Είχα σοβαρούς λόγους να αισθάνομαι οργή έναντι του Ανδρέα: Ύστερα από τρία χρόνια θυσίας (ξενύχτια, αγωνίες, απομάκρυνση από την οικογένειά μου κ.λπ.) με τις επιτυχείς ενταξιακές διαπραγματεύσεις στην τότε Ε.Ο.Κ., στις οποίες συμμετείχα ως γενικός διευθυντής του τότε Υπουργείου Γεωργίας και ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Διαπραγματεύσεων, ήταν λογικό να αναμένω κάποια αναγνώριση από την Πολιτεία. Αντ’ αυτού, έλαβα ένα πρωί μία λιτή επιστολή που μου ανήγγειλε την απόλυσή μου από τη θέση του γενικού διευθυντή του Υπουργείου, βάσει του Νόμου Κουτσόγιωργα της κυβέρνησης Α. Παπανδρέου.
Και δεν ήταν μόνο αυτό. Μετά την απόλυσή μου στα πενήντα μου, έλαβα μέρος σε τρεις διαγωνισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για πρόσληψη σε ανώτερη θέση. Πέτυχα πρώτος και στους τρεις και εκεί που περίμενα την πρόσληψή μου, βρέθηκα μπροστά σε έναν πόλεμο της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου που απαιτούσε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μη με προσλάβει, για να προσληφθεί κάποιος δικός της. Αιχμή του δόρατος ήταν ο υφυπουργός για θέματα Ε.Ο.Κ. Γρηγόρης Βάρφης, ο οποίος, όπως απεδείχθη, ενεργούσε πιεζόμενος από τις πανίσχυρες τότε «κλαδικές» του ΠΑΣΟΚ. Οι κλαδικές οργανώσεις ήταν ένα νοσηρό φαινόμενο στα πρώτα χρόνια της πασοκικής διακυβέρνησης. Σημειωτέον ότι ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, υπό την πίεση των «κλαδικών» του ΠΑΣΟΚ, είχε προβεί σε σχετικό διάβημα προς τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τορν, με μεγάλη διακριτικότητα, είναι αλήθεια, όπως μου το εκμυστηρεύτηκε ο αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυς, διευθυντής του Γραφείου του Τορν, αργότερα συνεργάτης και φίλος. Δυστυχώς, ο Τορν δεν ήταν Ντελόρ για να αρνηθεί την ικανοποίηση ενός τόσο παράλογου αιτήματος. Μπροστά στον κίνδυνο να αποκλεισθώ, δεν είχα καμία στήριξη από ελληνικής πλευράς. Προσέφυγα, λοιπόν, στους συναπόφοιτους της ENGR του Παρισιού και εκείνοι κινητοποιήθηκαν αμέσως και ζήτησαν να με στηρίξουν οι δύο ισχυροί τότε Γάλλοι Επίτροποι Πιζανι και Ορτολι. Έτσι, γλίτωσα από το μένος των κλαδικών και έγινε η πρόσληψή μου.
Παρά ταύτα, η προσωπική μου γνωριμία με τον Ανδρέα Παπανδρέου απομάκρυνε κάθε υπόλειμμα οργής που είχα αισθανθεί, όπως εξηγώ στη συνέχεια. Σε κάποια Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. Πρέσβης Ντίνος Λυμπερόπουλος οργάνωσε στην πρεσβευτική κατοικία μία συνάντηση του πρωθυπουργού με ανώτερα στελέχη της Επιτροπής και των άλλων οργάνων της Ε.Ο.Κ. Τον Ανδρέα συνόδευε, ως νομικός και διπλωματικός του σύμβουλος, ο Χρήστος Μαχαιρίτσας. Γνώριζα τον Μαχαιρίτσα από κοινή μας συμμετοχή σε αποστολές στη Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία στο πλαίσιο διμερών διαπραγματεύσεων επί θεμάτων εκμετάλλευσης διασυνοριακών ποταμών (Νέστος κ.λπ.). Ο Χρήστος Μαχαιρίτσας με παρουσίασε με θερμά λόγια στον Ανδρέα κι εκείνος με δέχτηκε με τη γνωστή του γενναιόδωρη γαλαντομία. Με ρώτησε φυσικά ποιο ήταν το αντικείμενό μου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τον ενημέρωσα ότι ο τομέας της ευθύνης μου ήταν, κυρίως, οι σχέσεις με τις δώδεκα τρίτες μεσογειακές χώρες, στις οποίες περιλαμβάνονταν η Τουρκία και η Κύπρος. Ο πρωθυπουργός έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον, προσέφερε χειροφίλημα στην παριστάμενη σύζυγό μου και ζήτησε από τον Θεόδωρο Πάγκαλο, που ήταν παρών, να έχει επαφή μαζί μου. Σημειωτέον ότι είχα ήδη συνεργασία με τον Πάγκαλο στον αγώνα υπέρ των ελληνικών συμφερόντων.