Είχε στήσει έναν μικρό ξύλινο πάγκο και δίπλα η φουφού έκαιγε μπόλικα κάρβουνα. Αναμμένα έκαναν αρκετή θράκα κάτω από την σχάρα του ψησίματος, ξεπετάγοντας κάπου-κάπου μικρές σπίθες φωτιάς.
Ύστερα, πάνω της άφηνε τα τρυφερά άσπρα καλαμπόκια να ψηθούν σιγά-σιγά έπαιρναν άλλο χρώμα ξεροψημένα άφηναν μία μυρωδιά γύρω τους, που σε τραβούσε.
Τα καλαμπόκια του καλοκαιριού και τα κάστανα του χειμώνα, καθώς τα βλέπω έτσι ωραία ψημένα λαχταριστά στο δρόμο μου, είναι αδύνατον να μην σταθώ να τα αγοράσω. Η γυναίκα εκείνη γύρω στα σαράντα, όρθια μπροστά στην αναμμένη φωτιά, άφηνε τα ψημένα καλαμπόκια ένα-ένα σχηματίζοντας κύκλο, γύρω από το τσίγκινο περβάζι της φουφούς, τα έβαζε το ένα δίπλα στο άλλο και ξεκινούσε να τοποθετεί καινούρια πάνω στα σχάρα, άσπρα άψητα,
Οι κινήσεις της καθώς την παρακολουθούσα ήταν γρήγορες, μηχανικές, σκυμμένη πάνω στη φωτιά το πρόσωπό της λίγο θλιμμένο, κι αφημένη στις σκέψεις της, δεν κατάλαβε όταν την πλησίασα και με σιγανή φωνή για να μην την φοβίσω ζήτησα να μάθω την τιμή του καλαμποκιού. Κι ας την ήξερα.
Δύο ευρώ είπε ανόρεχτα, κι έπιασε με τη λαβίδα του ψησίματος ένα ανάμεσα απ’ τα πολλά που είχε στη σειρά έτοιμα για ξόδεμα.
Θέλω νάναι ζεστό της είπα, και βάλε κι αρκετό αλάτι. Μάλιστα κυρία μου, απάντησε κι έπιασε να το ετοιμάσει. Στο διάστημα αυτό δεν έπαψα να την παρατηρώ διακριτικά με την άκρη του ματιού μου προσπαθώντας να νοιώσω, να δω τι απασχολούσε την γυναίκα αυτή που τόσο αναπάντεχα τράβηξε την προσοχή μου.
Λεπτοκαμωμένη με κοντά ίσια μαλλιά κι όμορφη ευγενική μορφή. Όλα σ’ αυτή άφηναν να καταλάβεις, πως δεν της ταίριαζε η δουλειά που έκανε, ήταν φανερό. Όμως δεν ξέρουμε πόσα είχε ίσως πολλά, που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει και τριγύριζαν διαρκώς στο μυαλό της. Προβλήματα οικονομικά, οικογενειακά, προφανώς να ανταπεξέλθει στο πολλαπλά έξοδα, υποχρεώσεις που κατακλύζουν καθημερινά τους ανθρώπους της βιοπάλης, του μεροκάματου. Λίγα χρήματα, ένα μικρό εισόδημα για να μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες του καθημερινού βίου. Άλλωστε πιστεύω πως όλοι μας έχουμε την ανάγκη ενός πρόσθετου εισοδήματος στους δύσκολους καιρούς που ζούμε.
Η τίμια και αξιοπρεπή δουλειά ποτέ δεν είναι ντροπή, κι αυτή η γυναίκα δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, για μένα είναι άξια θαυμασμού. Αξιέπαινη και ότι άλλο σπουδαίο ωχριά μπρος στην πάλη στον συνεχή αγώνα της επιβίωσης.
Είστε έτοιμη, μου είπε και μου πρόσφερε το καλαμπόκι τυλιγμένο σε άσπρες χαρτοπετσέτες, δίνοντας κι άλλες κανά δύο στο χέρι.
Ευχαριστώ, είπα σιγά και μ’ άρεσε αυτή η ιδιαίτερη περιποίηση. Άφησα τις σκέψεις μου για κείνη και έστρεψα να φύγω, αφού προηγουμένως είχαμε και οι δύο συμφωνήσει, πόσο αφόρητη ήταν και η σημερινή μέρα από τη ζέστη των 40 βαθμών Κελσίου του Αυγούστου, πού θα πάει θα δροσίσει επιτέλους να ανασάνουμε, και χαμογελώντας της ευχήθηκα νάναι καλά, της είπα καληνύχτα και μου την ανταπέδωσε σκύβοντας ευγενικά με ένα ίδιο χαμόγελο. Ενώ ο ιδρώτας έσταζε στο μέτωπό μας από τη φωτιά που έκαιγε δίπλα μας, μαζί με τη ζέστη της Αυγουστιάτικης νύχτας νάναι ανυπόφορη, να κόβει την αναπνοή σου.
Όμως ο ιδρώτας του μετώπου αυτής της γυναίκας ήταν διαφορετικός από τον δικό μου, ήταν της βιοπάλης, ο ιδρώτας μιας δύσκολης, μίζερης ζωής μεν, αλλά πλούσια από προτερήματα, από ωραία αισθήματα ανθρωπιάς, τιμιότητας να υπάρχουν μέσα της.
Αγάπης, καλοσύνης, υπομονής να κατακλύζουν το μέρος της καρδιάς της, ως το τέλος της πορείας στο διάβα των χρόνων της ζωής της.