Αφορμή για την παραβολή αυτή έδωσε κάποιος ακροατής του Κυρίου, που ζήτησε να μεσολαβήσει στον αδελφό του, ώστε να διαμοιράσουν δίκαια την περιουσία τους. Αντί για άλλη απάντηση, ο Κύριος συνέστησε στους ακροατές του να φυλάγονται από την πλεονεξία, ενώ στη συνέχεια διηγήθηκε και την παραβολή του πλουσίου, που αποδείχτηκε ανόητος για τους πιο κάτω λογούς:
α) Γιατί πνιγόταν μέσα στις αγωνιώδεις φροντίδες.
Ενώ εύφορησε η χώρα του, εκείνος δεν μπορούσε ούτε στιγμή να ησυχάσει, αλλά έλεγε μέσα του ακατάπαυστα το «τι ποιήσω ότι ουκ έχω που συνάξω τους καρπούς μου». Δε σκεπτόταν, δηλαδή, ότι «ενός εστί χρεία», ώστε να δοξολογήσει τον Θεό, αλλά πώς να αυξήσει μονάχα τα υπάρχοντά του. Σκοπό και κέντρο της ζωής του είχε καταστήσει τα φαγοπότια. Κατά τον τρόπο αυτόν βυθιζόταν κάθε μέρα όλο και πιο βαθειά στο τέλμα της συγκέντρωσης υλικών αγαθών, που γίνονται, όμως, βρόγχος, ο οποίος συμπνίγει, εξαιτίας των μεριμνών, κάθε πλεονέκτη. Παν, όμως, ό,τι δεν είναι ο Θεός, κατά τον Ιερό Αυγουστίνο, δεν ικανοποιεί βαθύτερα την ψυχή του ανθρώπου, αλλά συνήθως τον κοιμίζει πνευματικά και τον αποπροσανατολίζει από τον Θεό και τη σωτηρία του. Για τον λόγο αυτόν, τα πιο απαραίτητα στη ζωή είναι να γνωρίσουμε καλύτερα τον Θεό και να ενωθούμε μαζί Του αιωνίως.
β) Γιατί στήριζε την ευτυχία του στην ύλη.
Στη συνέχεια της παραβολής ο Κύριος διηγήθηκε ότι ο πλούσιος πετάχτηκε ξαφνικά επάνω και είπε: «Το βρήκα τι θα κάνω. Θα γκρεμίσω τις παλιές μου αποθήκες και θα κτίσω καινούριες. Θα συγκεντρώσω εκεί όλα τα γεννήματα και τα αγαθά μου και ύστερα θα ξαπλώσω και θα πω: -Ψυχή έχεις πολλά αγαθά, κείμενα εις έτη πολλά, αναπαύου, φάγε, πιε, ευφραίνου».
Από τις πιο πάνω σκέψεις του πλουσίου φάνηκε ότι στήριζε την ευτυχία του μονάχα στα φαγοπότια και τις διασκεδάσεις. Απολυτοποιώντας την ύλη, σκεφτόταν μονάχα το πώς να συγκεντρώσει υλικά αγαθά και πώς να τα απολαύσει. Εξαιτίας του τρόπου σκέψης αυτού, όμως, ο Κύριος χαρακτήρισε τον πλούσιο εκείνο άφρονα, εφόσον, όσο και να φάγει κανείς, δεν είναι δυνατό να χορτάσει αληθινά στη ζωή αυτή και να βρει την ευτυχία και την αληθινή χαρά, γιατί αυτήω τη χαρίζει στους ενάρετους ανθρώπους ο ίδιος ο Θεός. «Ο δε καρπός του Πνεύματος έστιν αγάπη, χαρά…», όπως λέγει ο Απόστολος των Εθνών. Άφρονες όμως γίνονται και όλοι εκείνοι που
σκέπτονται κατά τον ίδιο τρόπο με τον πλούσιο, εφόσον κατά τη διαβεβαίωση του Κυρίου, Εκείνος είναι ο «Άρτος ο ζων, ο εκ του ουρανού καταβάς και ζωήν διδούς τω κόσμω». Όσα, λοιπόν, κι αν συγκεντρώσει ο άνθρωπος, όταν είναι ασεβής, δεν είναι δυνατόν να του δώσουν τη χαρά, γιατί «ουκ έστι χαίρειν τοις ασεβέσι».
γ) Γιατί δε σκέφτηκε τον θάνατο και την Κρίση.
Ενώ, όμως, ο πλούσιος ονειροπολούσε, σκεπτόμενος τα φαγοπότια, την ίδια εκείνη νύκτα ακούστηκε ξαφνικά η φωνή του Θεού που του έλεγε:
«Άφρον, τούτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου’ α δε ητοίμασας, τίνι έσται». «Ανόητε, δηλαδή, και άμυαλε άνθρωπε, αυτήν τη νύκτα θα πεθάνεις. Αυτά, λοιπόν, που ετοίμασες σε ποιον θα τα αφήσεις;». Από τα πιο πάνω λόγια φαίνεται ακόμα πιο καθαρά ότι ο πλούσιος της παραβολής χαρακτηρίστηκε από τον Κύριο άφρων, γιατί δε σκεφτόταν τον θάνατό του και την Κρίση. Ζούσε, με άλλα λόγια, χωρίς να σκέπτεται το τέρμα και πολύ περισσότερο χωρίς να ετοιμάζεται για τον λόγο της οικονομίας του. Για τούτο ήταν κατ’ εξοχήν άφρων, εφόσον δε σκεφτόταν και δε στήριζε τη ζωή του στον ασάλευτο βράχο της πίστης, τον Θεό, αλλά έκτιζε με τη φαντασία του παλάτια στην άμμο.
Στο βράχο της πίστης, όμως, στήριζε την ελπίδα του ο ποιητής Ι. Πολέμης και για τούτο έγραψε:
«Ποιος είδε αυτόν που στήριξε
στην πίστη επάνω την ελπίδα,
τον είδα στη ζωή να μάχεται,
μα πάντα ανίκητο τον είδα».
Αδελφοί μου, όλοι οι χριστιανοί πρέπει να σκεπτόμαστε ότι «το κορύφωμα της αφροσύνης του ανθρώπου είναι η απώλεια της αιωνίου ζωής» και ότι «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον, ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού». Πρέπει να αξιολογούμε, δηλαδή, τα πράγματα σωστά, όπως και ο Απόστολος των Εθνών που έγραφε θεόπνευστα ότι «πάντα ηγούμαι σκύβαλα, ίνα Χριστόν κερδήσω». Και τελικά, να ετοιμαζόμαστε, «θησαυρίζοντες εν ουρανώ», και να πλουτίζουμε την κάθε στιγμή «εν έργοις αγαθοίς». Όπως, δηλαδή, οι άγιοι Απόστολοι για την αγάπη του Χριστού και για τη δική Του την αλήθεια και βάρκες ξέχασαν και δίχτυα στην ακρογιαλιά.
Έτσι και μεις πρέπει να ξεχνούμε όλα τα ρέοντα και να κρατούμε τα άφθαρτα και αιώνια.