Μεταξύ των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης συγκαταλέγεται η καλή υγεία και ευημερία του πληθυσμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δείκτες που ερευνώνται για την κατάφαση της καλής υγείας και ευημερίας του πληθυσμού εξετάζονται -μεταξύ άλλων και- υπό την αρνητική όψη τους, δηλαδή από τις αιτίες και τον τρόπο του θανάτου των ατόμων. Αναφορικά με τις αιτίες θανάτου, σε κρίσιμο μέγεθος, ανάγονται οι εξωτερικές αιτίες νοσηρότητας και θνησιμότητας, με έμφαση στα ατυχήματα και τις αυτοκτονίες. Μια κοινωνία η οποία χάνει μέλη της σε ατυχήματα ή τα ωθεί σε αυτοεπιβαλλόμενο θάνατο, υπολείπεται -εξ απόψεως ευημερίας- έναντι μιας κοινωνίας που βιώνει τις απώλειες των μελών της λόγω «φυσιολογικών» παθολογικών αιτίων.
Οι θάνατοι από ατυχήματα, αυτοκτονίες και ανθρωποκτονίες, κατά τα έτη 2018-2021, εμφαίνονται στον ακόλουθο πίνακα:
Ειδικά ως προς τις αυτοκτονίες, το έτος 2018 ήταν η χρονιά με τις περισσότερες αυτοκτονίες, καθ’ όλο το διάστημα από το έτος 2014 έως 2021.
Ένας άλλος δείκτης της καλής υγείας και ευημερίας του πληθυσμού είναι η θνησιμότητα παιδιών μέχρι 5 ετών. Ο σχετικός δείκτης θνησιμότητας για τα έτη 2013-2022 κυμαίνεται από 3,8 σε έως 5, με τη χαμηλότερη τιμή να εμφανίζεται το έτος 2020 και την υψηλότερη το έτος 2016. Οι θάνατοι παιδιών μέχρι 5 ετών ανήλθαν για το έτος 2020 σε ποσοστό μόλις 0,25% του συνόλου των θανάτων που αφορούν σε όλο το εύρος ηλικιών, ενώ για το έτος 2016 σε ποσοστό 0,39%.
Τέλος, ως προς την ποσοστιαία χρήση προϊόντων καπνού από άτομα άνω των 15 ετών, που επίσης λαμβάνεται υπ’ όψιν ως κριτήριο καλής υγείας, τα δεδομένα είναι αρκετά ενθαρρυντικά, αποδεικνύοντας ότι η συνήθεια του καπνίσματος αποτελεί μια «μόδα του παρελθόντος», στην οποία η νέα γενιά έχει ήδη «γυρίσει την πλάτη».
Έτσι, η συντριπτική πλειοψηφία του 83% στην ηλικιακή κλίμακα 15-24 δεν καπνίζουν, με το υψηλότερο ποσοστό των καπνιστών να εντοπίζεται στις ηλικίες 35-44, αγγίζοντας το 34%, έναντι, όμως, του σχεδόν διπλάσιου ποσοστού του 62% της ίδιας ηλικιακής κατηγορίας που επιλέγουν να απέχουν από τη βλαβερή συνήθεια.
Η επίτευξη υψηλού επιπέδου υγείας και ακόμα περισσότερο ευημερίας διέρχεται μέσα από πολυσύνθετες διεργασίες. Παράλληλα, πρόκειται για έναν στόχο, ο οποίος προϋποθέτει την αλλαγή της νοοτροπίας των υποκειμένων που αφορά, γι’ αυτό και τα αποτελέσματά του γίνονται εμφανή στην πορεία του χρόνου. Άλλωστε, η αναπόφευκτη σύνδεση της υγείας με την αρνητική όψη της, δηλαδή τον θάνατο, ο οποίος δύναται να προκληθεί από πλείστους όσους μη παθολογικούς παράγοντες, αυξάνει την εξάρτηση της υγείας από άλλες κοινωνικές παραμέτρους, όπως η εγκληματικότητα και κατ’ επέκταση η δικαιοσύνη και οι θεσμοί. Ως εκ τούτων, η αναβάθμιση του συνολικού επιπέδου της υγείας του πληθυσμού δεν εξαντλείται μόνο στους κόλπους του συστήματος υγείας, αλλά εκ των πραγμάτων εμπεριέχει την αναβάθμιση του συνολικού επιπέδου της κοινωνίας.
* Η Αικατερίνη Κ. Γανίδη είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, ΠΜΣ «Ιατροδικαστική - Ψυχιατροδικαστική» Ιατρικής Σχολής Α.Π.Θ.