Είναι αυτές οι μυρωδιές που αναδίδονται από τις καθαρές κι ασβεστωμένες αυλές των σπιτιών της γειτονιάς, με τις γλάστρες του βασιλικού και του δυόσμου, τις πολύχρωμες τριανταφυλλιές, το ατίθασο το γιασεμί και το αγιόκλημα που έκλειναν την καγκελένια αυλόπορτα, τα γαρύφαλλα, τις ανθισμένες λυγαριές στις όχθες του Πηνειού και τις θεσπέσιες μυρωδιές, οι οποίες δραπέτευαν από τα ανοιχτά παράθυρα της νοικοκυράς, στη γειτονιά, καθώς τηγάνιζε τους μοσχομυριστούς κεφτέδες της…
Οι λυγαριές είναι αυτοί οι όμορφοι, ταπεινοί και φιλικοί θάμνοι, που συναντούσαμε, παιδιά τότε, στις όχθες του Πηνειού, από τα Γκιόλια, στο ύψος της Γεωργικής Σχολής, όπου κάποιοι… τολμηροί συνομήλικοι, παρά τους στροβιλισμούς (δίνες) του νερού σ’ εκείνη τη φαρμακερή στροφή του ποταμού, έμπαιναν και κολυμπούσαν με κίνδυνο της ζωής τους - μέχρι τη γέφυρα, στο ύψος του αναψυκτηρίου-νυχτερινού κέντρου «Αλκαζάρ» και λίγο παρακάτω.
Τι πιο ευχάριστο από το να ευωδιάζει ο τόπος από τις ολάνθιστες λυγαριές του ποταμού και εσύ να ακούς απ’ έξω -γαλαρία, όπως λέμε- τους αγαπημένους τραγουδιστές της εποχής, να τραγουδούν τις επιτυχίες τους, τα αξέχαστα εκείνα βράδια του Αυγούστου…
Είναι αυτές οι ίδιες οι λυγαριές που μας έλειψαν τα τελευταία δύσκολα καλοκαίρια με τους ανυπόφορους καύσωνες και τις πλημμύρες, αφού κάποιος «έξυπνος», τοπικός «παράγων» του Δήμου μας, πριν από χρόνια, αποφάσισε να «καθαρίσει» τις όχθες του Πηνειού μαζί και τις αθώες τις λυγαριές. Ευτυχώς, κάποιες από αυτές, έτσι για πείσμα, σώθηκαν για να θυμίζουν στους νεότερους την υπέροχη εικόνα και το φίνο άρωμά τους.
Η λυγαριά (επιστ. Άγνος η κοινή) φύεται στις εύκρατες χώρες της Μεσογείου, όπου το ήπιο κλίμα τους ευνοεί την ανάπτυξή της. Τη βλέπουμε στις κοίτες των ποταμών και των λιμνών, σε ηλιόλουστες περιοχές, πίσω από αμμόλοφους, κοντά στη θάλασσα, αλλά και κοντά σε στάσιμα νερά που ανανεώνονται με άλλο τρεχούμενο. Ο όμορφος αυτός θάμνος προτιμά τα χαμηλά υψόμετρα, φτάνει σε ύψος τα 3-4 μέτρα, ανθίζει όλο το καλοκαίρι και τα μικρά μυτερά φύλλα της αναδίδουν ένα ιδιαίτερο άρωμα. Το άνθος της μοιάζει με το στάχυ των σιτηρών και αποτελείται από συστοιχία μικρών ανοιγμένων μωβ «στομάτων», απ’ όπου αναδίδεται το μεθυστικό άρωμά του.
Είναι εντομοαπωθητικό, αφού διώχνει τα κουνούπια από τα οποία οι παραποτάμιες περιοχές μαστίζονται τα καλοκαίρια, ενώ στην αρχαιότητα οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν τα άνθη, αλλά και τα φύλλα της για καλλυντικά και για ενίσχυση της γονιμότητας. Η καλαθοπλεκτική, χωρίς την ύπαρξη της λυγαριάς, λόγω της ευλυγισίας των κλαδιών της, δε θα είχε αναδειχθεί σε μία από τις πλέον χρήσιμες παραδοσιακές τέχνες.
Στο δημοτικό παραδοσιακό τραγούδι η λυγαριά χάρισε και εκεί το άρωμά της και την ευλυγισία της.
Κόρη καραβοκύρη κι όμορφη κοπελιά
κορμί κυπαρισσένιο λυγά σαν λυγαριά.