Οι προοδευτικές κυβερνήσεις που εξελέγησαν τη διετία 2021-2022 σε Ονδούρα, Κολομβία, Χιλή, Βραζιλία και Περού δεν έχουν καταφέρει να αλλάξουν τη μοίρα μιας γεωγραφικής περιοχής που δυστυχώς συνεχίζει να μαστίζεται από τη φτώχεια (το 10% του πληθυσμού εξακολουθεί να ζει σε συνθήκες απόλυτης ή σχετικής φτώχειας) και από την ανισότητα (το πιο οικονομικά ευκατάστατο 1% του πληθυσμού συγκεντρώνει περίπου το 38,5% του πλούτου, ενώ το φτωχότερο 50% μόνο το 10%), σύμφωνα με στοιχεία του ΟΑΣΕ που δόθηκαν στη δημοσιότητα στις αρχές της φετινής άνοιξης.
Καθοριστικές ως προς τα παραπάνω είναι οι διεθνείς οικονομικές εξελίξεις. Σε ό,τι αφορά την αλληλεπίδραση της Λατινικής Αμερικής με τον υπόλοιπο κόσμο, παρά την απρόσκοπτη συνέχιση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων, ιδίως στο βόρειο τμήμα της Νότιας Αμερικής (Βενεζουέλα, Κολομβία, Περού, Βολιβία), το σύνολο της αξίας των εξαγωγών για την περιοχή της Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής υποχώρησε κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες. Πρόκειται για κρίσιμο πλήγμα για τις χώρες αυτές, καθώς οι εξαγωγές διαδραματίζουν ιστορικά καθοριστικό ρόλο (περίπου το 1/4, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2023) ως προς το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) αυτής της γεωγραφικής περιοχής-γέφυρας για τον κόσμο, με δεδομένη τη σημασία που της αποδίδουν οι πρωταγωνιστές της διεθνούς οικονομικής και διπλωματικής ζωής, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Κίνα.
Στο οικονομικό πεδίο, τα βλέμματα συγκεντρώνει αναμφίβολα η Αργεντινή. Οι προσπάθειες του Χαβιέ Μιλέι να υλοποιήσει τις προεκλογικές του εξαγγελίες «δολαριοποιώντας» την οικονομία έχουν μέχρι στιγμής αποδώσει κάποιους καρπούς, με βάση εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών για πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, έπειτα από αρκετά χρόνια. Ωστόσο, οικονομικές μεταρρυθμίσεις, όπως οι περικοπές στα κονδύλια για την ανώτατη εκπαίδευση, μαζικές συγχωνεύσεις και ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων υπηρεσιών και κατάργηση κοινωνικών επιδομάτων, έρχονται αντιμέτωπες με τις πιο ογκώδεις διαδηλώσεις από την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2002, καθώς και με την επακόλουθη καταστολή από τις δυνάμεις ασφαλείας. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση της Αργεντινής δεν σταματά να βάλλει κατά «εξωτερικών εχθρών», προκαλώντας διπλωματικά επεισόδια με τις κυβερνήσεις Ισπανίας και Γαλλίας, με αφορμή δηλώσεις του Προέδρου και του Υπουργού Εξωτερικών, αντίστοιχα. Παρ’ όλα αυτά, ο πρώην νεοφιλελεύθερος Πρόεδρος Μάκρι προκάλεσε προ ημερών τους πρώτους «τριγμούς» στην κυβέρνηση Μιλέι, δηλώνοντας πως «το οικονομικό πρόγραμμα του τελευταίου δεν αποπνέει πια εμπιστοσύνη». Ας τονιστεί πως η κεντροδεξιά συμμαχία Cambiemos («Ας αλλάξουμε»), της οποίας ο Μάκρι συνεχίζει να είναι ηγετική φυσιογνωμία, είναι ο ελάσσων εταίρος της συγκυβέρνησης με την παράταξη του Μιλέι, κατέχοντας τόσο υπουργικούς θώκους όσο και το «κλειδί» για την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Στην άλλη μεγάλη χώρα της περιοχής, την Βραζιλία, η κεντροαριστερή κυβέρνηση του Λούλα προσπαθεί να εμβαθύνει τις διπλωματικές της σχέσεις τόσο με την Κίνα όσο και με την Ευρώπη, αφενός μετά τις πρόσφατες εξαγγελίες για ένταξη στην «Πρωτοβουλία για τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού» και αφετέρου συνεργαζόμενη με τις ευρωπαϊκές χώρες για μια βιώσιμη λύση στο ουκρανικό, από κοινού με την Τουρκία και άλλες χώρες. Κινούμενη στο ίδιο μήκος κύματος, η αριστερή κυβέρνηση της Ονδούρας πρόσφατα απέστειλε τους πρώτους 34.000 τόνους γαρίδας προς την Κίνα, στο πλαίσιο διεθνούς εμπορικής συμφωνίας. Η συνεργασία με τα κράτη-μέλη της Mercosur, οικονομικής και –πρώιμης– πολιτικής ένωσης της Λατινικής Αμερικής που είχε δημιουργηθεί στις αρχές της χιλιετίας, είναι αναπόσπαστο τμήμα της οικονομικής επέκτασης της Κίνας στα σχέδια επέκτασης της επιρροής της, κάτι που ορισμένοι ηγέτες της περιοχής, όπως ο Μιλέι, καυτηριάζουν ως «οικονομικό ιμπεριαλισμό», επιχειρώντας να αναστείλουν τη συμμετοχή των χωρών τους σε αυτή.
Στο κοινωνικό πεδίο, τα πλέον σημαντικά προβλήματα παραμένουν η καλπάζουσα εγκληματικότητα (ιδίως στο Εκουαδόρ), αλλά και η μετανάστευση. Εκτός από την Αργεντινή, τόσο στον Παναμά όσο και στη Γουατεμάλα, οι πρόσφατες συντηρητικές πολιτικές μετατοπίσεις ρίχνουν το βάρος στην αντιμετώπιση της τελευταίας, καθώς, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, περίπου 500.000 άνθρωποι, μεταξύ αυτών 30.000 παιδιά, διέσχισαν, με κίνδυνο της ζωής τους, τη ζούγκλα του Ντάριεν από την Κολομβία προς τον Παναμά, ενώ περίπου 1.000.000 μετανάστες πέρασαν από τη Γουατεμάλα στο Μεξικό το 2023, σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης, κατά κύριο λόγο στις ΗΠΑ και τον Καναδά.
Το συγκεκριμένο ζήτημα, μαζί με αυτό των μεταρρυθμίσεων του συνταξιοδοτικού συστήματος και της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους, βρίσκονται στο επίκεντρο της δημόσιας αντιπαράθεσης τόσο στην Κολομβία όσο και στη Χιλή, δύο εκ των χωρών στις οποίες επικράτησαν υποψήφιοι της Αριστεράς για πρώτη φορά στην ιστορία το 2021 και το 2023, αντίστοιχα. Η δημοτικότητα αυτών των κυβερνήσεων βρίσκεται σε –αισθητά μεν, δικαιολογημένα δε– ελαφρώς φθίνουσα πορεία, κυρίως λόγω της επονομαζόμενης «φθοράς της εξουσίας», παρότι, σε γενικές γραμμές, προσπαθούν να υλοποιήσουν τις αρχικές ριζοσπαστικές προγραμματικές τους δεσμεύσεις. Το αντίθετο ισχύει στην περίπτωση του Περού, όπου η δημοφιλία της προσωρινής προέδρου Ντίνα Μπολουάρτε βρίσκεται εδώ και μήνες σε καθίζηση (6% σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις), ελέω πολιτικής αστάθειας. Αυτήν ακριβώς την αστάθεια επιχειρούν να εκμεταλλευτούν πολιτικά ακροδεξιά κόμματα όπως αυτό του Αλμπέρτο Φουτζιμόρι, ο οποίος, αφού εξέτισε ποινή δέκα και πλέον ετών για διαφθορά, αποφυλακίστηκε με την υπόσχεση να είναι υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2026.
Σε πολιτικό επίπεδο, ομοιότητες παρουσιάζουν επίσης, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, το Μεξικό και η Ουρουγουάη. Στο Μεξικό η Κλαούντια Σάινμπαουμ επαλήθευσε τα προγνωστικά, καθώς στις 2 Ιουνίου έγινε η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος της χώρας, εκλεγμένη μάλιστα από τον πρώτο γύρο με ποσοστό κοντά στο 60%. Έτσι, η συμμαχία του κεντροαριστερού MORENA με το οικολογικό PVEM και το αριστερό PT διατήρησε τον έλεγχο της κυβέρνησης της χώρας, η οποία όμως θα αναλάβει καθήκοντα τον Σεπτέμβρη, καλούμενη να συνεχίσει τον αγώνα κατά των συμμοριών ναρκωτικών και υπέρ της κοινωνικής σύγκλισης, με σεβασμό στις τοπικές ιθαγενείς κοινότητες, οι οποίες, ουκ ολίγες φορές, είχαν διαμαρτυρηθεί κατά των τουριστικών επενδύσεων στις νότιες πολιτείες, γνωστών και ως «Τρένο Μάγια» (TrenMaya). Στη δε Ουρουγουάη η ταυτόχρονη διεξαγωγή προεδρικών και βουλευτικών εκλογών έχει προγραμματιστεί για τις 27 Οκτωβρίου, με τις μέχρι τώρα ενδείξεις (Εικόνα1) να προμηνύουν την επικράτηση του προοδευτικού συνασπισμού «Ευρύ Μέτωπο» (FrenteAmplio) υπό τον Γιαμαντού Όρσι. Να σημειωθεί ότι οι κεντροαριστερές δυνάμεις ήταν επί 15 συναπτά έτη (2004-2019) η κυβερνώσα δύναμη, πορεία που διακόπηκε από την οριακή επικράτηση του δεξιού Λουίς Λακάγε Που το 2019.
Τέλος, οι πλέον πολυσυζητημένες εξελίξεις το τελευταίο διάστημα στη Λατινική Αμερική αφορούν δύο χώρες των οποίων τα ηνία στο πρόσφατο παρελθόν κράτησαν χαρισματικοί ηγέτες, ταυτισμένοι με την ιστορική πορεία του αριστερού κινήματος στην περιοχή. Ο λόγος για τους Έβο Μοράλες και Ούγκο Τσάβες στη Βολιβία και τη Βενεζουέλα, αντίστοιχα.
Ο πρώτος, σε συνέντευξη που παραχώρησε πρόσφατα στην ισπανική εφημερίδα ElPaís, προανήγγειλε την επιστροφή του ενόψει των βουλευτικών εκλογών του 2026, καταγγέλλοντας μάλιστα την τωρινή κυβέρνηση του Λουίς Άρτσε για «δεξιά στροφή» και παρεμπόδιση της υποψηφιότητάς του. Αυτά συμβαίνουν παρότι ο τελευταίος προέρχεται από το κίνημα ΜΑS, που είχε ιδρύσει ο Μοράλες. Ο τελευταίος είχε μάλιστα στηρίξει δημόσια τον Άρτσε στις εκλογές του 2021, μετά το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα που είχε οδηγήσει στην ανατροπή της εκλεγμένης αριστερής κυβέρνησης, και τη συνεπακόλουθη φυλάκιση του Μοράλες. Προκαλεί λοιπόν αίσθηση το γεγονός ότι τώρα καταγγέλλει τη σημερινή κυβέρνηση ότι στην πραγματικότητα εκείνη ενορχήστρωσε το πρόσφατο στρατιωτικό πραξικόπημα στη χώρα, ώστε να ενισχύσει τη θέση της έναντι των πολιτικών της αντιπάλων, κάτι που κατά πολλούς ομοιάζει με ο,τι συνέβη στην Τουρκία το 2017.
Ο Ούγκο Τσάβες, πάλι, αφού άφησε την τελευταία του πνοή του 2012, άφησε τη θέση του στον Νικολάς Μαδούρο, οι τρεις θητείες του οποίου στον προεδρικό θώκο έχουν ξεσηκώσει θύελλα βίαιων αντιπαραθέσεων εντός της χώρας αλλά και διπλωματικές διενέξεις στο εξωτερικό.
* Ο Άρης Παπαδόπουλος είναι Επιστήμονας,
ΜSc Θεσμοί & Πολιτική Οικονομία,
Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης