Κι ο Ατλαντικός, καθώς τον διέσχιζα με την απευθείας πτήση Αθήνα - Νέα Υόρκη ήταν πολλές χιλιάδες μίλια, ίλιγγο παθαίνεις και μόνο να το σκεφτείς.
Προσπαθώντας να ξεπεράσω τον φόβο που δικαιολογημένα σού γεννά ένα αεροπορικό ταξίδι ωρών πάνω από τον αχανή ωκεανό, υποκλινόμουνα νοερά σε κείνους τους ατρόμητους γενουάτες ναυτικούς που κάποτε, με πρωτοκαπετάνιο τον Κολόμβο, τόλμησαν, μπήκαν σε μια καραβέλα κι έπλευσαν προς το άγνωστο… Να βρουν τις Δυτικές Ινδίες και ν’ ανοίξουν νέους προσοδοφόρους δρόμους για το παγκόσμιο εμπόριο… Υποκλινόμουνα ακόμη στις καραβιές των ανθρώπων που αργότερα, σαν άρχισε ο αποικισμός της Αμερικής, έμπαιναν στα καράβια κι αναχωρούσαν για μια καλύτερη ζωή. Ταξίδευαν μήνους ολάκερους μέσα στην πείνα, τη βρώμα και το ξερατό που φέρνουν οι αγριεμένες θάλασσες μα αποφασισμένοι να φτάσουν. Αίφνης, οι απόκληροι της Ευρώπης απέκτησαν ελπίδα, προσδοκίες. Κοινωνικοί παρίες, κακοποιοί, πολιτικοί αντίπαλοι, περίεργες χριστιανικές σέχτες, όλοι στο «Νέο Κόσμο». Για μια νέα ζωή, για μια νέα ελευθερία.
Νέα Υόρκη… Είμαι επιτέλους εκεί. Ένα απωθημένο ετών. Αν δεν πας Αμερική, έλεγα πάντοτε και το πίστευα, αν δεν αναπνεύσεις τον αέρα της, αν δεν δεις τα βουνά της, τους ουρανοξύστες της, το μωσαϊκό των ανθρώπων της, είναι σαν να μην έχεις δει το μισό πλανήτη. Σα να είσαι ένας άνθρωπος που έχει μείνει στο 1492 μ.Χ., τότε που η Αμερική δεν υπήρχε στο μυαλό των Ευρωπαίων ούτε καν σαν υποψία. Έπειτα, έχεις δει τόσες χιλιάδες έργα αμερικάνικα, ώστε σού γεννιέται μια τρομερή περιέργεια να δεις κι εσύ από κοντά πώς είναι αυτοί οι άνθρωποι, οι συνήθειές τους, οι υποδομές τους, τα σπίτια, οι δρόμοι τους, τα αυτοκίνητά τους. Κι αν μπλέξεις με τις εικόνες που προϋπάρχουν στο μυαλό σου, το παιχνίδι γίνεται χαοτικό. Πας να βιώσεις κλίμα Frank Sinatra και «New York New York», να συναντήσεις μια Κάρι Μπράντσο να περπατά φορτωμένη ψώνια στα διάσημα πεζοδρόμια του Μανχάταν, τον Γούντι Άλεν να φιλοσοφεί στα παγκάκια του «Σέντραλ Παρκ», ακόμη κι αυτόν, τον Spiderman,να σκαρφαλώνει στους γυάλινους τοίχους ουρανοξυστών, πριν αυτοί καταστραφούν από εισβολή εξωγήινων την «Ημέρα της Ανεξαρτησίας».
Κάπως έτσι, η Νέα Υόρκη είναι το πιο οικείο κινηματογραφικό ντεκόρ για όλους μας, μια πόλη σχεδόν …γνωστή σε κάθε της γωνιά πριν ακόμη φτάσεις. Οπότε, τι να περιγράψεις εσύ, ο επισκέπτης της μιας βδομάδας; - τόσο σε παίρνει να μείνεις, η πόλη είναι πανάκριβη για τα δικά μας …βαλάντια. Κάθεσαι στην Κεντρική πλατεία, την εμβληματική Τάιμ Σκουέρ όπου όλος ο …πλανήτης γιορτάζει την Πρωτοχρονιά, και χαζεύεις… Αναπνέεις κλίμα. Κόσμος, κόσμος, κόσμος σε σημείο που να τρομάζεις. … Μαύροι στην πλειονότητά τους, μυρμηγκιές από σχιστομάτηδες Ασιάτες και για συμπλήρωμα κάποιοι ροδαλοί Ευρωπαίοι τουρίστες… Αυτή η πόλη, το νιώθεις, δεν είναι αμερικάνικη, ποτέ δεν ήταν, ένα ατέλειωτο παζάρι ήταν, ανταλλαγής ανθρώπων, προϊόντων και νοοτροπιών. Μια πόλη παγκόσμια, η νέα Ρώμη στην οποία συρρέουν καθημερινά μιλιούνια ανθρώπων με διαφορετικούς σκοπούς. Είναι τουρίστες που τρώνε χοτ ντογκ με οχτώ δολάρια στις καντίνες. Είναι επιχειρηματίες που ψάχνουν να επενδύσουν κεφάλαια και κυκλοφορούν με θηριώδη τζιποειδή τελευταίας τεχνολογίας. Είναι φιλόδοξοι καλοντυμένοι νεαροί γιάπηδες που στις 12 ακριβώς το μεσημέρι ξεμυτίζουν από τα γραφεία τους, σαν σαλιγκάρια μετά από βροχή, για ένα σύντομο lunch, συνήθως μια σαλάτα στα όρθια και μια Pepsi. Είναι μετανάστες από τα πιο απίστευτα μέρη του κόσμου που κάνουν κάθε είδους δουλειά και μαζεύουν κομπόδεμα εκμεταλλευόμενοι τις πολύ υψηλές αμοιβές - δεκαπέντε δολάρια την ώρα έχει πάει το ωρομίσθιο. Ο ανομολόγητος καημός τους ήταν και είναι πάντα να επιστρέψουν κάποτε πίσω, κονομημένοι. Μάταια όμως… Συνήθως αυτή η πόλη τους καταπίνει, τους κρατά εδώ για πάντα. «Κατάπιε» γενιές Κινέζων, Ιταλών, Ελλήνων, Ιρλανδών, Πολωνών, όλες τις φτωχολογιές του πλανήτη που ξεκίνησαν σαν εργάτες. Άλλοι στρώνοντας με το αίμα τους το αχανές σιδηροδρομικό δίκτυο της Αμερικής, άλλοι χτίζοντας τους ουρανοξύστες της, άλλοι πλένοντας πιάτα ή καθαρίζοντας τζάμια. Εντάξει, κάποιοι μπήκαν στη Μαφία, μέρος της ιστορίας της πόλης κι αυτοί. Σήμερα, όλοι αυτοί, αφεντικά οι περισσότεροι, με δικά τους μαγαζιά σαν τον Αστρινό, φίλο κρητικό εστιάτορα, εγκατεστημένο στο Αστόρια από το 1980, που συναντήσαμε στο μαγαζί του, απασχολούν τη νέα μετανάστευση, ισπανόφωνους Μεξικάνους και Κολομπίνους κυρίως, αλλά και κάθε λογής σκουρόχρωμη απόχρωση του ανθρώπινου είδους. Η ζωή και η ιστορία κάνουν κύκλους…
Στη Νέα Υόρκη περπατάς συνήθως με το κεφάλι …ψηλά. Ως πρωτοείσακτος δεν χορταίνεις να θαυμάζει τα αβυσσαλέου ύψους κτίρια που σχεδόν σε …«ψαρώνουν». Όλα εδώ «φωνάζουν» πως μπήκες σε έναν άλλο κόσμο, σε μιαν άλλη διάσταση, εξώκοσμη, υπερβατική. Με δυο λόγια, όχι σε μια χώρα, αλλά σε μια …αυτοκρατορία. Στο ξενοδοχείο παθαίνεις ένα ψυχολογικό σοκ όταν συνειδητοποιείς πως σου δίνουν δωμάτιο στον …32ο όροφο. Μετά, συνηθίζεις πως όλα εδώ είναι κατηγορίας XXL.
Η Νέα Υόρκη που είδαν τα δικά μου μάτια, ήταν μια πόλη ζωντανή, εξωστρεφής, περιποιημένη και σχεδόν καθαρή για τα εκατομμύρια ανθρώπων που φιλοξενεί κάθε μέρα. Είχε πράσινο, περιποιημένα δέντρα, φροντισμένα πάρκα και δεν σου μιλάω εδώ για το «Σέντραλ Πάρκ» που έχει έκταση ίσαμε ένα Λουξεμβούργο και είναι ένας άλλος κόσμος, ένα πέρασμα από την πολύβουη πόλη στην άγρια φύση μέσα σε λίγα λεπτά. Αλλά εκείνο που σε εντυπωσιάζει είναι ένας άπειρος -κυριολεκτώ!- αριθμός καφέ, εστιατορίων και κάθε άλλης κατηγορίας εστίασης. Δεν έχουν την πολυτέλεια και την καλαισθησία των δικών μας. Χοντροκομμένα τα λες, αλλά έχουν «τύπο». Και το κυριότερο, βρίσκεις πάντα κάτι ανοιχτό. Στη Νέα Υόρκη, όπως και στην Ελλαδίτσα, θα βρεις να φας όποια ώρα της ημέρας σού καπνίσει, τα πάντα είναι ελεύθερα, ωράρια και περιορισμοί στον κόσμο του καπιταλισμού δεν υπάρχουν. Δεν θα αγχωθείς εκεί όπως στην Ευρώπη, δεν θα τρέξεις να προλάβεις ανοιχτές κουζίνες. Λεφτά μόνο να ’χεις. Στα απλά εστιατόρια, με τους έξτρα φόρους και τα υποχρεωτικά φιλοδωρήματα, χρειάζεσαι πάνω από 100 δολάρια για δυο άτομα. Και λες, μια χαρά είναι και η καντίνα του Λιβανέζου απέναντι.
Ούτε μια στιγμή στη Νέα Υόρκη δεν ένιωσα ανασφαλής. Η παλιά εγκληματικότητα ελέγχθηκε με στιβαρή και συνεχή αστυνόμευση, το μετρό, παλιό αλλά εξυπηρετικό αν καταλάβεις τη λογική του, δεν σου προξενεί κι αυτό φόβο. Η πόλη είναι φωτεινή, οι περίφημες διαφημιστικές πινακίδες με «νέον» είναι αναμμένες μέρα -νύχτα και τα βράδια οι φωτισμένοι ουρανοξύστες δίνουν εικόνες σχεδόν διαστημικές. Η πόλη περπατιέται άνετα, δεν είναι το χάος που έχεις στο μυαλό. Κι έχει το πιο εύκολο σύστημα προσανατολισμού στον κόσμο. Ευφυώς σκεπτόμενοι οι αγγλοσάξονες που τη σχεδίασαν έδωσαν στους δρόμους και τις λεωφόρους …αριθμούς αντί για ονόματα …ενδόξων και τρανών. Έτσι, «τα κάθε καρυδιάς καρύδια» που μαζεύτηκαν εκεί και σχημάτισαν τη νεοϋορκέζικη κοινωνία μπορούσαν εύκολα να συνεννοηθούν. Μένω 7η λεωφόρο, 34ο δρόμο… Δεν έμενε πια παρά να μετρήσεις …
Στη Νέα Υόρκη θα δεις ακόμη θέατρο στη μυθική λεωφόρο Μπροντγουαίη. Διάσημες παραστάσεις, παγκόσμιες επιτυχίες. Το «Σικάγο», «Ο μεγάλος Γκάτσμπυ» που παίζονται για χρόνια, συγκεντρώνουν πάντα πλήθη τουριστών, αλλά μόνο τουριστικό θέαμα δεν είναι. Είναι υπερθεάματα, είναι ο επαγγελματισμός σε όλο του το μεγαλείο. Η Αμερική δεν κυριαρχεί μόνο με τον όγκο της, αλλά και με τον πολιτισμό της. Η πολιτική κυριαρχία, έλεγε ο Γκράμσι, είναι πρωτίστως πολιτιστική κυριαρχία.
Υπάρχουν ταξίδια και ταξίδια… Ταξίδια αναψυχής, ταξίδια για ψώνια, ταξίδια για δουλειές. Το ταξίδι στη Νέα Υόρκη είναι πάνω απ΄ όλα ένα ταξίδι βίωσης εμπειριών. Ένα ταξίδι για να τσεκάρεις τις νέες τάσεις στον πλανήτη, να πιάσεις τον σφυγμό της ανθρωπότητας και να υποψιαστείς κάπως τι σού επιφυλάσσει το μέλλον. Θα ήθελα πολύ να ξαναπάω, μα δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, για οικονομικούς βασικά λόγους. Αλλά είναι βέβαιο πως μόλις εξοικονομήσω λίγα λεφτά θα ξαναφύγω… Θα κάνω αυτό που συμβουλεύει ο Καζαντζάκης. Ταξίδευε… Άνοιξε τα μάτια σου στον κόσμο, είναι το μόνο που σώζει…
Γυρίζοντας από τη Νέα Υόρκη, ένιωσα ξάφνου σαν τα όρια του κόσμου μου να άπλωσαν, να μεγάλωσαν…
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr