/πολη ανακαταλήφθηκε από τον Αλ. Στρατηγόπουλου. Τα ελληνικά βασίλεια, είτε επανήλθαν στην αυτοκρατορία είτε διατήρησαν τους δεσμούς τους με πιο χαλαρό τρόπο από πρώτα, αλλά με πολλούς κλυδωνισμούς, που δεν μπορούν να περιγραφούν διά του παρόντος.
Στην πορεία, το δεσποτάτο της Ηπείρου χωρίστηκε σε δύο βασίλεια: Της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Κατά το 1267, σεβαστοκράτορας του Δεσποτάτου της Θεσσαλίας ήταν ο Ιωάννης Α’ Άγγελος Κομνηνός Δούκας. Όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου ζήτησε τη βοήθεια του Πάπα, επειδή η αυτοκρατορία κινδύνευε από τους Φράγκους, ο Ιωάννης Δούκας υπεραμύνθηκε της ορθοδοξίας, όπως και άλλοι περιφερειακοί άρχοντες και ιερωμένοι και τα σχέδια του αυτοκράτορα ναυάγησαν. Ο Ιωάννης Δούκας πέθανε το 1289 και τάφηκε στο Μοναστήρι της Πόρτας (Πύλης Τρικάλων) Παναγιάς, το οποίο ανήγειρε ο ίδιος. Μετά τον θάνατό του, η σύζυγός του εγκατέλειψε τα εγκόσμια και ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα. Έχοντας την οικονομική δυνατότητα, έχτισε ένα μεγάλο Μοναστήρι στη Λυκουσάδα (κοντά στην κωμόπολη Φανάρι), το οποίο αφιέρωσε στην Παναγία Ελεούσα, ενώ η ίδια έγινε ηγουμένη υπό το όνομα κυρά Υπομονή. Το μοναστήρι κραταιώθηκε και έγινε το μεγαλύτερο σε όλη τη Θεσσαλία. Είχε τεράστια περιουσία και μεγάλη οικονομική και πολιτική ισχύ. Ολόκληρα χωριά, δάση, χιλιάδες ζώα, λίμνες και λιμάνια, ανήκαν στην ιδιοκτησία του. Χιλιάδες άνθρωποι ήταν στη δούλεψή του. Η ηγουμένη κυρά Υπομονή και οι διάδοχοί της ζήτησαν επιβεβαίωση της περιουσιακής κατάστασης του μοναστηριού, η οποία δόθηκε με χρυσόβουλα από τους αυτοκράτορες Ανδρόνικο Β’ και Γ’, τον Σέρβο Κράλη Στέφανο Ντουσάν που κυριάρχησε, μεταξύ άλλων και της Θεσσαλίας για 25 χρόνια, του Δούκα Ορσίνι και με σιγίλια δύο Πατριαρχών, επειδή ήταν σταυροπηγιακό και υπάγονταν στο Πατριαρχείο. Στην αρχή το μοναστήρι λειτούργησε ως γυναικείο και στη συνέχεια ως αντρικό.
Μετά την κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους, το μοναστήρι της Λυκουσάδας εξακολούθησε τη λειτουργία του. Όμως, το 1601 ή το 1611, επαναστάτησε ο Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών Διόνυσος ο φιλόσοφος (Σκυλόσοφο τον ονόμασαν οι Τούρκοι) και στην επανάσταση αυτή συμμετείχαν και οι μοναχοί της Παναγίας της Λυσουσάδας. Για τον λόγο αυτόν, το μοναστήρι το έκαψαν οι Τούρκοι. Η εικόνα της Παναγίας, που έχει διαστάσεις 0,70x0,80 μ., μεταφέρθηκε μαζί με λίγα κειμήλια, από μοναχούς στο Μέγα Μετέωρο, μοναστήρι των Μετεώρων. Λόγω, όμως, της πυρκαγιάς είχε υποστεί μεγάλες ζημιές. Έτσι, επικαλύφθηκε ολόκληρη η επιφάνεια της εικόνας με ασημένιο πλαίσιο, εκτός από την κεφαλή του πρωτότυπου της εικόνας, που πλαισιώθηκε με ασημένιο φωτοστέφανο. Το ασημένιο πλαίσιο που κατασκευάστηκε εξωτερικά, είναι φιλοτεχνημένο με τη μορφή της Παναγίας, η οποία κρατάει τον μικρό Χριστό από δεξιά και όχι από αριστερά, όπως συνηθίζεται στις περισσότερες εικόνες της Παναγίας.
Το μοναστήρι της Λυκουσάδας επαναλειτούργησε, αλλά όχι πλέον με την προηγούμενη λαμπρότητα, ώσπου, κατά την Επανάσταση του 1821, κάηκε πάλι από τους Τούρκους, προφανώς επειδή επαναστάτησαν οι μοναχοί και μάλιστα, γκρεμίστηκε ολοκληρωτικά. Στον χώρο που ήταν κτισμένο το μοναστήρι, υπήρχαν μικρού ύψους τοίχοι, οι οποίοι, δυστυχώς, απομακρύνθηκαν, όταν κατασκευάστηκε νέο σχολείο. Οι κάτοικοι του χωριού, γνώστες των ιστορικών γεγονότων του παρελθόντος, έκτισαν στον ίδιο χώρο, εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία Θεοτόκο. Δίπλα στην κυρία είσοδο της εκκλησίας έχει εντοιχιστεί σε χάλκινο πλαίσιο το χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β’, όπως αυτό απευθύνθηκε στο τότε μοναστήρι, εν έτει 1290. Τα χρυσόβουλα των αυτοκρατόρων και τα σιγίλια των Πατριαρχών φυλάσσονται στο Μ. Μετέωρο. Η εικόνα της Παναγίας Ελεούσας παραλαμβάνεται από το Μ. Μετέωρο την παραμονή του 15Αύγουστου από κατοίκους του χωριού που σήμερα ονομάζεται Λοξάδα, όπου τιμάται ως πολιούχος του. Επισκέπτεται κατά σειράν όλα τα σπίτια του χωριού, σε όσα εξακολουθούν να υπάρχουν οικογένειες και παραμένει στο καθένα ένα 24/ωρο. Την παραμονή του Αγίου Δημητρίου, μεταφέρεται στην άλλη εκκλησία του χωριού και κατά την ακολουθία του Μεγάλου Εσπερινού, πλήθη πιστών από άλλες περιοχές έρχονται να προσκυνήσουν την Παναγία και να ζητήσουν τη βοήθειά της.
Στον αύλειο χώρο του Αγίου Δημητρίου διανέμεται και φαγητό, συνήθως πληγούρι με κρέας. Στις 27/10 η εικόνα επανέρχεται στην εκκλησία της Παναγίας, τελείται παράκληση και εν συνεχεία, με το αυτοκίνητο ενός κατοίκου, συνοδεία του ιερέα και εν πομπή με αυτοκίνητα και άλλων πιστών, μεταφέρεται στο Μ. Μετέωρο και παραμένει εκεί σε περίοπτη θέση, μέχρι την επόμενη χρονιά που θα επανέλθει στην πρώτη κατοικία της.
Τώρα, γιατί ο ιερέας ζήτησε από τον υποφαινόμενο να μεταφέρει τη θεία εικόνα της Παναγίας, ενώ υπήρχαν τόσοι νέοι, δεν το γνωρίζω. Ευτύχησα να μπορέσω να επιτελέσω το θεάρεστο αυτό έργο με μεγάλη χαρά και συγκίνηση, παρότι ήταν πολύ δύσκολο, επειδή ήταν 3ήμερο αργιών και υπήρχαν χιλιάδες επισκέπτες στα Μετέωρα, τα οποία είναι ο δεύτερος επισκέψιμος χώρος, μετά την Ακρόπολη, με 2 1/2 εκατομμύρια επισκέπτες. Ηρωική ήταν και η προσπάθεια της πρεσβυτέρας, η οποία ακολούθησε με το αυτοκίνητό της και τα δύο παιδιά της.
Είθε η χάρις της Παναγίας Ελεούσας της Λυκουσάδας (σημερινής Λοξάδας), να ελεεί όλον τον κόσμο._