Υπ’ αυτήν την οπτική ξεχωρίζω τρεις από αυτούς οι οποίοι κατά τη γνώμη μου αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της παρακάτω σχέσης. Ο πρώτος είναι αυτός τον πρωτοπλάστων και της εξόδου των από τον παράδεισο, ο δεύτερος της τιτανομαχίας και συγκεκριμένα μία στιχομυθία ανάμεσα στον Δία και τον Άδη αδελφό του κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης και ο τρίτος είναι της γνωστής τριλογίας του Αισχύλου για τον Προμηθέα. Συγκεκριμένα στην πρώτη περίπτωση απόλυτο και αδιαμφισβήτητο μήνυμα είναι η απαρέγκλιτη εντολή του δημιουργού προς το δημιούργημά του, ή άλλως πώς, από τον παραγγέλλοντα στον παραγγελλόμενο. Εξάλλου στην πρώιμη εποχή της δόμησης των ανθρώπινων κοινωνιών δεν χωρούσαν αμφισημίες των εθιμικών κανόνων της λειτουργίας των, αλλά αποκοπή και αποβολή στους αμφισβητίες.
Στον δεύτερο μύθο και στη σημειολογική διαμάχη ανάμεσα στο παλαιό και το καινούργιο, δηλαδή τον πατέρα αφέντη και τον υιό Δία, η οξυδέρκεια του Αισχύλου, στην ανησυχία του Αδη μήπως πεθάνουν από το χέρι του Κρόνου, βάζει τον άρχοντα ουρανού και γης να του τονίζει ότι οι θεοί δεν πεθαίνουν μεταξύ τους, παρά μόνο τους ξεχνούν οι άνθρωποι και έτσι μόνο χάνονται. Σημειώνουμε λοιπόν τη μετατόπιση από το ακίνητο κινούν του θεού δημιουργού στον εν δυνάμει και κυριολεκτικά πλέον δημιουργό άνθρωπο.
Τέλος, στην τριλογία: Προμηθέας πυρφόρος-δεσμώτης-λυόμενος, αυτή η προοδευτική μεταβολή στο αυτεξούσιο και το αυτόνομο του ανθρώπου είναι εμφανέστατη. Επιπλέον διακρίνεται η συνεκτικότητα και η πλαστικότητα στη ροή της αφήγησής της και με παραβολικό τρόπο μπορούμε να πούμε ότι φωτογραφίζει την εξέλιξη της οντότητας της πόλης κράτους των Αθηναίων πολιτών εν τέλει. Έχουμε δηλαδή μία προϊούσα μεταβολή της διανοητικής σύλληψης της σχέσης συνάρτησης με το θείο, προς μία ανθρωποκεντρική θεώρηση. Πράγματι στη λάμψη του πολιτισμού ιδίως της γενεσιουργού κλασσικής Αττικής γης, ο Αισχύλος αφού απευθυνθεί στον δεσμώτη τιτάνα μέσω του χορού του λέει: «Προμηθέα την ασύντυχη μοίρα σου θρηνώ και από τα μάτια μου αβάστηγο βρύση τρέχει και την όψη μου βρέχει δάκρυ θερμό. Γιατ’ ο Δίας με νόμους δικούς του σκληρούς σκληρά και άθεα αυτά κυβέρνα, και στους πριν τους θεούς (δηλαδή τους τιτάνες κάτι προς τους ανθρώπους) με περήφανο χέρι ακουμπάει στο λαιμό τους μαχαίρι». Μόλις ο Ηρακλής λύσει τον τιτάνα αμέσως ο πατέρας του τον καλεί στον Όλυμπο για εξηγήσεις. Όμως ο λυθείς Προμηθέας αγκαλιάζει τον Ηρακλή του διαποτίζει τον νου και χάνεται μέσα στο είναι του στοχασμού του. Παραβάλλεται η φωτιά, το πυρ, με την ενέργεια και ενάργεια της σκέψης και η πλαστικότητα του μύθου συνάδει με τη βαθμιαία ανθρωποκεντρική σύλληψη του στοχασμού του όλου. Ο χριστιανισμός και οι πατέρες του, προκειμένου να ξεφύγουν από τον κίνδυνο μιας αβαθούς αίρεσης του ιουδαϊσμού, σοφά ποιούντες αντελήφθησαν το απαραίτητο της ανθρώπινης φύσης στη θεότητα, προκειμένου να καταστήσουν τον άνθρωπο συμμέτοχο και συνδημιουργό του ακίνητου κινούντος, έτσι ώστε να μην τον καταστήσουν ξένο στην πολιτιστική αντίληψη του τότε ελληνιστικού πολιτισμού. Έτσι προοδευτικά κυριάρχησαν οι ονομασίες Θεάνθρωπος και Υιός του Ανθρώπου! Το δε πνεύμα εικονίζεται ως λευκή περιστερά και αυτό κατά τη γνώμη μου γιατί ξεκινά από την αγνή πρόθεση ερμηνείας του παραδόξου πρώτον, και κατά δεύτερον διότι αενάως ίπταται αναζητώντας το πώς και το γιατί.
Η αστείρευτη ελληνική μυθολογία η πλέον αψευδής μαρτυρία ενός λαού γοητευμένου με την ερμηνεία του παραδόξου, εραστή του πώς και του γιατί, χρησίμευσε κυριολεκτικά και σημειολογικά ως μέσο μεταφοράς σ’ ένα γνωστικό ταξίδι νέων τόπων στοχασμού και θέασης του φυσικού, μα και του μεταφυσικού. Μόνο να σκεφτούμε ότι από το ρήμα θέω = περιτρέχω το βλέμμα, φυσικό ή διανοητικό, προήλθε η θέωση, ή ακόμη και η κυριαρχική ενίοτε λέξη Θεός.
• Μπορούμε θαρρώ να συμπεράνουμε ότι ο δρόμος του μύθου, με τη δύναμη που κρύβει μέσα του και την παραβολική σημειολογία του, πλάτυνε τους διανοητικούς ορίζοντες του κοινωνικού ανθρώπου στη σχηματολογική κατάληξη πόλης - πολίτης - πολιτισμός. Είναι δε ο τελευταίος προϊόν φαντασίας, του φαντασιακού, αλλά και του στοχασμού και κινητήρια δύναμη της αυτοσυνειδησίας και της αυτοκριτικής των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων.
Παύλος Δ. Γιατσιάκης