Το αποτέλεσμα ήταν έκπληξη για πολλούς. Οι δημοσκοπήσεις ουδόλως επαληθεύθηκαν. Μπορεί να πέρασε το «δίδυμο» που είχαν προβλέψει, αλλά όχι με τα ποσοστά που τους προσέδιδαν (να θυμίσουμε ότι ουκ ολίγες δημοσκοπήσεις είχαν αμφότερους κοντά στο 33%, ενώ κάποιες είχαν προβλέψει ως πιθανούς διεκδικητές το δίδυμο Ανδρουλάκης – Διαμαντοπούλου). Αυτός που έκανε την έκπληξη και διέψευσε τις δημοσκοπήσεις ήταν ο Παύλος Γερουλάνος που έχασε το εισιτήριο για τη δεύτερη Κυριακή για μόλις 800 ψήφους. Ποια, όμως, θα μπορούσαν να είναι τα συμπεράσματα -μέχρι στιγμής- από τη συγκεκριμένη διαδικασία;
Πρώτα-πρώτα, η συμμετοχή υπήρξε υψηλή, αλλά ουδόλως επιβεβαιώθηκαν οι εκτιμήσεις που μιλούσαν για 350.000 και πλέον ψηφοφόρους. Η συμμετοχή ήταν ανάλογη των προηγούμενων εκλογών. Μη λησμονούμε ότι με 458.000 ψήφους και 6,2% το 2019 στις εθνικές εκλογές, στις αρχαιρεσίες που ακολούθησαν, ψήφισαν 270.000 πολίτες. Με 617.000 ψήφους και 11,4% το 2023 -και 508.000 με 12,7% το 2024- πήγαν στις κάλπες 301.000. Δηλαδή σε σχέση με τις εθνικές εκλογές στην προηγούμενη κάλπη συμμετείχε το 58,9% των ψηφοφόρων και στη φετινή το 48,8%. Ποσοστό σαφώς χαμηλότερο, αλλά εξαιρετικά υψηλό εάν αναλογιστούμε ότι δεν υπάρχουν πολλά κόμματα στον κόσμο όπου το 50% περίπου των ψηφοφόρων τους εγγράφονται και ψηφίζουν (ως μέλη ή ως φίλοι) σε μια εσωκομματική διαδικασία ανάδειξης αρχηγού. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα δε δείχνει σημαντική διεύρυνση των κοινωνικών ορίων του ΠΑΣΟΚ. Δεν επαληθεύει απόψεις για κινηματική διαδικασία συμμετοχής στα εσωκομματικά τεκταινόμενα.
Δεύτερον, η «χωροταξική διχοστασία» που εντοπίστηκε στις τελευταίες εκλογές αποτυπώθηκε και στις εσωκομματικές. Υπάρχουν δύο ΠΑΣΟΚ. Του κέντρου και της περιφέρειας. Τα αστικά κέντρα επιλέξανε Γερουλάνο και Διαμαντοπούλου και η περιφέρεια Ανδρουλάκη και Δούκα. Στο ιδιότυπο «μπραντ εφέρ» κέρδισε η περιφέρεια με βραχεία κεφαλή. Ωστόσο, δίχως τα αστικά κέντρα είναι αδύνατον ένα κόμμα να πρωταγωνιστήσει. Συνεπώς, η επόμενη ηγεσία του ΠΑΣΟΚ -όποια κι αν είναι- ξεκινάει με ένα στρατηγικό μειονέκτημα. Τη μη αποδοχή της από τις περιφέρειες που κατοικεί το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας (Αττική και Α’ Θεσσαλονίκης).
Τρίτον, κανένα από τα πρόσωπα που πέρασαν στον δεύτερο γύρο δεν υπηρετεί μια λογική αμφίπλευρης διεύρυνσης. Ο μεν Ανδρουλάκης διαρκώς διακηρύσσει την «αυτονομία» του χώρου (η οποία, όμως, δε διασφαλίζεται από κάποια «ιδεολογική καθαρότητα», αλλά από την αποτροπή παρέμβασης εξωγενών παραγόντων στις εσωτερικές διαδικασίες του ΠΑΣΟΚ, που ουδόλως αποτράπηκε, όπως έδειξαν και τα αποτελέσματα), ο δε Δούκας συγχέει τον διάλογο για την κεντροαριστερά με τον πολιτικό αναμηρυκασμό λαϊκίστικων θέσεων και τσιτάτων που ενδημούσαν στην πολιτική σκηνή της χώρας την περίοδο 2012-2015 με καταστρεπτικές συνέπειες.
Χάθηκε, λοιπόν, η τελευταία ευκαιρία ολικής επαναφοράς του ΠΑΣΟΚ στην πολιτική σκακιέρα; Ίσως είναι νωρίς να απαντήσουμε. Τέτοια εποχή του χρόνου θα γνωρίζουμε την απάντηση. Σίγουρα, όμως, χάθηκε μια σημαντική ευκαιρία. Από αυτές που στην πολιτική και στη ζωή δε συναντάς συχνά…