Η πολιτική κριτική επιβάλλεται στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου, αλλά δεν δείχνει και τόσο αξιοπρεπές για τον άνθρωπο που βίωσε μια απώλεια. Η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε συνηθίσει βουλευτές, όχι τόσο να εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους όσο δημόσια να σημειώνουν την απογοήτευσή τους που δεν κατάφεραν να προσφέρουν όσα θα ήθελαν στον δικό τους άνθρωπο. Φανταζόμαστε πως αυτό το συναίσθημα ίσως δεν έχει κάνει και τόσο με τη δυνατότητα που έχει κάποιος να εξαγοράσει παρεχόμενες υπηρεσίες (για παράδειγμα ένας ευκατάστατος) όσο (και) με το γεγονός ότι κάποιος που διαθέτει πρόσβαση στο σύστημα υγείας (για παράδειγμα ένας βουλευτής και δη του κυβερνώντος κόμματος) να μην μπορεί να βρει κρεβάτι, υποθετικά λέμε σε μια Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Αυτήν ακριβώς την αδυναμία τη βιώνουν συχνά (σ.σ. μην πούμε καθημερινά και θεωρηθούμε ακραίοι) όλοι εκείνοι οι πτωχοί πλην τίμιοι οι οποίοι θέλουν να συνδράμουν στον δικό τους άνθρωπο, να βρει την υγειά του, αλλά το ΕΣΥ εκείνη την κρίσιμη ώρα, για πολλούς λόγους δεν μπορεί να του διαθέσει τις απαραίτητες υπηρεσίες.
Είναι εκείνη η αδυναμία να βοηθηθεί ο δικός σου άνθρωπος που σου δημιουργεί το αίσθημα της ντροπής, της αναξιοπρέπειας, της απογοήτευσης, της έλλειψης σεβασμού γιατί εκείνη την ώρα, το Νοσοκομείο δεν μπορεί να παράσχει τις αναγκαίες υπηρεσίες στον άνθρωπό σου, όταν ο ασθενής και οι οικείοι του επί σειρά ετών με συνέπεια κατέβαλαν τις προβλεπόμενες εισφορές υγείας.
Είναι αντιληπτό πως άλλο να κλάψουμε τον ασθενή επειδή ήρθε... η ώρα του να εγκαταλείψει τον μάταιο ετούτο κόσμο και άλλο να κλαψουρίζουμε, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα όχι τις ελλείψεις του ΕΣΥ, αλλά τις (πολιτικές) αιτίες που δημιουργούν τα προβλήματα.
Το πρόβλημα με τα φακελάκια των γιατρών, επειδή και αυτό αναφέρθηκε φυσικά και είναι υπαρκτό, αλλά τη διαφθορά κανένα κυβερνών κόμμα δεν την αντιμετώπισε ουσιαστικά. Αντιθέτως όλες οι, μέχρι σήμερα πολιτικές, ευνόησαν την ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών υγείας και πρώτες και καλύτερες (σ.σ. διαχρονικά) οι ηγεσίες του Υπουργείου Υγείας.
Μεγαλύτερη «απάτη» για παράδειγμα από την πρόσφατη απόφαση για τα επ’ αμοιβή χειρουργεία στα δημόσια νοσοκομεία δεν θα μπορούσε να υπάρξει, με δεδομένο ότι το σκεπτικό της απόφασης βασίστηκε στη δήθεν μείωση της λίστας αναμονής.
Πιστεύει λοιπόν κάποιος, ο οποιοσδήποτε νοήμων, ότι ο ασθενής με οικονομική επιφάνεια θα ανέμενε επί μήνες στη λίστα αναμονής για να χειρουργηθεί από τον γιατρό της επιλογής του και δεν θα πλήρωνε, τον ίδιο γιατρό αλλά σε ιδιωτικό φορέα να τον χειρουργήσει, την επαύριον κιόλας;
Αλίμονο σε αυτούς που δεν έχουν την οικονομική άνεση και όντως επί μήνες αναμένουν για να χειρουργηθούν. Στο μεταξύ βέβαια η κατάσταση της υγείας του ασθενούς θα επιδεινωθεί, ενώ η αποκατάστασή της θα επιβαρύνει με περισσότερους πόρους και το ίδιο το ΕΣΥ (πρόσθετες ιατρικές πράξεις, υλικά, ημέρες νοσηλείες, χειρουργεία λόγω επιπλοκών κλπ). Άμα... ζει ο άνθρωπος μέχρι να έρθει η ώρα του στη λίστα και να τον καλέσουν από το νοσοκομείο.
Σημειωτέον ότι η λειτουργία του ΕΣΥ πρέπει να εξεταστεί με οικονομικά κριτήρια χωρίς να απειληθεί ο δημόσιος χαρακτήρας του. Για τον πρόσθετο λόγο μετά την πολυετή, οικονομική εξόντωση των μισθωτών (μνημόνια κλπ) όλο και περισσότεροι πολίτες καταφεύγουν στα Επείγοντα των δημοσίων νοσοκομείων, καθώς ο οικογενειακός προϋπολογισμός αδυνατεί την κάλυψη των ιδιωτικών δαπανών.
Την ώρα που ο οικογενειακός προϋπολογισμός, επίσης από την εποχή των μνημονίων έχει επιβαρυνθεί με την αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης, ενώ για το νέο «χαράτσι» στα παραπεμπτικά του ΕΟΠΥΥ θα διαβάσατε προχθές. Αλλά και να μην το διαβάσατε θα το διαπιστώσετε στο ταμείο.
Εάν η κυβέρνηση θέλει λοιπόν να ενισχύσει εμμέσως το εισόδημα των γιατρών με τα απογευματινά χειρουργεία να το πει ευθέως αντί να ψεύδεται με την... αποσυμφόρηση της λίστας αναμονής. Θα περιμένουμε μερικούς μήνες τα σχετικά στατιστικά.
Οι λίστες, πέραν από την υπαρκτή αλλά βολική για το Κράτος εκδοχή των χρηματιζόμενων γιατρών, διογκώθηκαν επειδή στα νοσοκομεία ποτέ δεν αναπτύχθηκαν πλήρως όλες οι χειρουργικές αίθουσες ή ποτέ δεν είχαν προσληφθεί οι αναισθησιολόγοι, οι ειδικότητες χειρουργών, νοσηλευτών κ.α..
Λόγω του ιδιαίτερα υψηλού κόστους νοσηλείας στις ΜΕΘ ο αριθμός των κλινών ήταν και παραμένει μικρός, ενώ στην εποχή του κορονοϊού από τη σημερινή κυβέρνηση είχε αναπτυχθεί μια παράδοξη κατά την επιστημονική κοινότητα θεωρία, πως κανείς δεν πεθαίνει εκτός ΜΕΘ ή κάπως έτσι είχε διατυπωθεί.
Το κόστος λειτουργίας ήταν «απαγορευτικό» για την ανάπτυξη ΜΕΘ Παίδων σε νοσοκομείο της Λάρισας, έργο που υλοποιείται τελικά μετά από χρηματοδότηση Λαρισαίου επιχειρηματία. Φανταζόμαστε πως στα εγκαίνια δεν θα απουσιάσουν οι πολιτικοί εκείνοι που με τα λογίδριά τους θα εξάρουν την κοινωνική προσφορά του επιχειρηματία, για να κρύψουν έτσι την αδυναμία του λεγόμενου ελληνικού κράτους να στοχεύει σε υπηρεσίες που θα καλύπτουν πραγματικές ανάγκες μιας περιοχής όπως η Θεσσαλία, ο πληθυσμός και το ΑΕΠ της οποίας, αν μη τι άλλο, επιβάλουν τέσσερις – πέντε πόσες θα είναι, κλίνες εντατικής θεραπείας παίδων. Να μη θυμηθούμε απίστευτες θεωρίες που διατυπώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και χάθηκε δωρεά Ιδρύματος, για τον ίδιο σκοπό.
Το ΕΣΥ αποδείχθηκε αξιόπιστο στην εποχή του covid, αλλά τώρα που πέρασαν τα ζόρια, οι φιλελεύθερες πολιτικές θα συνεχίσουν να το αποδυναμώνουν στο όνομα του κέρδους. Όσο εγκαταλείπεται αβοήθητο, θα μένει χωρίς προσωπικό και υποδομές, θα αποδυναμώνεται και στην εφημερία δεν θα τα φέρνουν βόλτα. Πάνε χρόνια τώρα που οι ενώσεις γιατρών και νοσηλευτών αναφέρονται στα ουσιαστικά προβλήματα και όχι αυτά που εφήμερα αναδεικνύονται στα τηλεοπτικά παράθυρα και την επόμενη ημέρα ξεχνιούνται, μέχρι το επόμενο γεγονός.
Χωρίς γιατρούς πώς θα βγει η εφημερία, με δύο νοσοκόμες πώς θα βγει η νυχτερινή βάρδια σε μια πτέρυγα με 40 κλίνες;
Μια εξαιρετικά σοβαρή πτυχή που ξεχνάμε είναι αυτή της πρόληψης (σ.σ. οικογενειακός γιατρός κλπ), με την Πολιτεία να μην εφαρμόζει προγράμματα. Ετσι για... κάθε πονοκέφαλο ο πολίτης απευθύνεται στα Επείγοντα του εφημερεύοντος νοσοκομείου. Να μην σας κουράσουμε με πτυχές όπως η έλλειψη στρατηγικής υγείας, οι νοσοκομειακές λοιμώξεις κλπ κλπ.
Να συμπαρασταθούμε στον διπλανό μας για την απώλεια του δικού του ανθρώπου, αλλά άλλο πράγμα η διαχείριση του πένθους και άλλο η πολιτική ευθύνη γι’ αυτές τις αποφάσεις (που υπερψηφίζονται) σε βάρος του δημόσιου συστήματος υγείας...
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ