Στη συλλογή μου κατέχω ένα μέρος του αρχείου του, το οποίο βρέθηκε στα χέρια μου, χάρη σε μια ευγενή παραχώρηση εκ μέρους μιας κυρίας, η οποία θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία της. Το αρχείο αυτό περιέχει μεγάλη ποικιλία εγγράφων, επιστολές, αλληλογραφία εμπορική, μισθοδοτικές καταστάσεις, καταλόγους υπαλλήλων και εργατών και άλλα πολλά, που έχουν σχέση κυρίως με τη «Γεωργική Εταιρεία Εκμεταλλεύσεως Χασσάμπαλης (Άτραξ)» και αφορούν την περίοδο 1910-1924. Επίσης περιέχει ημερολόγιο των δραστηριοτήτων του, γραμμένο με κοινό μολύβι Faber σε ένα πολυσέλιδο τετράδιο, το οποίο όμως διαβάζεται με δυσκολία λόγω της πολυκαιρίας και ένα άλλο ημερολόγιο με την περιπετειώδη αναχώρησή του για την Ιταλία σιδηροδρομικώς, μαζί με τα υποχωρούντα γερμανικά στρατεύματα, τον Οκτώβριο του 1944.
Στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε εν συντομία στην «περίεργη» αυτή προσωπικότητα της προπολεμικής Λάρισας, βασιζόμενοι σε ιστορικά τεκμήρια, έγγραφα, δημοσιεύσεις ιστορικών ερευνητών, προσωπικές αναμνήσεις ατόμων που τον γνώρισαν και τον περιέβαλαν με τη φιλία τους και σε πληροφορίες από τους κατιόντες συγγενείς του.
Η ύπαρξη της οικογένειας Βιανέλλι στην Ελλάδα ανιχνεύεται για πρώτη φορά το 1870 στον Βόλο, όπου βρέθηκε ο αρχηγός της οικογένειας Giakomo (Ιάκωβος) Vianelli, ο οποίος ασχολήθηκε ενεργά με το εισαγωγικό εμπόριο. Στον λογότυπο των εγγράφων αλληλογραφίας αναφέρεται ότι η επιχείρησή τους ιδρύθηκε το 1870. Η εταιρεία έκανε κυρίως εισαγωγές γεωργικών και άλλων εργαλείων και μάλιστα διέθετε δικό της ατμόπλοιο το οποίο συνέδεε την Ελλάδα με τα εμπορικά λιμάνια της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας, που την περίοδο εκείνη ανήκαν στην οθωμανική αυτοκρατορία[1]. Η οικογένεια του Ιάκωβου Βιανέλλι ήταν πολυμελής. Απέκτησε εννέα τέκνα, ένα εκ των οποίων ήταν και ο Ιούλιος, ο οποίος γεννήθηκε στις 13 Μαΐου 1872 στον Βόλο. Από τα υπόλοιπα οκτώ αδέλφια του γνωστά από διάφορες πηγές είναι ο Alfred, ο οποίος διατήρησε την οικογενειακή επιχείρηση στον Βόλο που είχε ιδρύσει ο πατέρας του, ο Victor ο οποίος διετέλεσε εφημέριος των καθολικών του Βόλου στο διάστημα 1931-1940 και η Ludmilla, η οποία παντρεύτηκε στον Βόλο το 1906[2]. Αναφέρεται ακόμα στις πηγές και ο Κάρολος (Carlo ) Βιανέλλι, ο οποίος σπούδασε ιατρική, αλλά βρέθηκε το 1872 στο Μεταξοχώρι μαζί με το ζεύγος των Φάβρ, ως διευθυντής στις γεωργικές και κτηνοτροφικές επιχειρήσεις των τελευταίων. Για την παρουσία του Κάρολου στη Ρέτσιανη (Μεταξοχώρι), παρέα με το ζεύγος Φάβρ, υπάρχουν ενδιαφέροντα ιστορικά τεκμήρια, τα οποία θα αποτελέσουν θέμα σε ένα άλλο κείμενό μας. Συγγενικά ο Κάρολος ήταν αδελφός του Ιάκωβου, πατέρα του Ιουλίου Βιανέλλι.
Ο Ιούλιος Βιανέλλι εγκαταστάθηκε στη Λάρισα σε νεαρή ηλικία με σκοπό να αναπτύξει εδώ τις επαγγελματικές του ανησυχίες. Γνωρίζουμε ότι το 1896 ο Αγγλος γεωλόγος William Brindley ίδρυσε στη Χασάμπαλη την εταιρεία βρετανικών συμφερόντων «Verde Antico Marble Company»[3] στην οποία τοποθετήθηκε υποδιευθυντής των λατομείων ο Ιούλιος Βιανέλλι. Στην ίδια επιχείρηση των λατομείων πράσινου λίθου εργάσθηκε πιο πριν και ο γνωστός χαρτογράφος Μιχαήλ Χρυσοχόου[4]. Κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 είναι γνωστό ότι ο Βιανέλλι πρόσφερε υπηρεσίες στον ελληνικό πληθυσμό που παρέμεινε στην πόλη[5]. Στις αρχές του 20ού αι. λέγεται ότι «αυτοδιορίσθηκε» άμισθος υποπρόξενος αρχικά και εν συνεχεία πρόξενος της Ιταλίας στη Λάρισα, τίτλο τον οποίο διατήρησε, με κάποια υπεροψία, μέχρι τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Το 1908 πληροφορούμαστε από την εφημερίδα «Σάλπιγξ» της Λάρισας ότι απέκτησε κόρη, στην οποία δόθηκε το όνομα Σύλβια.
Στα πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας του 1910 αναφέρεται ότι: «Μετά του ευγενούς και δραστηρίου υποπροξένου της Ιταλίας εν Λαρίση κ. Ιουλίου Βιανέλλη εξετελέσαμεν μακράν έρευναν εις Χασάμπαλην και εκείθεν δια Νέσσωνος εις Μέγα Κεσερλί. Ο κ. Βιανέλλης ών διευθυντής των λατομείων της Αγγλικής Εταιρείας και επιμελέστατος μελετητής της αρχαιότητος, κέκτηται εν Λαρίση και μικράν συλλογήν αρχαιοτήτων»[6].
Το 1910 εκτός από την εργασία του στα λατομεία, ιδρύει και την «Γεωργική Εταιρεία Εκμεταλλεύσεως του κτήματος Χασσάμπαλης (Άτραξ)» με έδρα τη Λάρισα, της οποίας αναλαμβάνει Γενικός Διευθυντής. Σ’ αυτήν εργάζονταν πάνω από εκατό άτομα στη γεωργική παραγωγή, με τη χρήση σύγχρονων μηχανικών μέσων, καθώς και στην εκτροφή ζώων και στην κτηνοτροφία. Στο αρχείο του υπάρχουν εκατοντάδες έγγραφα τα οποία αναφέρονται στη δραστηριότητά αυτή. Η Φωτοθήκη Λάρισας θα τα μελετήσει και θα τα δημοσιεύσει. Στο σημερινό κείμενο δημοσιεύουμε τον λογότυπο και τη σφραγίδα της επιχείρησης.
Διέμενε στη Λάρισα και συμμετείχε ενεργά στις κοινωνικές και κοσμικές εκδηλώσεις της πόλεως. Είχε δημιουργήσει στενότατες φιλίες με πολλούς εκλεκτούς συμπολίτες του και παρ’ όλον ότι διατήρησε την ιταλική υπηκοότητα συμπεριφερόταν σαν Έλληνας.
Το 1940, με την κήρυξη του πολέμου με την Ιταλία, συνελήφθη από τις ελληνικές αρχές και απελάθηκε στην Ιταλία. Όμως κατά την ιταλική κατοχή της χώρας ξαναγύρισε και εξελίχθηκε σε ισχυρό παράγοντα των Ιταλών και κατόπιν των Γερμανών και έφθασε στο σημείο να κατηγορεί και να καταδίδει στις κατοχικές αρχές παλιούς Έλληνες φίλους του. Το ίδιο διάστημα υποχρέωνε προέδρους Κοινοτήτων και διαφόρων συλλόγων και σωματείων του νομού Λάρισας να τον ανακηρύσσουν επίτιμο πρόεδρό τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τον Νοέμβριο του 1941 η διορισμένη κοινοτική αρχή του Συκουρίου τον «ανακήρυξε» επίτιμο δημότη και πρόεδρο της Κοινότητος. Την ίδια «ανακήρυξη» επανέλαβε τον Φεβρουάριο του 1942 και η Κοινότητα Μπαλτζί (Κυψελοχωρίου)[7]. Λέγεται ότι το 1943 κατέδωσε μια μεγάλη ομάδα επιστημόνων και επιχειρηματιών της Λάρισας, οι περισσότεροι των οποίων ήταν πρώην φίλοι του, με αποτέλεσμα, όσοι επέζησαν από τον τορπιλισμό του πλοίου που τους μετέφερε στην Ιταλία, να οδηγηθούν ως όμηροι σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως για δύο με τρία χρόνια. Μετά τη νίκη των συμμάχων η συνείδησή του τον υποχρέωσε να ακολουθήσει τους Γερμανούς στην υποχώρηση και τελικά κατέληξε τρόφιμος σε κάποιο άσυλο στη Βενετία. Η δραστηριότητά του κατά την κατοχή, του στοίχισε εδώ στη χώρα μας την ερήμην καταδίκη του εις θάνατον από δικαστήριο δωσίλογων. Έτσι παρ’ όλη την εκπεφρασμένη επιθυμία του να επιστρέψει στη Λάρισα μετά τον πόλεμο, ο φόβος ότι ερχόμενος θα συλληφθεί και θα φυλακισθεί τον απέτρεψε από την ιδέα αυτή. Έπειτα από λίγα χρόνια μετακόμισε στο Λέτσε (Lecce) της Νότιας Ιταλίας, απέναντι από την Αλβανία. Η κόρη του Σύλβια παντρεύτηκε τον αρχιτέκτονα Beniamino Barletti, από τους οποίους απέκτησε τον εγγονό του Nicolangelo.
Απεβίωσε σε μεγάλη ηλικία στο Lecce, στις 17 Μαΐου 1961 και ενώ ήταν τρόφιμος σε ίδρυμα, ξεχασμένος και περιφρονημένος από τους περισσότερους Λαρισαίους φίλους του, με τους οποίους είχε περάσει αξέχαστες στιγμές.
[1]. Μέρου Αγ., Έγκλημα και τιμωρία, Βόλος (2010) σελ. 106.
[2]. «Την παρελθούσαν Κυριακήν ετελέσθησαν εν Βόλω και εν τω εκεί Δυτικώ (καθολικό) ναώ οι γάμοι της συμπαθεστάτης δεσπ. Λουντμίλλας Ι. Βιανέλλη, αδελφής του υποδιευθυντού των εν Χασάμπαλη λατομείων ατραγείου λίθου κ. Ιουλίου Βιανέλλη, μετά του κ. Ρανιέρο Φοράνη…». Εφημ. «ΜΙΚΡΑ», Λάρισα, φύλλο της 18ης Οκτωβρίου 1906.
[3]. Μέλφος Βασίλης, Ο πράσινος θεσσαλικός λίθος και τα λατομεία της Χασάμπαλης, Δήμος Νέσσωνος (2009), σ. 48-56.
[4]. Ο Μιχαήλ Χρυσοχόου από το 1873 διέμενε στη Λάρισα, κοντά στην αδελφή του Αμαλία Χρυσοχόου, την μετέπειτα σύζυγο του φαρμακοποιού Κωνσταντίνου Παπασταύρου, η οποία ήταν διορισμένη από την Χριστιανική Κοινότητα Λαρίσης ως δασκάλα στο Παρθεναγωγείο της πόλης. Αρχικά ο Μιχαήλ Χρυσοχόου ασχολήθηκε με μεταλλευτικές εργασίες στην περιοχή της Χασάμπαλης και συγχρόνως εργαζόταν και ως φωτογράφος, γεγονός που φαίνεται ότι τον βοήθησε αργότερα να διακριθεί ως γεωγράφος και τοπογράφος. Αργότερα η αδελφή του Αμαλία Παπασταύρου δημοσίευσε στην εφημερίδα «Μικρά» του Θρασύβουλου Μακρή, στο φύλλο της 15ης Δεκεμβρίου του 1910, τις εντυπώσεις της από μια εκδρομή στη Χασάμπαλη. Στο κείμενό της αναφέρει ιδιαίτερα την προθυμία που επέδειξε ο Ιούλιος Βιανέλλι κατά τη διάρκεια της περιηγήσεώς τους στα ορυχεία.
[5]. ΘΕΣΣΑΛΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, Αθήναι (1935). Επετειακή έκδοση για τα πενήντα χρόνια της απελευθέρωσης της Θεσσαλίας.
[6]. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας του έτους 1910, Αθήνησιν, 1911, σελ. 184. Η τύχη της αναφερόμενης μικρής συλλογής αρχαιοτήτων του Ιουλίου Βιανέλλι αγνοείται.
[7]. Ιούλιος Βιανέλλι. Ανακήρυξη του Ιταλού Προξένου ως επιτίμου δημότου και προέδρου των Κοινοτήτων Συκουρίου και Κυψελοχωρίου, εφημ. ΦΩΝΗ περιοχής ΣΥΚΟΥΡΙΟΥ.