Από την άλλη, οι επενδύσεις δεν καταγράφουν τις προβλεπόμενες εξελίξεις. Οι προβλέψεις από το 2022 για αύξηση των επενδύσεων είναι περίπου οι διπλάσιες από αυτές που τελικά επιβεβαιώνονται. Έτσι, το 2022 προβλεπόταν αύξηση των επενδύσεων κατά 21,9%, ενώ το τελικό αποτέλεσμα ανερχόταν μόνο στο 10%! Το 2023 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 15,5% και 7,1%! Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι το αποτέλεσμα αυτό προσδιορίζεται από τις εγκρίσεις και όχι από τις επενδύσεις που υλοποιήθηκαν, οι οποίες εύλογα είναι λιγότερες (βλ. Πίνακα 1).
ΠΙΝΑΚΑΣ 1 – Βασικά μεγέθη της Ελληνικής Οικονομίας
Πηγή: Εισηγητικές Εκθέσεις για τον Κρατικό Προϋπολογισμό
Οι ανωτέρω εξελίξεις δε μειώνουν θεαματικά το επενδυτικό κενό της χώρας, 90 δισ. ευρώ κατά τους πίνακες Penn World Tables του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνιας (2010-16) και 130 δισ. ευρώ σύμφωνα με την έκθεση Πισσαρίδη (2020). Τέλος, το εν λόγω επενδυτικό κενό ενισχύεται από την ατέρμονη αποβιομηχάνιση της χώρας. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι σημαντικές βιομηχανίες κατέβασαν τα ρολά τους από το 2019 ως σήμερα (Frigoglass, Schneider Electric, Pipelife, Crown Hellas, ΓΙΟΥΛΑ, ΔΕΛΤΑ, BSH Pitsos, Reckitt Benckiser, Tupperware, ΕΒΙΕΝ και η Sonoco). Την απειλή της αποβιομηχάνισης και ειδικότερα τη συρρίκνωση της δραστηριότητας των ευαίσθητων κλάδων της μεταποίησης, όπως και της εξόδου των ξένων επενδύσεων από την Ελλάδα, λόγω Ενιαίας Αγοράς (1993), την είχαμε προβλέψει με μεγάλη ακρίβεια 35 χρόνια περίπου πριν. Και δεν ήμασταν οι μόνοι φυσικά (βλ. ενδεικτικά, μελέτη Mardas, Varsakelis «The Impact of the Internal Market by industrial sector – Greece», European Economy, 1990).
Αναφορικά με τις Ξένες Άμεσες Επενδύσεις, αυτές συνδέονται περισσότερο με αγορές ακινήτων, με τα χρηματοοικονομικά και με άλλες δραστηριότητες (με χαμηλό πολλαπλασιαστή), παρά με την παραγωγή και ιδιαίτερα τις επενδύσεις στη βιομηχανία. Κακώς αυτές οι εισροές του κεφαλαίου για αγορές ακινήτων ή για επενδύσεις χαρτοφυλακίου χαρακτηρίζονται ως Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (βλ. Διάγραμμα 1).
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1 – Ξένες Άμεσες Επενδύσεις
Πηγή: ΟΟΣΑ
-Ως προς το ΑΕΠ, αναλυτικότερα, πέρα από τις ποσοστιαίες αυξήσεις του, η ποιοτική ανάλυση αυτών των εξελίξεων δε δίνει ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Μεγάλο βάρος στην παρατηρούμενη άνοδο φέρει, όπως προαναφέρθηκε, η αύξηση της κατανάλωσης. Η τελευταία, όμως, επιβαρύνει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας με εισαγωγές. Από το 2020 και μετά το έλλειμμά του βρίσκεται στα ύψη, παρά την πρόσφατη ελαφρά πτωτική του πορεία (6,3% - 10,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 2020).
Ορισμένοι σύνδεσαν το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών με τη δυναμική των επενδύσεων, τονίζοντας ότι οι τελευταίες, μέσω των αναγκών που προκαλούνται σε μηχανολογικό εξοπλισμό και σε οτιδήποτε σχετικό, οδήγησαν στην εκτίναξη του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου και κατ’ επέκταση επηρέασαν με δυσμένεια το ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών.
Αυτή η εκτίμηση, όμως, δεν επαληθεύεται και αυτό αποδεικνύεται από την αναλυτική παρουσίαση των εισαγωγών τη περιόδου 2020-23 (βλ. Πίνακα 2). Ιδιαίτερη μεγάλη αύξηση και βαρύτητα στις εισαγωγές κατέχουν τα καταναλωτικά και ενδιάμεσα προϊόντα και όχι όσα συνδέονται με την επενδυτική δραστηριότητα.
Πιο συγκεκριμένα, σημαντικό μερίδιο και σχετικά υψηλό ρυθμό αύξησης στις εισαγωγές κατά την περίοδο 2020-23, σύμφωνα με τα δεδομένα της βάσης δεδομένων, της Comtrade, κατέγραψαν τα ακόλουθα προϊόντα: Τα τρόφιμα, τα φάρμακα, τα προϊόντα ήχου-τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός, τα διαφορά καταναλωτικά προϊόντα (ένδυση, υπόδηση), οι πρώτες ύλες, τα καύσιμα, τα πλαστικά, ο σίδηρος και το ατσάλι, τα μεταλλικά αντικείμενα, ο εξοπλισμός θέρμανσης-ψύξης και τα οχήματα.
Οι μηχανές και ο βιομηχανικός εξοπλισμός δεν αντιπροσωπεύουν υψηλό ποσοστό στο σύνολο των εισαγωγών, ούτε οι κλάδοι που ανήκουν σε αυτές τις κατηγορίες κατέγραψαν θεαματική άνοδο, λόγω απουσίας επενδύσεων ιδίως στη βιομηχανία. Λίγες αυξήσεις καταγράφηκαν στις εξειδικευμένες μηχανές για τη βιομηχανία (που αντιπροσωπεύουν, όμως, μόνο το 1,4% του συνόλου των εισαγωγών). Στην κατηγορία αυτή σημειώνεται, βέβαια, ότι ανήκουν οι αγροτικές μηχανές, όπως και τα τρακτέρ. Επίσης, άνοδο κατέγραψαν οι ηλεκτρικές μηχανές (με αντίστοιχο ποσοστό 4,6%). Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν, όμως, και προϊόντα που χρησιμοποιούνται εκτός της βιομηχανίας (π.χ. στην ιατρική), όπως και από τα νοικοκυριά (βλ. αναλυτικότερη παρουσίαση στον Πίνακα 2).
ΠΙΝΑΚΑ 2 – Εισαγωγικό εμπόριο της Ελλάδας
Παρατηρήσεις
* Ενδιάμεσα και καταναλωτικά προϊόντα.
** Καταναλωτικά και κεφαλαιουχικά προϊόντα.
(α) Κλάδοι που δε σχετίζονται στο σύνολό τους μόνο με τις νέες επενδύσεις, όπως:
Κατηγορία 69: Υπάρχουν πολλά καταναλωτικά προϊόντα στον κλάδο, όπως π.χ. εξοπλισμός νοικοκυριών σε μεταλλικά προϊόντα (691).
Κατηγορία 71. Ο κλάδος 711 που αναφέρεται στους λέβητες παραγωγής ατμού αντιπροσωπεύει το 4,1% της κατηγορίας 71 και εμπεριέχει προϊόντα και για τα νοικοκυριά.
Κατηγορία 72. Οι αγροτικές μηχανές (721), τα τρακτέρ (722) και οι εκτυπωτικές μηχανές (726) αντιπροσωπεύουν το 29% των προϊόντων της κατηγορίας αυτής.
Κατηγορία 74. Ο εξοπλισμός για θέρμανση-ψύξη (741) χρησιμοποιείται κυρίως από τα νοικοκυριά και αντιπροσωπεύει το 31,8% της κατηγορίας αυτής.
Κατηγορία 76. Τα προϊόντα ήχου και ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός χρησιμοποιούνται εν πολλοίς από τα νοικοκυριά.
Κατηγορία 77. Οι κλάδοι, που δεν έχουν σχέση με τις επενδύσεις στη βιομηχανία, όπως του διαγνωστικού εξοπλισμού της ιατρικής (774) και του ηλεκτρικού εξοπλισμού των νοικοκυριών (775), αντιπροσωπεύουν το 28% των εισαγωγών της κατηγορίας αυτής.
Από την ανωτέρω καταγραφή διαπιστώνεται ότι τα καταναλωτικά προϊόντα έχουν τη μερίδα του λέοντος στις εισαγωγές. Σημαντική θέση κατέχουν, επίσης, οι πρώτες ύλες και άλλα ενδιάμεσα προϊόντα που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική δραστηριότητα των ήδη υφιστάμενων εταιριών.
Ο μηχανολογικός εξοπλισμός και τα ενδιάμεσα προϊόντα που εξυπηρετούν την επενδυτική δραστηριότητα αντιπροσωπεύουν περίπου το 7% των συνολικών εισαγωγών. Κατέχουν, λοιπόν, δευτερεύουσα θέση, μην μπορώντας να θεωρηθούν ως η κύρια συνιστώσα ερμηνείας του μεγάλου ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, καθώς η βιομηχανία και οι νέες επενδύσεις στον τομέα αυτόν είναι ο φτωχός συγγενής της εγχώριας οικονομίας.
* Ο Δημήτρης Μάρδας είναι καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θ., πρ. αν. υπουργού Οικονομικών και υφ/γού Εξωτερικών.