Στο προηγούμενο κείμενό μας ξεκινήσαμε με την κατασκευαστική μορφή των κτισμάτων κατά τη διάρκεια της επιβολής του Νεοκλασικισμού την οποία δεν την εξαντλήσαμε και την ολοκληρώνουμε με το σημερινό κείμενο. Συνεχίζουμε λοιπόν:
Οι οικονομικές συγκυρίες που εμφανίσθηκαν αμέσως μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας έφεραν στην περιοχή μας, όπως είδαμε, πλούσιους Έλληνες της διασποράς, οι οποίοι αγόρασαν από τους Τούρκους τις τεράστιες αγροτικές εκτάσεις που κατείχαν, όταν εγκατέλειψαν το 1881 την περιοχή. Για να μπορούν να διεκπεραιώσουν τις αυξημένες απαιτήσεις εποπτείας των κτημάτων τους, μερικοί μετακόμισαν οικογενειακώς στην Ελλάδα. Φυσικό ήταν η Λάρισα να αποτελέσει την έδρα των επιχειρήσεών τους και να στεγάσει τις οικογένειές τους. Για τον σκοπό αυτόν ήλθαν σε επαφή με ξακουστούς αρχιτέκτονες της ελληνικής πρωτεύουσας (ο Τσίλλερ στο αρχοντικό του Σκαλιώρα, ο Βουκαδόρος στο τουρκικό Διοικητήριο της Κεντρικής πλατείας και το Γυμνάσιο-Διδασκαλείο, ο Μπαλάνος στην Εθνική Τράπεζα, ο Μεταξάς στο κονάκι του Χαροκόπου, κ.ά.). Επηρεασμένοι λοιπόν άμεσα από το ρεύμα του νεοκλασικισμού που στόλιζε την Αθήνα με ομορφιά, οι ιδιοκτήτες δεν υπολόγισαν έξοδα και οικοδόμησαν αξιόλογα αρχοντικά σε Λάρισα και Βόλο. Από κοντά τούς ακολούθησαν και ορισμένοι μεγαλοαστοί της πόλης. «Οι νεοέλληνες συνταυτίσθηκαν με το νεοκλασικισμό, γιατί ενέχει ουσία μνήμης από το απώτερο παρελθόν τους», γράφει η Λένα Γουργιώτη. Τα σπίτια αυτά των κατοίκων της, τώρα που οι περισσότεροι Τούρκοι μπέηδες είχαν εγκαταλείψει οριστικά τη Λάρισα, κτίστηκαν στο κέντρο της πόλης, στη θέση οικοπέδων που ανήκαν στους νέους ιδιοκτήτες. Αν και στη Λάρισα ο νεοκλασικισμός βλέπουμε να επικράτησε κυρίως μετά το 1881, είχαμε όμως και κατά τους τελευταίους χρόνους της τουρκοκρατίας κάποια δείγματα, όπως λ.χ. το τουρκικό Διοικητήριο στην Κεντρική πλατεία.
Η γραμμή των νεοκλασικών αρχοντικών εδώ στην επαρχία ήταν βέβαια πιο λιτή, αλλά διατηρούσε την κομψότητα της αρχιτεκτονικής μορφής. Οι ιδιοκτήτες απέφευγαν κατά την κατασκευή τους το εντυπωσιακό, το πομπώδες και το ογκώδες και προσάρμοζαν τη μορφή τους ανάλογα με τα οικονομικά μέσα που διέθεταν, αλλά και τις προσωπικές τους ανάγκες. Στην πρόσοψη επικέντρωνε κυρίως ο κατασκευαστής την επιθυμία του ιδιοκτήτη για εξωραϊσμό, σαν επίδειξη κοινωνικής ανωτερότητας. Τα περισσότερα νεοκλασικά αρχοντικά της Λάρισας ήταν διώροφα με υπόγειο. Η κάτοψη ήταν συνήθως και εδώ τετράγωνη. Στο αρχιτεκτονικό σχέδιο τονιζόταν ιδιαίτερα ένας διαμπερής διάδρομος, ο οποίος ξεκινούσε από την υπερυψωμένη κύρια είσοδο και κατέληγε στην απέναντι πλευρά, όπου βρισκόταν το κλιμακοστάσιο για τον όροφο. Εκατέρωθεν του διαδρόμου αναπτύσσονταν τα δωμάτια. Εφ’ όσον η οικονομική επιφάνεια του ιδιοκτήτη το επέτρεπε, κατασκεύαζαν επιβλητική είσοδο με πρόστυλο. Δύο κίονες ιωνικού ρυθμού δημιουργούσαν τρία τόξα, μέσω των οποίων γίνονταν η πρόσβαση στο εσωτερικό του αρχοντικού. Τα παράθυρα μεγάλωναν σε ύψος και στο ισόγειο προστατεύονταν από ισχυρές σιδεριές. Στον όροφο όμως στη θέση τους υπήρχαν πόρτες που άνοιγαν σε εξώστες, με μαρμάρινα φουρούσια και σιδεριές και από τις τρεις πλευρές. Το κίνημα του νεοκλασικισμού άρχισε να υποχωρεί σταδιακά από τα 1920 και μετά, για να δώσει τη θέση του σε νέες σύγχρονες αισθητικές τάσεις στην αρχιτεκτονική.
Ο λαογράφος Κίτσος Μακρής περιγράφει πολύ παραστατικά τη Λάρισα, την πόλη όπου γεννήθηκε, καθώς προσπαθεί μετά την απελευθέρωση του 1881 να ξεφύγει οριστικά από τον πολύχρονο τουρκικό εναγκαλισμό. Γράφει: «...έφεξε το φως της λευτεριάς, κι από τότε, μ’ ένα μικρό διάλειμμα στον άτυχο πόλεμο του 97, η Λάρισα προχωρεί σταθερά στο δρόμο της προόδου. Μα λες και όλες της οι γειτονιές δεν προχωρούνε με την ίδια γρηγοράδα. Υπάρχουν και οι βραδυπορούσες. Έτσι, γυρίζοντας στους δρόμους της πόλης, πότε βρίσκεσαι στην Ευρώπη του εικοστού αιώνα και πότε στην Τουρκιά του δέκατου ένατου. Εδώ ευρύχωροι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, πλατείες με κήπους και δενδροστοιχίες, πολυκατοικίες από μπετόν, αυτοκίνητα. Λίγο πιο κάτω ένα στενό σκονισμένο δρομάκι με παλιά τούρκικα σπίτια που προβάλλουν τα κιόσκια τους, ενώ στον ουρανό υψώνεται, περήφανος στην εγκατάλειψή του, ένας μιναρές. Δίπλα της γαλήνιος και μεγαλόπρεπος κυλάει ο Πηνειός, καβαλικεμένος απ’ τα τόξα μιας γέφυρας. Τούτη η γέφυρα, μαζί με την εκκλησιά του Αγίου Αχιλλίου που υψώνεται στον αντικρινό λόφο, και μαζί με μερικά σπίτια και λίγα δέντρα, αποτελούν ένα εξαίσιο σύνολο»[13].
Μέχρι τον σεισμό της 1ης Μαρτίου του 1941 διατηρούνταν πολλά από τα νεοκλασικά αυτά κτίρια, που μερικά κτίσθηκαν στα τέλη του 19ου και τα περισσότερα στις αρχές του 20ού αιώνα. Η Κεντρική πλατεία (Θέμιδος προπολεμικά), περιβαλλόταν και από τις τέσσερες πλευρές της με θαυμάσια κτίρια αλησμόνητης ομορφιάς και λεπτής αρχιτεκτονικής τέχνης. Όμως η σεισμικότητα της περιοχής μας και οι βανδαλισμοί των ισχυρών της γης, τα τραυμάτισαν. Και όσα όμως επέζησαν δεν είχαν καλύτερη τύχη. Επιτήδειοι κατασκευαστές και φιλοχρήματοι ιδιοκτήτες, χωρίς καμιά κρατική αντίσταση, τα ισοπέδωναν και στη θέση τους οικοδομούσαν πολυώροφα κτίρια χωρίς ομορφιά, χάρη και αρχοντιά.Νέες τάσεις
Μετά το 1920, όταν στην πόλη της Λάρισας η «μέθη» για τον νεοκλασικισμό είχε αρχίσει να εξασθενεί, άρχισαν να κτίζονται αρχοντικά τα οποία είχαν αποβάλλει πολλά από τα σύνθετα και λεπτεπίλεπτα στοιχεία του νεοκλασικισμού. Τα κτίρια αυτά μορφολογικά ανήκαν στον εκλεκτικισμό του μεσοπολέμου. Ο αρχιτεκτονικός αυτός ρυθμός εκπροσωπούσε μια προσπάθεια ανανέωσης ή καλύτερα συμφιλίωσης των παλαιών προτύπων. Όσοι ακολουθούσαν το κύμα του εκλεκτικισμού για τις αρχιτεκτονικές τους συνθέσεις, φαίνεται ότι εμπνέονταν από παλιούς ρυθμούς, όπως τον βυζαντινό, τον γοτθικό, τον νεοκλασικό και άλλους και απ’ αυτούς υιοθετούσαν ότι θεωρούσαν ενδιαφέρον για να συνθέσουν τις νέες δημιουργίες τους.
Μεταπολεμικά, όταν πολλά από τα αρχοντικά αυτά διατηρούνταν έστω και λαβωμένα, υπήρξε μια θαυμάσια ευκαιρία μετά τις καταστροφές της κατοχής, η νέα πόλη της Λάρισας να αναπτυχθεί έξω από το ιστορικό κέντρο της. Χώρος άλλωστε υπήρχε. Όμως, οι οραματιστές αυτής της άποψης δεν εισακούσθηκαν. Η ευκολία με την οποία η πόλη κατέστρεψε τις τελευταίες δεκαετίες τα κτίσματά της και ουσιαστικά την ίδια την ιστορία της, φαίνεται να ξεπερνάει ακόμα και τις συμφορές που της προξένησαν κατά καιρούς τα φυσικά φαινόμενα, όπως οι σεισμοί και οι πλημμύρες, καθώς και οι βαρβαρικοί βομβαρδισμοί. Την καταστροφή αυτή δεν απέφυγαν και οι ιεροί ναοί της πόλης μας που κτίστηκαν το δεύτερο μισό του 19ου αι. Έτσι σήμερα φθάσαμε στο σημείο να θεωρούμε ότι ο αρχαιότερος ναός της πόλης μας είναι η Μεταμόρφωση στον χώρο της Ιης Στρατιάς, ο οποίος εγκαινιάστηκε στις 6 Αυγούστου 1949[14]. Τα δείγματα που παρέμειναν είναι ελάχιστα και όσο περνάει ο καιρός με διάφορα τεχνάσματα κατεδαφίζονται και μόνον η εικονογραφική αναπαράσταση μας δίνει μια ιδέα για τη χαμένη αρχοντιά της Λάρισας. Έτσι σήμερα, καθώς κανείς περιδιαβαίνει την πόλη μας, δεν έχει να θαυμάσει παρά μόνο τις θεόρατες τσιμεντένιες κατασκευές, κτισμένες η μία δίπλα στην άλλη, χωρίς ελεύθερους χώρους και πράσινο, στριμωγμένες σε έναν εναγκαλισμό αισθητικά αδιάφορο, χωρίς ομορφιά και αρχιτεκτονική έμπνευση, ώστε να χρειασθεί να κοντοσταθεί, να τις περιεργασθεί και να τις θαυμάσει. Η μορφή όλων των κτιρίων που χάθηκαν παραμένει μόνον στις αναπολήσεις των παλαιότερων που τα έζησαν, τα επισκέφθηκαν και τα περιεργάσθηκαν. Αλλά αυτοί μέρα με τη μέρα λιγοστεύουν, ενώ οι νεώτεροι θα τα θαυμάζουν από τις φωτογραφικές αποτυπώσεις που σώθηκαν, από την πένα των ζωγράφων που τα φιλοτέχνησαν και από τις περιγραφές στα ιστορικά βιβλία, στις εφημερίδες και τα περιοδικά, που αναφέρονται στη Λάρισα. Όμως θα παραμένει πάντα στους ευαισθητοποιημένους πολίτες αυτής της πόλης ένα πελώριο και αναπάντητο γιατί; Γιατί επιτρέψαμε χωρίς αντίσταση να καταστραφεί όλη αυτή η ομορφιά; Γιατί αφήσαμε να σβήσει και να εξαφανισθεί για πάντα η ιστορική αίγλη που τα περιέβαλε; και κυρίως με ποιο δικαίωμα καθημερινά διαγράφουμε ακόμη και σήμερα με εγωιστικό τρόπο τα οράματα, τις προσδοκίες, τις εμπνεύσεις και τα έργα των χειρών, των ανήμπορων πια να αντιδράσουν κατασκευαστών προγόνων μας;
[13]. Αστεριάδης Αγήνωρ, Λάρισα. Τέσσερες ακουαρέλλες και τριάντα τρία σχέδια, εισαγωγή Κίτσος Μακρής, Αθήνα (1978), χωρίς σελιδαρίθμηση.
[14]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Ο Στρατιωτικός ναός της Μεταμορφώσεως, εφ. «Ελευθερία» φύλλο της 23ης Οκτωβρίου 2016.