Κύριος ομιλητής στην εκδήλωση ήταν ο κ. Ανδρέας Καραμάνος, ακαδημαϊκός, πρώην πρύτανης ΓΠΑ, ο οποίος παρουσίασε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στους εδαφικούς πόρους και στις αροτραίες καλλιέργειες τριών περιοχών της Θεσσαλίας (Τρίκαλα, Ζάππειο και Σωτήριο).
Είχα την τιμή να συμμετέχω ως ομιλητής την εκδήλωση αυτή και να αναφερθώ στα έργα που θα θωρακίσουν τη Θεσσαλία από μελλοντικούς κινδύνους πλημμυρών και ξηρασίας, τους οποίους αναπαράγει σε έναν βαθμό η κλιματική αλλαγή και αποτελούν εν δυνάμει απειλές για τον αγροτικό τομέα, το έδαφος και την ποσότητα και ποιότητα των υδάτων της περιοχή μας.
Απειλές τις οποίες δεν πρέπει να υποτιμήσουμε ή να αγνοήσουμε, όπως δυστυχώς συνέβη συχνά στο παρελθόν, όταν η Θεσσαλία δοκιμάστηκε από τα φαινόμενα αυτά, με οδυνηρές συνέπειες για τους αγρότες και την οικονομία της.
Για να αντιμετωπίσουμε, όμως, αποτελεσματικά τις απειλές αυτές, χρειαζόμαστε επειγόντως ένα Σχέδιο, στο οποίο οι αντιπλημμυρικές υποδομές και η χάραξη στρατηγικής στη διαχείριση του νερού θα πρέπει να έχουν τον πρώτο λόγο, όπως προτείνουν και οι συγγραφείς της μελέτης της Ακαδημίας Αθηνών.
Πριν παραθέσω ορισμένα στοιχεία για το Σχέδιο αυτό, θα ανατρέξω σε ορισμένους σημαντικούς σταθμούς – ορόσημα του περασμένου αιώνα, τότε που οι πρόγονοί μας αντιμετώπισαν αποτελεσματικά παρόμοιες προκλήσεις της εποχής τους (δείτε σχετικά διαγράμματα).
Είναι χρήσιμο να πληροφορηθούν οι νεότεροι με ποια έργα ξεκίνησε τότε η προσπάθειά τους, αρχικά να προστατεύσουν την υγεία, τη ζωή και τις περιουσίες τους (με την εξυγίανση των εδαφών, των ελών και την κατασκευή των στραγγιστικών δικτύων).
Ο αγώνας τους συνεχίστηκε αργότερα, όταν πλέον εντατικοποιείται η Γεωργία και απαιτείται η εξεύρεση επαρκών ποσοτήτων αρδευτικού νερού (με την κατασκευή αρδευτικών έργων και υποδομών), με άλλη μορφή και με τις ανάγκες εκείνης της εποχής.
Αναφέρομαι σε δύο διακριτές περιόδους, η πρώτη από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 έως και το 1960 και η δεύτερη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 μέχρι και σήμερα.
Είναι γνωστές και ως οι δύο μάχες: Η «μάχη των Θεσσαλών ΜΕ το νερό» και η «μάχη των Θεσσαλών ΓΙΑ το νερό».
Τη δεκαετία του ‘30 ξεκίνησαν ουσιαστικά τα εξυγιαντικά και αντιπλημμυρικά έργα της Θεσσαλίας, τα οποία ολοκληρώνονται πολύ αργότερα (δεκαετία του ‘60) με την εξάλειψη των ελών βορείως της (πραγματικής) λίμνης Κάρλας και την εξυγίανση, σε πρώτη φάση, της ευρύτερης παρακάρλιας περιοχής.
Όταν στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 τελείωνε η πρώτη «μάχη», τότε ουσιαστικά άρχιζε και η δεύτερη, τότε που μόλις είχε ολοκληρωθεί το ΥΗ έργο Ταυρωπού (1955-1960) και προχωρούσε ο σχεδιασμός υλοποίησης υδροηλεκτρικών έργων με τις μελέτες SNC και Electro Watt, για την αξιοποίηση των υδάτων του Άνω Αχελώου και της λεκάνης του Πηνειού.
Οι δεκαετίες ‘70 έως ‘90 χαρακτηρίζονται από την αναζήτηση υπόγειου νερού, σχεδόν αποκλειστικά από χιλιάδες γεωτρήσεις, με όλα τα γνωστά περιβαλλοντικά και οικολογικά προβλήματα (έλλειμμα 3.000 hm3).
Όταν, πλέον, στα τέλη ‘90 διαφαίνεται το αδιέξοδο περαιτέρω αξιοποίησης υπόγειων υδάτων, η προσοχή υπηρεσιών και φορέων επικεντρώνεται πλέον σε μικρά και μεσαία έργα ταμίευσης επιφανειακού νερού, ενώ παράλληλα ξεκινούν τα μεγαλύτερα έργα της Κάρλας και της Γυρτώνης.
Το συμπέρασμα από τη μικρή αυτή ιστορική διαδρομή είναι ότι κάποιες από τις μάχες αυτές τις κέρδισαν οι πρόγονοί μας, άλλες εξελίσσονται ακόμη στις μέρες μας, ενώ για κάποιες άλλες, που μας επιφυλάσσει η επερχόμενη κλιματική αλλαγή, θα πρέπει να προετοιμαστούμε κατάλληλα.
Για να συμβεί, όμως, αυτό, χωρίς καθυστερήσεις και λάθη του παρελθόντος, η Θεσσαλία έχει ανάγκη από ΕΝΑ Σχέδιο, που θα δημιουργεί προϋποθέσεις ασφάλειας έναντι παρόμοιων απειλών, ώστε οι αγρότες μας να ΜΗΝ αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και τα χωράφια τους, με ό,τι αυτό σημαίνει για τους ίδιους, τη Θεσσαλία και τη χώρα!!
Σχέδιο που θα περιλαμβάνει έργα αποκατάστασης των υποδομών που καταστράφηκαν, έργα θωράκισης από απειλές πλημμυρών και ξηρασίας και έργα αποθεμάτων νερού για την αποκατάσταση υδάτινων οικοσυστημάτων.
Παράλληλα, θα περιλαμβάνει μέτρα και δράσεις για την επίλυση των κυριότερων υδατικών προβλημάτων της Θεσσαλίας, που την ταλανίζουν από τη 10ετία 1980 μέχρι και πρόσφατα, όταν με αφορμή τις πλημμύρες η Ε.Δ.Υ.ΘΕ. επικαιροποίησε το πλαίσιο των υδατικών διεκδικήσεων των Θεσσαλών.
Στο πλαίσιο αυτό ξεχωρίζει το πρόβλημα υδατικής ασφάλειας από φαινόμενα ΛΕΙΨΥΔΡΙΑΣ – ΞΗΡΑΣΙΑΣ και ΠΛΗΜΜΥΡΩΝ, το συσσωρευμένο υδατικό έλλειμμα υπόγειων υδάτων (3.000 hm3 νερού), η αναποτελεσματική μείωση καταναλώσεων νερού, η έλλειψη έργων ταμίευσης επιφανειακού νερού, μέτρων περιορισμού της χρήσης νερού γεωτρήσεων, οι αδυναμίες συντονισμού στη διαχείριση των υδάτων και η έλλειψη αποτελεσματικού ενιαίου φορέα διαχείρισης.
Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση δεν έχει υιοθετήσει ένα συγκεκριμένο Σχέδιο και αυτά που γνωρίζουμε είναι το Master Plan της HVA (με έναν προϋπολογισμό 3,3 δισ. € για αντιπλημμυρικά), ο Ν. 5106/2024 για τον Ο.Δ.Υ.Θ. και φυσικά τα δύο θεσμικά «εργαλεία», δηλαδή το Σχέδιο Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) και το Σχέδιο Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας (ΣΔΚΠ), στα οποία προβλέπονται τα κυριότερα έργα και μέτρα, που μπορεί και πρέπει να αποτελέσουν τον κύριο «πυλώνα» του Σχεδίου Ανασυγκρότησης της Θεσσαλίας.
Έχουν δημοσιοποιηθεί, επίσης, το Σχέδιο της Περιφέρειας Θεσσαλίας (με ένα συνολικό προϋπολογισμό 2,85 δισ. €) και μεμονωμένες προτάσεις αυτοδιοικητικών, επιστημόνων και άλλων φορέων, από τις οποίες οι περισσότερες δεν έχουν την τεχνική και οικονομική τεκμηρίωση και συνεπώς, δεν μπορούν για την ώρα να αποτελέσουν τις «σταθερές» ενός συγκεκριμένου και κοστολογημένου ΕΦΑΡΜΟΣΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ (Master Plan).
Σήμερα, οκτώ μήνες από την τραγωδία των πλημμυρών, για να πορευτεί η Θεσσαλία στο μέλλον σε ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ και να μπορέσει, όχι απλώς να επανέλθει στην ομαλότητα, αλλά κυρίως να ανακάμψει και να αναπτυχθεί εξασφαλίζοντας εισόδημα που θα διατηρήσει τον πληθυσμό της, θα πρέπει Κυβέρνηση και φορείς από κοινού, να διαμορφώσουν ένα ρεαλιστικό Σχέδιο, με ιεραρχημένα έργα, δράσεις και πολιτικές, με χρονοδιάγραμμα και εξασφαλισμένους οικονομικούς πόρους.
Πρέπει σύντομα να αποφασίσουμε για τις προτεραιότητές μας, γνωρίζοντας τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους και το Σχέδιο που θα μας επιτρέψουν να ξεκινήσουμε άμεσα την υλοποίησή του.
Η ερμαφρόδιτη αυτή κατάσταση επιτείνει τη σύγχυση που επικρατεί στους Θεσσαλούς και ιδιαίτερα σε εκείνους που υφίστανται άμεσα τις καταστροφικές συνέπειες των πλημμυρών του περασμένου Σεπτεμβρίου και δε δίνει πειστικές απαντήσεις σε εύλογα ερωτήματα όπως:
Σε ποιες από τις υπάρχουσες υποδομές μπορούμε να βασιστούμε, ποιες πρέπει να βελτιώσουμε και να επανασχεδιάσουμε με τα σημερινά δεδομένα της κλιματικής κρίσης;
Ποια είναι τα νέα έργα και δράσεις που πρέπει να υλοποιήσουμε και ποια τα βήματα ενός οδικού χάρτη για το προσεχές χρονικό διάστημα;
Απαντήσεις σε ορισμένα από αυτά τα ερωτήματα θα παραθέσω στο επόμενο και 2ο μέρος του άρθρου μου.
*Ο Γκούμας Κώστας είναι γεωπόνος, πρ. δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.