Το σχόλιο της Δευτέρας

Δημοσίευση: 22 Ιουλ 2024 10:21

Το σπίτι στο χωριό

Τίγκαρα το πορτμπαγκάζ με πράματα και προμήθειες, και ξεκίνησα νωρίς – νωρίς για το χωριό. Όσο κι αν εκσυγχρονίστηκαν οι δρόμοι, θες - δε θες κανένα τρίωρο για να πιάσεις τα ορεινά της Πίνδου; Κι εγώ χρειαζόμουν τη μέρα μπροστά μου. Ν’ ανοίξω το παλιό πατρικό και να αναμετρηθώ με τα «χαΐρια» που σίγουρα θα σώρευσε η κλεισούρα του χειμώνα.

Ο άνθρωπος μεγαλώνει από τότε που αποκτάει ευθύνες. Κάποτε, ανέμελα παιδιά, με το που φτάναμε στο χωριό για παραθέριση, πηδούσαμε απ’ τ’ αμάξι, γέλια, φωνές, τρεχαλητό, να πάμε να συναντήσουμε τις καλοκαιρινές παρέες στην πλατεία. Και ποιος νοιάστηκε για το σπίτι... Α, ρε πατέρα... Πόσο λείπεις...
Το κλειδί στην πόρτα που δυσκολεύεται να γυρίσει απ’ τη σκουριά, η αποφορά της μούχλας και της υγρασίας και τα σκονισμένα στρώματα. Γνώριμες καταστάσεις... Πράγματα στοιβαγμένα δω και κει, κουβέρτες, παπλώματα, υφαντά που πέρασαν από γενιά σε γενιά και «θάφτηκαν» στα σεντούκια, περιμένουν τον ευεργέτη ήλιο να ξαναμπεί απ’ το παράθυρο και να φέρει ισορροπίες. Να μπει αγέρας δυνατός, ορμητικός, βουνίσιος και να βασιλέψει ξανά η φρεσκαδούρα... Αλλά μην τα φοβάσαι αυτά τα σπίτια. Καμένα απ’ τους Γερμανούς δυο και τρεις φορές, ξαναχτίστηκαν μόλις τα παιδιά της κατοχής κατέβηκαν στις πόλεις, δούλεψαν κι έκαναν ένα μικρό κομπόδεμα. Φτηνοκατασκευές ήτανε, τσιμεντόλιθοι, σκεπές με τσίγκια, μα άντεξαν τα «παλιοντούβαρα».
Και στον χρόνο, και στους σεισμούς, και στα χιόνια, μες στα οποία θάβονταν τους φοβερούς χειμώνες. Κάποιοι κορόιδευαν αυτά τα «βλαχάκια». Άντε ρε ψωριάρηδες, τους έλεγαν. Σε σπίτι νοικιαστό μένετε στη Λάρισα και μου θέλετε και εξοχικό στα κωλοχώρια σας; Ποιος αστόχαστος, όμως, να καταλάβει ότι, ασύνειδα, όλη αυτή η γενιά που γύριζε στο χωριό, για να ξαναχτίσει στα ερείπια της πατρικής εστίας, εκπλήρωνε ένα άτυπο χρέος τιμής προς τους προγόνους της; Είναι η πανίσχυρη αίσθηση της ιδιαίτερης πατρίδας, της ρίζας που δεν πρέπει να κοπεί, το αίσθημα μιας ταυτότητας που απειλείται και που νιώθεις να σε πνίγει σαν κόμπος στον λαιμό. Το πραγματικό σπίτι, λοιπόν, ήταν στο χωριό. Αυτό έπρεπε να στηθεί ξανά. Το «εξοχικό» ήταν η Λάρισα...
Ο πρώτος έλεγχος για ζημιές έδειξε πρόβλημα στον βορινό τοίχο. Από διαρροή νερού, είχε φουσκώσει, ο σοβάς σάριζε. Γαμώτη μου! Δεν μπορεί, κάποια κακιασμένη Νηρηίδα μάς έχει καταραστεί να πλημμυρίζουμε εν μέσω γενικής αναβροχιάς!
Στέκομαι αμήχανος. Μπροστά μου, το έρημο χωριό με τα κλειστά σπίτια, το βουητό του αέρα που ροβολάει απ’ τις πλαγιές και μεταφέρει τις χαμηλόφωνες συνομιλίες των λιγοστών ηλικιωμένων της πλατείας. Κάποτε άκουγες και ήχους κουδουνιών, εκείνα τα «τσοκάνια» των προβάτων που έβοσκαν στις απέναντι κορφές. Μα κτηνοτροφία δεν υπάρχει πια, οι παλιοί τσοπαναραίοι ξόρκισαν τα παιδιά τους να φύγουν από κει, «να γλιτώσουν απ’ την τυράγνια» και έφυγαν, πήγαν στις πόλεις, σπουδάσανε, δεν ξαναγύρισαν. Κι οι Αλβανοί του πρώτου μεταναστευτικού κύματος που τους αντικατέστησαν, με τα χρόνια έφυγαν κι αυτοί, κάνανε δικές τους δουλειές, πρόκοψαν...
Καλές οι αναπολήσεις, μα το ερώτημα παραμένει. Πώς, διάολο, επισκευάζει κανείς μια βλάβη στη μέση του πουθενά; Σαν από μηχανής Θεός εμφανίζεται ο γείτονάς μου ο Θέμης. Είναι ένας παλιός χίπης που διατηρεί ακόμη μακριά γκριζόξανθα μαλλιά, μόνιμα αποσυρμένος στο χωριό. Κάθεται στην αυλή, κάτω από ένα δέντρο ρεμβάζει και καπνίζει στριφτό. «Θέμη, του φωνάζω, Θέμη, έχω πρόβλημα». Με κοιτάζει απολύτως ατάραχος. «Τι πρόβλημα;» «Τρέχει νερό... Πλημμύρα...». «Εμ νερό είναι, θα τρέξει...». Και καθώς ρούφηξε άλλη μια βαθιά τζούρα απ’ το τσιγάρο του, συνέχισε να κοιτάζει αμέριμνος και απαθής τα απέναντι βουνά. ...Πάνω που νιώθω να συνομιλώ με το «παράλογο», τον ακούω να ψελλίζει κάτι για έναν «πιτσιρικά Αλβανό».
Παλιά τα ερημωμένα αυτά χωριά είχαν κοινοτάρχη, συμβούλιο, γραμματέα κι έναν τεχνίτη γενικών καθηκόντων που βόλευε καταστάσεις. Τα τελευταία χρόνια, με την επέλαση των συνενώσεων του «Καποδίστρια» και του «Καλλικράτη», φορτώθηκαν στον Δήμο Γρεβενών με επόπτη έναν «πρόεδρο» καλών μεν προθέσεων, αλλά «τι να σου κάνω; Υδραυλικός είμαι;».
(Κανονικά οι υποψήφιοι θα πρέπει να διαθέτουν τουλάχιστον στοιχειώδεις τεχνικές γνώσεις, αλλιώς να μη γίνονται δεκτοί). Είναι ο πρόεδρος αυτός που τηλεφωνεί στην τοπική ΔΕΥΑ και ακούει τον μπαϊλντισμένο υπεύθυνο να του συστήνει υπομονή, καθώς «τι να σου κάνω ρε φίλος, τρία συνεργεία για εκατόν οχτώ χωριά έχω. Ααα και να πεις αυτόν που τις προάλλες μας απείλησε με τον υπουργό ότι από υπουργούς έχουμε όσους θες, από υδραυλικούς πάσχουμε. Άιντε, φιλάκια...».
Ότι η βλάβη επισκευάστηκε τυχαία, από τον «πιτσιρικά Αλβανό» που βρέθηκε στο χωριό για μεροκάματα το καλοκαίρι και «ξέρει λίγο απ’ όλα», ήταν ευεργεσία της τύχης. Ότι του χρόνου ίσως να μην υπάρχει ούτε ο Αλβανός, είναι το πραγματικό πρόσωπο της κρίσης.
Εκεί, στα ψηλά συλλογιέσαι και βλέπεις καθαρά ότι κρίση δεν είναι μόνο η ακρίβεια στις πόλεις. Δεν είναι που πήγε το λάδι δώδεκα ευρώ, η ντομάτα δυόμισι και η κιλοβατώρα στον Θεό. Κρίση είναι η απουσία των ανθρώπων. Είναι τα σπίτια που ρημάζουν ασυντήρητα γιατί οι γέροι πέθαναν και οι θεωρητικώς κληρονόμοι, αν δεν σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αδυνατούν ή δεν έχουν κανένα συμφέρον να πληρώνουν επισκευές.
Κρίση είναι η αποφυγή των νέων παιδιών να ασχοληθούν με την τοπική οικονομία κι ας υπάρχει καλό μεροκάματο. Και το ζήτημα είναι πια και πολιτισμικό. Κανείς δεν ονειρεύεται, κανείς δεν αντέχει να κάνει τη ζωή του Γιάννη, του παλιού υδραυλικού που γέρασε πια, και που διατηρούσε παράλληλα κι ένα κοπάδι πρόβατα. Ποιος χώνεται στη δουλειά από χαραυγή μέχρι μεσάνυχτα; Δεν υπάρχουν πια αυτά. Κρίση είναι τα παλιά τοπικά ιατρεία του ΕΣΥ που αραχνιάζουν. Τα παλιά σχολεία που, αφού πρώτα τα έκαναν «Πολιτιστικά Κέντρα», τα έκλεισαν κι αυτά (η «πολιτιστική επανάσταση» του ΠΑΣΟΚ έληξε άδοξα!). Κρίση είναι ακόμα η μοναξιά του πλάτανου της πλατείας που κάποτε μάζευε γύρω του το παιδομάνι, κρίση τα άδεια βλέμματα των ηλικιωμένων στα νησιά της άγονης γραμμής, που εμείς οι στεριανοί αντικρίζουμε στα σπαραξικάρδια πλην ατελέσφορα ρεπορτάζ των καναλιών. Κρίση είναι τα παλιά σκουριασμένα παρατημένα τρακτέρ στα υπόστεγα των παλιών κατοικιών στα χωριά του κάμπου που δεν έχουν πια να οργώσουν. Πού να κοιτάξεις, αλήθεια, και να μη δεις παρακμή;
Με την επισκευή της βλάβης, άρχισα να τακτοποιώ τα πράγματα, μετά πιάστηκα να βάψω τον τοίχο. Σ’ αυτό, τα καταφέρνω. Έξυνα με μανία τον σοβά, λες κι ήθελα να γκρεμίσω τον τοίχο, παρά να τον επισκευάσω. Στο παλιό ραδιοκασετόφωνο, με πολλά παράσιτα, άκουγα τις ειδήσεις του Κρατικού Ραδιοσταθμού, μεταξύ άλλων και τις «διαβεβαιώσεις του κ. πρωθυπουργού ότι η κυβέρνηση θα καταθέσει ένα ακόμα νομοσχέδιο διά του οποίου θα αυξηθούν οι επιδοτήσεις και τα κίνητρα προς τα νέα ζευγάρια για αντιμετώπιση του δημογραφικού».
Τι ματαιοπονία! Κάποτε πίστευα κι εγώ πως με νομοσχέδια βελτιώνεται μια κατάσταση. Μα τούτη δω, όχι. Έχει πολλά κεφάλια το τέρας. Έτσι, στο μόνο που ελπίζω, είναι στη δικαιοσύνη της Ιστορίας. Έχει συμβεί πολλές φορές υπόγειες, αδιόρατες κι ασύνειδες διεργασίες να γίνονται μέσα στις κοινωνίες και η κατάσταση να μεταβάλλεται. Από τη μια μέρα στην άλλη. Πώς έπεσαν κάποτε τα τείχη στην Ευρώπη ακριβώς στην πιο μαύρη στιγμή; Για την ώρα, τοίχος. Παντού ένας τοίχος... Συνεχίζω να ξύνω... Με συνεχείς κινήσεις. Σχεδόν με μανία...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass