Ο Άρειος Πάγος αποφάνθηκε μέσα από ένα πόρισμα 290 σελίδων. Οι αρμόδιοι δεν διαπίστωσαν σοβαρές ενδείξεις – ούτε στο πλαίσιο της «αρχής της ηθικής απόδειξης» - για κανένα πρόσωπο εκ των πολιτικών και διοικητικών στελεχών που φέρονταν να είχαν εμπλοκή. Από τη στιγμή που δεν έχει δημοσιευτεί το πόρισμα κάθε σχόλιο θα ήταν αυθαίρετο. Συνεπώς, δεν θα σχολιάσουμε την κρίση των ανώτατων δικαστών.
Μπορούμε, όμως, να θέσουμε εύλογα ερωτήματα σε πολιτικό επίπεδο. Ταυτόχρονα μπορούμε να ζητήσουμε και κάποιες έλλογες απαντήσεις σε ζητήματα που προκαλούν την κοινή λογική. Σύμφωνα με την επίσημη διαρροή (όπως αναδημοσιεύτηκε με μεθοδική ευλάβεια από το σύνολο σχεδόν των μέσων ενημέρωσης) το πόρισμα βασίζεται σε έναν ορθολογικό συλλογισμό των ορισθέντων πραγματογνωμόνων. Σύμφωνα με αυτόν, από τις 116 περιπτώσεις παράνομων παρακολουθήσεων στις 28 από αυτές υπήρξαν κατά διαστήματα και νόμιμες επισυνδέσεις από την ΕΥΠ. Το ποσοστό αυτό κατά το πόρισμα των πραγματογνωμόνων ανέρχεται σε 24%, το οποίο είναι σημαντικό. Όμως, σε σχέση με τις 15.304 νόμιμες επισυνδέσεις που πραγματοποίησε η ΕΥΠ από το 2020 ως το 2023 το ποσοστό πέφτει στο 1%, κάτι που εκτιμάται από τους πραγματογνώμονες, ως εξαιρετικά χαμηλό για να στηρίξει όσα έχουν καταγγελθεί για παράλληλες παρακολουθήσεις με pretador και από την ΕΥΠ.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν, λοιπόν, είναι τα ακόλουθα:
1. Πόθεν προκύπτει ότι οι παράνομες παρακολουθήσεις σε διάστημα τριών ετών ήταν μόνον 116; Οι πραγματογνώμονες έλεγξαν το σύνολο της τριετίας και κατέληξαν σε αυτό το νούμερο; Περαιτέρω, οι 15.304 επισυνδέσεις αφορούν διαφορετικά πρόσωπα ή είναι διατάξεις επανάληψης της παρακολούθησης συγκεκριμένων προσώπων (πέραν του εκ του νόμου προβλεπόμενου αρχικού τριμήνου;)
2. Αλλά ακόμη και εάν πράγματι μόνον 116 ήταν οι παρακολουθήσεις με το Predator και η ΕΥΠ παρακολούθησε με νόμιμες επισυνδέσεις, επί τριετία 15.304 διαφορετικούς συμπολίτες μας για ποιο λόγο «παράνομοι ιδιώτες» και «νόμιμη ΕΥΠ» συνέπεσαν σε 116 περιπτώσεις; Και αυτές, αφορούσαν πράγματι υπουργούς, στρατηγούς, δημοσιογράφους, εισαγγελείς και επιχειρηματίες;
3. Εάν, λοιπόν, στους 116 συμπεριλαμβάνονται τα ανωτέρω πρόσωπα – πολλά εξ αυτών άτομα υψηλού κύρους και θεωρούμενα «υπεράνω υποψίας» - ποιο το κίνητρο της κοινής παρακολούθησης; «Παράνομοι ιδιώτες» και «νόμιμη ΕΥΠ» είδαν κάποιο κοινό όνειρο; Οραματίστηκαν από κοινού τους στόχους τους; Εάν ήταν απλή σύμπτωση, ερευνήθηκαν – έστω σε βαθμό πιθανολόγησης – τα κίνητρα αμφοτέρων;
4. Σε τελική ανάλυση, ακόμη και εάν θεωρήσουμε ότι όλα ήταν μια απλή σύμπτωση (και όχι ότι το «παράνομο λογισμικό» προσέθετε υλικό παρακολούθησης που δεν μπορούσε να αποκτηθεί μέσω των νόμιμων επισυνδέσεων, κυρίως τη λήψη εικόνων) ποιος έχει την ποινική και πειθαρχική (προφανώς όχι μόνον πολιτική) ευθύνη για το γεγονός ότι τρίτοι – μεταξύ αυτών και ξένοι υπήκοοι – όχι μόνον παραβίασαν τα προσωπικά δεδομένα και το απόρρητο της επικοινωνίας Ελλήνων πολιτών, αλλά πιθανότατα απέκτησαν πρόσβαση και σε εμπιστευτικές ή απόρρητες κρατικές πληροφορίες; Σε ποια σοβαρή χώρα του δυτικού κόσμου αυτό δεν θα αποτελούσε σκάνδαλο μεγατόνων; Σε ποια πολιτισμένη χώρα δεν θα αποδίδονταν ευθύνες σε αυτούς – που έστω λόγω αμέλειας ή πρόδηλης ανεπάρκειας – ευτέλισαν κάθε έννοια αντικατασκοπίας και επιτρέψαν να παρακολουθείται επί μακρόν σημαντικό τμήμα της πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής ηγεσίας της χώρας;
5. Εντέλει, εφόσον η ΕΥΠ δεν παρακολουθούσε μέσω του Predator δεν έχει ευθύνη που δεν παρακολουθούσε αυτούς που παρακολουθούσαν με το Predator; Δεν έχει ευθύνη που δεν τους εντόπισε και δεν τους συνέλαβε εγκαίρως; Έπρεπε οι δημοσιογράφοι – που δεν έχουν νόμιμα τεχνολογικά μέσα παρακολούθησης – να κάνουν τη δική της δουλειά; Και για αυτήν την παταγώδη επιχειρησιακή αποτυχία, ουδείς ευθύνεται;