Ασε μας ρε Μαράκι, τι να μου τύχει δηλαδή, απαντούσα εγώ ο έξυπνος. Τη Μαρία και τα παιδιά τα άφησα στο σπίτι στον Αγιόκαμπο κι εγώ Κυριακή βράδυ ξεκίνησα για Λάρισα, αφού η Δευτέρα είναι εργάσιμη μέρα ακόμη και το καλοκαίρι. Λίγο μετά την Αγιά το αυτοκίνητο άρχισε να ρετάρει για να με αφήσει τελικά πριν το Ελευθέριο και περίπου εκεί που περνάει το Ασμάκι. Κινητό δεν είχα αφού θα το φόρτιζα όταν έφτανα στο σπίτι στη Λάρισα... Οπότε ξεκίνησα με τα πόδια ως το Ελευθέριο με την ελπίδα να βρω κάναν άνθρωπο για να πάρω τηλέφωνο στην οδική να έρθει να μαζέψει εμένα και το αμαξάκι μου. Βράδυ καλοκαιριού, ζέστη, τα μπεκ στα διπλανά χωράφια χόρευαν το δικό τους μονότονο μπαλέτο, τσαφ, τσαφ, τσαφ, τσαααφ, τα βατράχια είχαν αναλάβει το λυρικό κομμάτι και τα κουνούπια μου ρουφούσαν αχόρταγα το αίμα. Αυτό που δεν ξεκολλούσε από το μυαλό μου βέβαια ήταν ο μάστορας και πόσα θα ήθελε για να φτιάξει το αυτοκίνητο, κι όλες οι άλλες υποχρεώσεις που θα έπρεπε να μείνουν πίσω. Κι εκεί που περπατούσα χαμένος στις σκέψεις μου, άλλαξε ο άνεμος και μου έφερε στη μύτη μου μυρωδιές που ενώ κανονικά θα έπρεπε να μου είναι αποκρουστικές, μου έφεραν μνήμες γλυκές: από τότε που ήμουν φαντάρος και υπηρετούσα τη θητεία μου στη ΔΑΚ πριν από 20 και βάλε χρόνια. Καλά λένε οι ειδικοί -και γι’ αυτό τους λένε και ειδικούς δηλαδή- ότι η όσφρηση είναι η πιο στενά συνδεδεμένη αίσθηση με τη μνήμη. Θυμήθηκα ένα καλοκαίρι όπως τώρα καλή ώρα που ήμασταν επιφυλακή για ενδεχόμενη πυρκαγιά. Η υπηρεσία μου εκείνη την ημέρα ήταν να γεμίσω την υδροφόρα νερό και να πάω στο βουνό κοντά στη μονάδα. (Βέβαια πολύ αμφιβάλλω αν η υδροφόρα θα ήταν λειτουργική σε περίπτωση φωτιάς, πρέπει να την οδήγησε κάποιος προκάτοχός μου στα αλβανικά βουνά στο έπος του ’40.) Οπως μου εξήγησαν θα έπρεπε να πάρω άλλον ένα σμηνίτη και να πάμε με το όχημα πάνω από το χωριό Δήμητρα και λίγο πριν την Ανατολή, τη γνωστή Σελίτσανη. Αφού ανεβήκαμε με την αγκομαχούσα υδροφόρα τον δρόμο, την παρκάραμε σε ένα πλάτωμα δίπλα στον δρόμο που είχε διαμορφωθεί μάλλον γι’ αυτόν τον σκοπό και περιμέναμε μην τυχόν και εκδηλωθεί φωτιά για να επέμβουμε. Ευτυχώς καμιά φωτιά δεν εκδηλώθηκε κι εμείς αράξαμε κάτω από κάτι βαθύσκια δέντρα που σκεπάζουν όλη εκείνη την περιοχή. Η υπηρεσία αυτή συνεχίστηκε για όλο το καλοκαίρι, να γεμίζω την υδροφόρα, να ανεβαίνουμε μέχρι λίγο έξω από την Ανατολή, να την παρκάρω στο πλάτωμα και να περιμένουμε. Επειδή είχε μαθευτεί ότι όποιος συνόδευε τον οδηγό την περνούσε «κοτσάνι» με ύπνο και άραγμα κάτω από τα δέντρα παρακαλούσαν οι σμηνίτες να τους πάρω μαζί μου ως βοηθούς.
Πέρασε το καλοκαίρι, έπαψαν οι υπηρεσίες έξω από το χωριό κι εγώ απολύθηκα. Αναπολώντας βέβαια τις στιγμές ξεγνοιασιάς του φανταρικού τα έβαζα με τον εαυτό μου γιατί ενώ κάθε μέρα για πολύ καιρό ήμουν έξω από την Ανατολή δεν κούνησα την αρίδα μου για να πάω να δω το πνιγμένο στα δέντρα χωριό. Με το που γίνει το αμαξάκι μου, θα πάρω τα παιδιά και το Μαράκι και θα πάω στο χωριό, σκεφτόμουν πάνω στο φορτηγό της Οδικής Βοήθειας.
***
ΕΥΤΥΧΩΣ ο μάστορας δεν μου πήρε «πολλά» όπως μου είπε, «δώσε ένα τριακοσάρι για τα ανταλλακτικά και ένα πενηντάρι για τη δουλειά και θα πρέπει να είσαι ευχαριστημένος γιατί με ταλαιπώρησε πολύ». Ευχαριστημένος βέβαια δεν ένιωσα σε καμιά στιγμή... Στο χωριό της Ανατολής ανεβήκαμε παραμονές Δεκαπενταύγουστου. Ενώ είχα προετοιμάσει την οικογένεια ότι μπορεί να μην βρούμε και τίποτα να φάμε, κι ότι θα κάναμε μια βόλτα να δούμε το χωριό και θα φύγουμε, αυτό που αντικρίσαμε δεν περιγράφεται: κοσμοσυρροή! Εντελώς διαφορετική εικόνα απ’ αυτή που θυμόμουν εγώ προ εικοσιπενταετίας που έβλεπα ένα αυτοκίνητο ανά μία ώρα... Παιδιά να περπατάνε στα καλντερίμια, η πλατεία γεμάτη, ο Αϊ-Γιώργης ανοιχτός να δέχεται τους προσκυνητές και στο διπλανό Δημοτικό Σχολείο είχε προβολή ταινίας. Καθώς περπατούσαμε πέσαμε πάνω στην Ιωάννα, φίλη της Μαρίας από τη δουλειά. Η ίδια Σελιτσιανιώτισσα που ασχολείται με τα κοινά, μέλος του πολιτιστικού συλλόγου του χωριού, η οποία ανέλαβε να μας ξεναγήσει στο χωριό. Και πού δεν μας πήγε, και τι δεν μας έδειξε: Το μονότοξο γεφύρι δίπλα στη μεγάλη βρύση με το κελαριστό και παγωμένο νερό, το εκκλησάκι της Παναγίας που από κει είδαμε από τη μία τον Θεσσαλικό κάμπο και από την άλλη τα παράλια της Αγιάς. Μα αυτό που μας έκανε πιο πολύ εντύπωση ήταν τα μουσεία! Το πρώτο το λαογραφικό, που εκεί «ζει» όλο το παρελθόν του χωριού και το άλλο το εκκλησιαστικό που φιλοξενεί εικόνες από τα δεκατέσσερα μοναστήρια που υπάρχουν γύρω από το χωριό. Εικόνες που αξίζουν να συντηρηθούν και να προβληθούν γιατί πραγματικά είναι θρησκευτικός και πολιτιστικός πλούτος.
Και όλα αυτά σε ένα πολύπαθο χωριό το οποίο αφού το έκαψαν οι Γερμανοί στην Κατοχή, έπειτα φώλιασε για τα καλά μέσα του το σαράκι του εμφυλίου μίσους. Περιπτώσεις και περιπτώσεις που αδερφός έστρεψε την κάννη του όπλου στον αδερφό, που ο άνθρωπος που σκότωσε τον πατέρα έπειτα βάφτιζε το παιδί σε ομαδική βάφτιση στην πλατεία, και η μάνα έπρεπε να «τιμά» τον νονό του παιδιού και φονιά του άντρα της.
Κι όμως οι σημερινοί κάτοικοι της Ανατολής, αν και φορείς αυτού του τραύματος, έκλεισαν την πληγή αυτή. Οι μεγαλύτεροι δεν μεταφέρουν το μίσος, τα λάθη του παρελθόντος δεν τους κάνουν εκδικητικούς και μισαλλόδοξους αλλά σοφότερους, συγχωρητικούς και ανεκτικότερους. Σαν σε ομαδική ψυχοθεραπεία στην πλατεία συζητάνε για το παρελθόν που πλήγωσε, ακόμη και σε ανοιχτές εκδηλώσεις όπως σε παρουσιάσεις βιβλίων. Ισως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα συλλογικής αυτοΐασης. Κι η νέα γενιά περήφανη για το χωριό της και την ιστορία του «αλωνίζει» στα καλντερίμια και των τριών μαχαλάδων.
Να τι θα πω στη Μαρία την επόμενη φορά που θα μου πει να αλλάξουμε το αυτοκινητάκι μας: τίποτα απ’ αυτά δεν θα βλέπαμε αν δεν με άφηνε στη μέση του δρόμου.
tharampa@gmail.com
Θανάσης Αραμπατζής