Αυτή η έκρηξη αντιμεταναστευτικού και αντισημιτικού συναισθήματος θυμίζει το πολιτικό κλίμα κατά τη διάρκεια των ετών μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου στις ΗΠΑ, γνωστή ως περίοδος του Μεσοπολέμου.
Στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες διατήρησαν μια «πολιτική ανοιχτών θυρών» που προσέλκυσε εκατομμύρια μετανάστες από όλες τις θρησκείες να εισέλθουν στη χώρα, συμπεριλαμβανομένων και των εβραίων: μεταξύ 1820 και 1880, πάνω από 9 εκατομμύρια μετανάστες εισήλθαν στην Αμερική. Στις αρχές της δεκαετίας του 1880, οι Αμερικανοί ιθαγενείς – άνθρωποι που πίστευαν ότι όσοι ήταν από Βόρεια Ευρώπη ήταν ανώτεροι από αυτούς της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης – άρχισαν να πιέζουν για τον αποκλεισμό των ξένων, τους οποίους έβλεπαν με βαθιά καχυποψία. Πάντως, οι περισσότεροι από τους μετανάστες που προέρχονταν από τη Νότια, την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, θεωρούνταν τόσο διαφορετικοί στη σύνθεση, τη θρησκεία και την κουλτούρα από παλαιότερους μετανάστες που πυροδότησε μια ξενοφοβική αντίδραση η οποία χρησίμευσε για να δημιουργηθούν περισσότεροι περιοριστικοί νόμοι για τη μετανάστευση. Τον Αύγουστο του 1882, το Κογκρέσο ψήφισε τον Νόμο Μετανάστευσης ο οποίος απαγόρευε την είσοδο σε «οποιονδήποτε κατάδικο, τρελό, ηλίθιο ή οποιοδήποτε άτομο δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του χωρίς να γίνει δημόσια επιβάρυνση». Ωστόσο, η επιβολή δεν ήταν αυστηρή, με αποτέλεσμα στα τέλη του 19ου αιώνα να γεννηθεί το αμερικανικό χωνευτήρι: σχεδόν 22 εκατομμύρια μετανάστες από όλο τον κόσμο εισήλθαν στις ΗΠΑ μεταξύ 1881 και 1914. Περιλάμβαναν περίπου 1.500.000 εκατομμύρια Ευρωπαίους Εβραίους που ήλπιζαν να ξεφύγουν νόμιμα από τον μακροχρόνιο αντισημιτισμό σε πολλά μέρη της ευρωπαϊκής ηπείρου, ο οποίος περιόριζε τον τόπο διαμονής των Εβραίων, τα είδη των πανεπιστημίων που μπορούσαν να φοιτήσουν και τα είδη των επαγγελμάτων που μπορούσαν να ασκήσουν.
Οι ιθαγενείς συνέχισαν να διαφωνούν κατά των δημογραφικών αλλαγών που δημιουργήθηκαν από τη χαλαρή μεταναστευτική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, και ειδικότερα αμφισβήτησαν τον μεγάλο αριθμό Εβραίων και Νότιων Ιταλών που εισέρχονταν στη χώρα, ομάδες που πολλοί ιθαγενείς πίστευαν ότι ήταν φυλετικά κατώτερες από τους Βόρειους και Δυτικούς Ευρωπαίους. Το 1917 το Κογκρέσο ψήφισε νόμο ο οποίος απαγόρευε την είσοδο στην πλειονότητα των μεταναστών που ζητούσαν είσοδο˙ έτσι, μεταξύ 1918 και 1921, μόνο 20.000 Εβραίοι έγιναν δεκτοί στις Η.Π.Α. Αργότερα, έσφιξαν περαιτέρω τα σύνορα, ο αριθμός των Κεντροευρωπαίων που επιτρεπόταν να εισέλθουν στις ΗΠΑ μειώθηκε δραματικά: σκοπός ήταν η διατήρηση του ιδεώδους της «ομοιογένειας» των ΗΠΑ.
Το πολιτικό κλίμα του Μεσοπολέμου έχει πολλές ομοιότητες με το αντιμεταναστευτικό και αντισημιτικό περιβάλλον σήμερα. Η πλατφόρμα του Τραμπ αποτελείται σε μεγάλο μέρος από έντονη ρητορική κατά των μεταναστών˙ όπως και οι ισχυρισμοί των ιθαγενών της περιόδου του Μεσοπολέμου ότι οι άνθρωποι της Νότιας και της Ανατολικής Ευρώπης ήταν φυλετικά κατώτεροι, οι ισχυρισμοί του Τραμπ και των υποστηρικτών του για τους μετανάστες και τους κινδύνους που εγκυμονούν δεν είναι τίποτα άλλο από δημαγωγία. Οι ισχυρισμοί για το υψηλό ποσοστό εγκληματικότητας μεταξύ των μεταναστών δεν επιβεβαιώνονται από στατιστικά στοιχεία: οι μετανάστες είναι πολύ λιγότερο πιθανό να διαπράξουν εγκλήματα από τους ανθρώπους που γεννήθηκαν στις Η.Π.Α.
Οι ισχυρισμοί του Τραμπ σχετικά με τους κινδύνους που θέτουν οι μετανάστες ενδέχεται να μην υποστηρίζονται από γεγονότα, αλλά δείχνουν τον αυξημένο απομονωτισμό, τον δεξιό εθνικισμό των ΗΠΑ: η προσέγγιση του Τραμπ που επιτάσσει το «Πρώτα η Αμερική» είναι μια υπενθύμιση της περιόδου του Μεσοπολέμου˙ και πάλι βλέπουμε το αντιμεταναστευτικό αίσθημα και τον αντισημιτισμό να συμβαδίζουν. Στο σημερινό κλίμα, οι μουσουλμάνοι είναι επίσης εύκολοι στόχοι για μια νέα γενιά ιθαγενών, των οποίων οι φόβοι χρησιμοποιούνται προκειμένου να δικαιολογήσουν την απομάκρυνση των προσφύγων και των μεταναστών. Οπότε, με θλίψη ακόμα ίσως ηχεί στα αφτιά μας εκείνο που έλεγε ο Τσέχωφ, ότι δηλαδή, ‘’η αγάπη, η φιλία και ο θαυμασμός δεν ενώνουν τους ανθρώπους τόσο, όσο το κοινό μίσος για κάτι’’.