Τον 20ό αιώνα, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και ο εμφύλιος μπορεί να την αποδυνάμωσαν προσωρινά δημογραφικά, αλλά στη συνέχεια ο πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε, παρά τις τεράστιες δυσκολίες που βίωνε ο λαός.
Από το 1950 και μετά, σημειώθηκε μια έκρηξη γεννήσεων και ο κανόνας ήταν η δημιουργία πολυμελών οικογενειών. Υπήρχε μεγάλη φτώχεια, αλλά περίσσευαν οι αντοχές και η υπομονή στις δυσκολίες, από πλευράς των εγγάμων ζευγαριών. Τα ζήσαμε αυτά, όσοι μεγαλώσαμε σε χωριά εκείνης της εποχής και τα γνωρίζουμε από πρώτο χέρι. Οι γονείς και ιδιαίτερα οι μητέρες, ήταν ήρωες, με όλη τη σημασία της λέξεως. Το φαγητό μαγειρεύονταν με ξύλα. Το ψωμί ζυμώνονταν με τα χέρια της μάνας και ψήνονταν στη γάστρα. Πλυντήρια, ψυγεία, ηλεκτρικές κουζίνες, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα δεν υπήρχαν, αφού, άλλωστε, τη δεκαετία του ‘50 και μέρους του ‘60, δεν υπήρχε ηλεκτροδότηση στα χωριά. Η μάνα, ήταν η ψυχή της οικογένειας. Έπρεπε να εργάζεται επί 24ώρου βάσεως, για να τα προλάβει όλα. Παιδιά, τουλάχιστον 4-5 και παραπάνω, που χρειάζονταν τη φροντίδα της. Υπήρχαν ζώα, κότες, κήποι, για εξασφάλιση τροφής. Επίσης, πρώτη στη δουλειά στα χωράφια. Πώς τα προλάβαινε όλα; Αυτό αποτελεί μυστήριο, όσο το σκέφτομαι σήμερα. Οι δουλειές στα χωράφια γίνονται όλες χειρωνακτικά, διότι δεν υπήρχαν μηχανήματα, εκτός από ζώα. Ο πατέρας, είχε κι αυτός μεγάλο μερίδιο ευθύνης και συνεισφοράς προς την οικογένεια. Ήταν ο αρχηγός της οικογένειας και απολάμβανε μεγάλου σεβασμού από τα μέλη της. Επίσης, εκπροσωπούσε την οικογένεια σε όλα τα εξωτερικά θέματα, αλλά το μεγαλύτερο βάρος των ευθυνών στο σπίτι έπεφτε στους ώμους της μάνας. Παρά τις πολύμοχθες προσπάθειες όμως των οικογενειών, το οικονομικό αποτέλεσμα ήταν πολύ πενιχρό. Τα χρήματα που εξοικονομούσε η οικογένεια ήταν ελάχιστα και με αυτά έπρεπε να ικανοποιεί τις ανάγκες που δεν καλύπτονταν από τις παραγωγικές της δραστηριότητες. Λόγω των περιορισμένων οικονομικών, ούτε λόγος για χαρτζιλίκι προς τα παιδιά, που σε σπάνιες περιπτώσεις δίνονταν κάποια μικροποσά κι αυτό αποτελούσε γεγονός εξαιρετικής σημασίας για τους αποδέκτες. Αυτοί ήταν οι γενικοί κανόνες, τουλάχιστον στα χωριά, και τους σέβονταν όλοι, επειδή ήξεραν ότι γίνονταν ό,τι το καλύτερο δυνατόν για την επιβίωση της οικογένειας. Περίσσευαν τα υπαίθρια παιχνίδια για τα παιδιά και αυτό τα έδινε μεγάλη ευχαρίστηση και ταυτόχρονα τα ενδυνάμωνε σωματικά και ψυχικά.
Παρά τις μεγάλες δυσκολίες που προανέφερα, δημογραφικά προβλήματα για τη χώρα δεν υπήρχαν, αφού ο γενικός κανόνας ήταν η δημιουργία πολυμελών οικογενειών.
Με την πάροδο των ετών, σημειώνονταν οικονομική πρόοδος, έστω και αγχωτικά, τα οικονομικά των οικογενειών βελτιώνονταν και ταυτόχρονα γίνονταν ο μετασχηματισμός της οικονομίας.
Από αγροτική, άρχισε να μετατρέπεται σε βιομηχανική, αναπτύσσονταν η τουριστική μας βιομηχανία, οι υπηρεσίες, γίνονταν αθρόοι διορισμοί στο δημόσιο και τα χωριά άρχισαν να αδειάζουν και οι άνθρωποι να εγκαθίστανται στις πόλεις, για να απολαύσουν μια καλύτερη ζωή. Τη στέγη την εξασφάλιζαν οι αντιπαροχές για το κτίσιμο των πολυκατοικιών και η αγορά γίνονταν με τη χορήγηση δανείων από τις Τράπεζες, χωρίς πολλές εγγυήσεις. Εκτός από τη στέγη, χορηγούνταν διακοποδάνεια, δάνεια για αγορά επίπλων και ηλεκτρικών ειδών και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, για μια άνετη ζωή.
Οι κυβερνήσεις, για να ικανοποιούν όλες αυτές τις ανάγκες, δανείζονταν αφειδώς, ώστε οι πολίτες να είναι ευχαριστημένοι και να ζουν πέρα από τις δυνατότητές τους, καθώς και πέρα από τις δυνατότητες του κράτους να εξυπηρετήσει τα χρέη αυτά.
Πάντως, παρά τη γενική ευμάρεια, αντί να αυξάνονται οι γεννήσεις, μειώνονταν. Κύρια αιτία ήταν ότι οι γυναίκες κατά κανόνα εργάζονταν και δεν είχαν τον απαιτούμενο χρόνο για το μεγάλωμα παιδιών. Επιπλέον, καινούριες προκλήσεις οδηγούσαν τις οικογένειες σε μεγάλα έξοδα. Στις πόλεις δεν παράγονταν τίποτε φαγώσιμο και όλα αγοράζονταν με τα λεφτά στο χέρι, ή με τη δημιουργία χρεών. Στο τέλος έσκασε η φούσκα και ήρθε η χρεοκοπία που έφερε τα πάνω κάτω. Χάθηκε το 30% του εισοδήματος των νοικοκυριών και το σύστημα της τεχνητής ευμάρειας κατέρρευσε. Αυτό είχε δικαιολογημένα επίπτωση και στις γεννήσεις.
Σήμερα βρισκόμαστε στο 1,3 γεννήσεις ανά ζεύγος, ενώ απαιτούνται 2,1 γεννήσεις για να υπάρχει μικρή, έστω, αύξηση του πληθυσμού.
Πολλοί νέοι δεν παντρεύονται, διότι δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά τη δημιουργία οικογένειας. Η αστυφιλία, η ακρίβεια, τα δυσθεώρητα ενοίκια των κατοικιών και οι χαμηλές αμοιβές των εργαζομένων, αποτελούν εχθρικό περιβάλλον, για τη δημιουργία οικογένειας.
Η Ελλάδα, από το 2000, μέχρι το 2020, έχασε 800 χιλιάδες του πληθυσμού της και η τάση αυτή επιταχύνεται προς το χειρότερο. Υπολογίζεται ότι το 2070, ο πληθυσμός της χώρας μας θα πέσει στα 7,5 εκατ. από τα 10 εκατ. που είναι σήμερα.
Οι κυβερνήσεις δίνουν κάποια κίνητρα για την αντιστροφή της κατάστασης, αλλά φαίνεται ότι δεν επιφέρουν θετικό αποτέλεσμα. Οι παλιές αντοχές και ο τρόπος ζωής των ζευγαριών έχουν εκλείψει ανεπιστρεπτί.
Εδώ, πρέπει να αναφερθεί, ότι υπάρχει παγκόσμιο δημογραφικό πρόβλημα, σε όλες τις θεωρούμενες ανεπτυγμένες χώρες: Πρώτη – πρώτη, φιγουράρει η κορυφαία σε μεγάλες βιομηχανίες και νέες τεχνολογίες Νότια Κορέα με 0,72 παιδιά ανά ζεύγος. Η ευημερούσα και άριστα οργανωμένη Φινλανδία με 1,3 παιδιά. Το ίδιο συμβαίνει στην Ιαπωνία, σε όλη την Ευρώπη, με μόνη την Γαλλία με 1,68 παιδιά, που όμως δεν εξασφαλίζει αύξηση του πληθυσμού. Συνεπώς, το πρόβλημα δεν είναι μόνο της Ελλάδας και δεν είναι μόνο οικονομικό.
Οι χώρες που σημειώνεται μεγάλη αύξηση του πληθυσμού είναι οι μουσουλμανικές (όρα Τουρκία) και οι φτωχές Αφρικανικές.
Η μετανάστευση από τις χώρες αυτές, προς τις -θεωρούμενες- πλούσιες ευρωπαϊκές, ίσως να αποτελεί τη μελλοντική απάντηση στο δημογραφικό πρόβλημα. Αυτό, βέβαια, συνεπάγεται την εθνοτική αλλοίωση των λαών της Ευρώπης και του τρόπου ζωής των γηγενών πολιτών της.