Στην αρχαία Ελλάδα, η θεά Νέμεσις τιμωρούσε την αλαζονεία των ανθρώπων, με σκοπό να επαναφέρει την ισορροπία και τη δικαιοσύνη. Η αλαζονεία αποτελούσε μορφή «ύβρεως», με την έννοια της αχαλίνωτης ασυδοσίας, που καθιστούσε αναγκαία τελικά τη θεϊκή παρέμβαση για την απόδοση δικαιοσύνης («θεία δίκη»).
Όμως, η ίδια η ανθρώπινη φύση, ρέπει προς την αλαζονεία. Ποιος άραγε δεν έχει νιώσει την παντοδυναμία της νιότης, θαρρώντας ότι είναι άτρωτος; Και ποιος δεν σκέφτηκε -έστω για μια φορά στη ζωή του- πόσο ανήμπορος είναι ο άνθρωπος απέναντι στον θάνατο;
Μεταξύ όμως αυτών των δυο άκρων, η αλαζονεία είναι σε κάθε βήμα της ζωής μας. Και παντού γύρω μας. Άλλοτε εμφανίζεται ως απότοκο της οικονομικής άνεσης που απολαμβάνει κάποιος, άλλοτε της θέσης εξουσίας που κατέχει, άλλοτε ενός αδικαιολόγητου αισθήματος υπεροχής και εγωισμού που εκδηλώνεται προς πάσα κατεύθυνση. Και φυσικά, ο αλαζόνας δεν είναι ποτέ προετοιμασμένος για την επερχόμενη πτώση του. Γιατί η πτώση θα έρθει μετά βεβαιότητας, έστω και για μια μόνο φορά στη ζωή του: όταν ηττηθεί από τον θάνατο.
Στη σύγχρονη κοινωνία, στην οποία τα υλικά αγαθά και η «εικόνα» του ατόμου παρουσιάζονται ως προϋποθέσεις ευτυχίας, η αλαζονεία έχει την … τιμητική της. Το περίεργο όμως με την αλαζονεία είναι, ότι, ενώ αποτελεί στοιχείο της ίδιας της ανθρώπινης φύσης, πρόκειται για ένα τόσο αποκρουστικό και αποκρουστέο φαινόμενο, που όταν το εντοπίζουμε στον άλλον, αυτόματα και αυθόρμητα στεκόμαστε απέναντί του ή τουλάχιστον επιθυμούμε τη θεϊκή αυτή παρέμβαση που θα τον επαναφέρει και πάλι σε τάξη και θα αποκαταστήσει την ισορροπία.
Τελικά δεν είναι η Νέμεσις. Οι ίδιοι οι άνθρωποι απεχθάνονται τους αλαζόνες. Και με την απόρριψή τους, τους τιμωρούν για την αλαζονεία τους. Κάπως έτσι, σβήνει η εξουσία και η επιβολή εκείνων, που δεν είχαν αντιληφθεί πόσο εφήμερη μπορούσε να είναι η εξουσία τους, ανατρέπονται δεδομένα που ουσιαστικά δεν ήταν ποτέ δεδομένα, αυτός που πίστευε ότι σίγουρα θα νικήσει, βρίσκεται στη θέση του ηττημένου, ο άδικος δικαστής και ο κακοπροαίρετος κρίνων γίνονται αδίκως δικασθείς και κακοπροαίρετα κριθείς, αυτός που αρνήθηκε τη βοήθεια στον διπλανό του, έρχεται στην ανάγκη να του ζητήσει ο ίδιος βοήθεια. Αυτή είναι στιγμή βαθιάς συνειδητοποίησης και συντριβής της αλαζονείας.
Αν μετά από αυτό, το άτομο ολισθήσει και πάλι στην αλαζονεία, θα έρθει και πάλι η Νέμεσις να επιβάλλει την τάξη. Γιατί, ο αλαζόνας δεν μπορεί να διαφύγει της τιμωρίας του. Στον δρόμο που διάλεξε είναι μόνος του. Ακόμα και ο πιο αθεράπευτος αλαζόνας, μισεί την αλαζονεία που βλέπει στον διπλανό του…
* H Αικατερίνη Κ. Γανίδη είναι Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
ΠΜΣ «Ιατροδικαστική - Ψυχιατροδικαστική» Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ