ΔΙΗΓΗΜΑ

Απ’ το πέρασμα του χρόνου

Δημοσίευση: 10 Νοε 2024 10:20

Από την Κωνσταντίνα Κότση*

Στην άκρη μιας πολιτείας του κάμπου, εκεί γύρω στη δεκαετία του πενήντα με εξήντα, θα πάμε σε μια φτωχογειτονιά. Με σπίτια χαμηλά, δρόμους ακόμη άφτιαχτους, λασπωμένους τον χειμώνα. Το καλοκαίρι χώμα, σκόνη παντού. Καθώς περπατούσες πάνω τους έμπαινε μέσα το πόδι σου κανένα εκατοστό, κι άφηνε το αποτύπωμα των παπουτσιών σου, ως πάνω να γεμίζουν σκόνη από τους χωμάτινους μη ασφαλτοστρωμένους οδούς της συνοικίας. Δεν ήταν κι ό,τι το καλύτερο.


Όσο για τους ανθρώπους που έμεναν εκεί, η ζωή τους μαζεμένη μετρημένη, μεροδούλι, μεροφάι που λένε, του μεροκάματου, με το συνεχή τρέξιμο για την επιβίωση. Συμμαζεμένα λοιπόν, όμως όχι στερημένα, κυλούσαν οι μέρες τα χρόνια εκείνα, με τις χαρές τις λύπες, συντροφικά, μεσ’ τις αυλές των σπιτιών τους, γεμάτες από το άρωμα του γιασεμιού, του βασιλικού, των κρίνων, τις τριανταφυλλιές, γαρυφαλλιές, κι άλλων πολύχρωμων ποικίλων λουλουδιών.
Απλωμένα σε γλάστρες παρτέρια παντού όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα σου. Πανδαισία αρωμάτων και χρωμάτων. Ας αναφέρω τώρα το εσωτερικό των χαμηλών αυτών σπιτιών, το ένα τόσο κοντά με τ’ άλλο.
Διώροφα σπάνια να δεις τότε, ακόμη δεν είχε αρχίσει η ξέφρενη ανοικοδόμηση των πολυκατοικιών, γκρεμίζοντας τις μονοκατοικίες με τις αυλές τους, τους κήπους, την ξύλινη αυλόπορτα και τις στέγες από κεραμίδια.
Χτισμένα στο κέντρο της άπλας, των μεγάλων σε έκταση οικοπέδων τους. Κι ας πάμε τώρα μέσα να δούμε εντέλει πώς ήταν.
Απλά, δεν θα πω φτωχικά, είχαν μια αρχοντιά, σαν έλαμπαν από πάστρα, τάξη και νοικοκυροσύνη, στοιχεία που πρόσεχες αμέσως μπαίνοντας εκεί.
Λίγα έπιπλα τα απαραίτητα, ενός σπιτιού ζεστού και φιλόξενου. Πολύχρωμα κιλίμια, υφαντά στο πάτωμα, δαντελένιες κουρτίνες κάτασπρες στα παράθυρα, και εργόχειρα κεντημένα αριστουργήματα παντού να στολίζουν τους χώρους δίνοντας έτσι μια νότα ευχάριστη, μια ψεύτικη αίσθηση πλούτου.
Δεν θα μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες για τις ωραίες μονοκατοικίες των χρόνων εκείνων.
Όμως να μπορούσα να γράφω συνεχώς για τη ζεστασιά που ανέδιναν για τις γιορτές μ’ όλα τα φώτα αναμμένα, τις φωνές, τα γέλια των ανθρώπων εκεί. Κι άλλα πολλά που είναι χαραγμένα στη μνήμη μου μα και στην καρδιά μου, και δεν τα ξεχνώ. Προχωρώντας λοιπόν στέκομαι σ’ ένα σπίτι που υπήρχε εκεί τότε στη γειτονιά, κι όπως γυρίζω πίσω στον χρόνο το βλέπω πάλι μπροστά μου, σαν να ‘ταν χθες. Ξεχώριζε απ’ τ’ άλλα ήταν μοναδικό.
Όχι, δεν θα μπορούσες να το πεις αρχοντικό, όμως, ήταν τόσο περιποιημένο, με ωραίο κήπο έξω πλακόστρωτη αυλή, περίτεχνα κάγκελα γύρω, και στα παράθυρα σιδερένιο κιγκλίδωμα όμοιο.
Βαμμένο δε όλο λευκό, με κολώνες να στηρίζουν την οροφή της βεράντας και δύο τρία σκαλοπάτια όλα από μάρμαρο σε οδηγούσαν στην είσοδο του καλαίσθητου αυτού σπιτιού. Έτσι κάτασπρο φάνταζε πανώριο και ήταν αδύνατο περνώντας να μην το προσέξεις.
Το εσωτερικό του, μεγάλες ευρύχωρες κάμαρες με έπιπλα πολυτελή και κρυστάλλινους πολυελαίους να αστράφτουν στο φως.
Σ’ αυτό ζούσαν αρκετά μέλη. Οι γονείς και τα πέντε παιδιά τους. Δύο παιδιά και τρία κορίτσια. Στη Θεσσαλία τ’ αγόρια τ’ αποκαλούν παιδιά, είναι γνωστό. Ρωτάς πόσα παιδιά έχεις; Τρία παιδιά κι ένα κορίτσι η απάντηση. Μα γιατί δεν θεωρείται παιδί κι αυτό; Τότε τα κορίτσια τα είχαν σε δεύτερη μοίρα, πρωταρχικό ρόλο, και καμάρι για τους γονείς, όταν ερχόταν στον κόσμο o γιος, το αρσενικό, που σαν θα μεγάλωνε θα ήταν το στήριγμα γι’ αυτούς, o δουλευτής, o δυνατός να διαφεντεύει την περιουσία τους. Τα κορίτσια τα πάντρευαν μικρά και πήγαιναν να ζήσουν με τους γονείς του γαμπρού.
Συνεχίζουμε, πάμε παρακάτω για να μάθουμε για αυτή την πλούσια οικογένεια. Σε αντίθεση με τους γείτονες που έμεναν δίπλα τους, είχαν μεγάλη οικονομική άνεση. Ήταν κτηματίες είχαν στην κατοχή τους χιλιάδες στρέμματα γης από στάρια και βαμπάκια. Απασχολούσαν πάρα πολλούς εργάτες στη δούλεψή τους. Διέθεταν τρακτέρ με μεγάλες πλατφόρμες, κι όταν ήταν o καιρός του μαζέματος της σοδειάς, του θερισμού στους απέραντους σιτοβολώνες, φόρτωναν άνδρες, γυναίκες με τα μαντήλια στο κεφάλι και τραβούσαν για τα χωράφια, από τα χαράματα, γυρίζοντας το βράδυ κατάκοποι.
Όμως δεν τους ένοιαζε, αρκεί που υπήρχε δουλειά.
Οι εργοδότες τους ήταν άνθρωποι έντιμοι, εντάξει μαζί τους στον μισθό τους, καλοπληρωτές. Όλοι στη γειτονιά τους σέβονταν και τους εκτιμούσαν. Ο μεγάλος γιος ο πρώτος της οικογένειας. Σπούδασε γιατρός, από τους καλύτερους στη πόλη, κι ο δεύτερος ανέλαβε τα κτήματα. Οι τρεις αδελφές ασχολείτο με το σπίτι. Τότε σπάνια να βγει έξω η γυναίκα να εργασθεί. Η μητέρα των παιδιών έζησε ως τα βαθειά της γεράματα. Μια γερόντισσα καλοσυνάτη, πονετική και είμαι βέβαιη για τις αγαθοεργίες της σε εκείνους που θα της το ζητούσαν, μη λέγοντας ποτέ τίποτα σε κανέναν.
Τα χρόνια τότε δύσκολα, φτώχεια, ανέχεια παντού γύρω.
Εδώ θα τελειώσω τη μικρή αυτή αφήγησή μου, που με πήγε μαζί σας, πίσω στον χρόνο, ξαναβρέθηκα εκεί στην αγαπημένη μου γειτονιά, για να θυμηθώ και ν’ αντλήσω, να φέρω στο φως ιστορίες, περιστατικά διάφορα, που συνέβησαν και μένα μ’ άγγιξαν, και παραμένουν μέσα μου ζωντανά ως τώρα.

* Η Κωνσταντίνα Κότση είναι ποιήτρια
- λογοτέχνης, μέλος της ΕΛΟΣΥΛ.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass