Ζούμε, εξάλλου, στην εποχή τής -καθολικώς προσβάσιμης και συνεχούς- πληροφόρησης. Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι καθόλου παράδοξο, το ενδιαφέρον των πολιτών να μάθουν τι μέλλει γενέσθαι στις εκλογικές αναμετρήσεις πριν καν αυτές διεξαχθούν. Διαβάζοντας δημοσκοπήσεις, προβλέποντας ποσοστά και έδρες, ακόμη και ρίχνοντας κλεφτές ματιές στις στοιχηματικές αποδόσεις, μια που ο τζόγος έχει ήδη διεισδύσει μέχρι και στο πεδίο του εκλογικού και κομματικού ανταγωνισμού. Κάτι όμως δεν έχουμε καταλάβει καλά: Τείνει να καταστεί σισύφεια η οποιαδήποτε προσπάθεια να εκτιμήσουμε ένα οποιοδήποτε εκλογικό αποτέλεσμα εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων. Πόσο μάλλον στην ελληνική εκδοχή ενός αποτελέσματος, που αποτελεί συνάρτηση ποικίλων παραγόντων.
Δεδομένο πρώτο: Τα κομματικά στεγανά πλέον δεν είναι άτρωτα. Ο απογοητευμένος δεξιός ψηφοφόρος δεν είναι βέβαιο ότι θα αναζητήσει εκλογικό καταφύγιο σε ακροδεξιά ή ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα. Υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να επιλέξει κόμματα που κινούνται μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας, ανανεωτικής και κομμουνιστικής αριστεράς. Το ίδιο ισχύει και για την άλλη πλευρά. Επί παραδείγματι, ο κεντροαριστερός ψηφοφόρος ρίχνει πλέον κλεφτές ματιές στον ακροδεξιό χώρο. Αν ρίξουμε μια ματιά στις συσπειρώσεις των κομμάτων στις εκλογές του Μαΐου του 2023, η υπόθεσή μας επαληθεύεται. Το 9,1% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ και το 13,2% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ (του 2019) επέλεξαν τη Νέα Δημοκρατία. Η Νέα Δημοκρατία είχε διαρροές της τάξης του 10,1% προς τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ αθροιστικά. Τον Μάιο του 2012, από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ τροφοδότησε κατά 12,5% τους ΑΝΕΛ και τη Χρυσή Αυγή. Οι μετακινήσεις αυτές που κάποτε αποτελούσαν την εξαίρεση, πλέον αποτελούν τον κανόνα.
Δεδομένο δεύτερο: Βρισκόμαστε στην εποχή της καρτελοποίησης των κομμάτων και της επαγγελματοποίησης της πολιτικής. Σε αυτήν τη συνάφεια, τα πολιτικά κόμματα γενικεύουν τις εγκλήσεις και το ιδεολογικό τους οπλοστάσιο στη συνεχή προσπάθειά τους να διευρύνουν την επιρροή τους. Η Νέα Δημοκρατία έχει κάνει μια εμφανή στροφή προς το κέντρο, διακινδυνεύοντας πλήρως τη μερική ή ολική απώλεια της δεξιάς συνιστώσας της. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Στ. Κασσελάκη επιχειρεί να δεξιωθεί απολίτικα κοινά, ψηφοφόρους που δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με την πολιτική, ψηφοφόρους του «όλοι ίδιοι είναι», ενώ παράλληλα το αριστερό του προφίλ έχει δεχθεί σημαντικό πλήγμα. Αλλά και στην Ευρώπη, οι μετασχηματισμοί διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Η Γερμανίδα πολιτικός Σάρα Βάγκενκνεχτ, σημαίνουσα προσωπικότητα του κομμουνιστογενούς Die Linke, αποχώρησε από αυτό πέρυσι και ίδρυσε νέο αριστερό κόμμα, το οποίο έχει σημαία του την… αντιμεταναστευτική ρητορική! Στην Ιταλία, που έχει δοκιμαστεί από τη βάσανο του φασισμού, κυβερνά το κόμμα – μετεξέλιξη του πάλαι ποτέ ακροδεξιού MSI, με πρωθυπουργό την Τζόρτζια Μελόνι.
Δεδομένο τρίτο: Το μέγεθος και η προέλευση της αποχής. Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, που, αν μη τι άλλο, είναι βέβαιο ότι θα απασχολήσουν σημαντικά τη μελλοντική κοινωνιολογική και πολιτική βιβλιογραφία, 1 στους 2 Έλληνες ψηφοφόρους δεν άσκησε το εκλογικό δικαίωμά του. Τόσο οι «επαναπαυμένοι» ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας όσο και οι «απογοητευμένοι» ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και κάθε είδος ψηφοφόρου που για προσωπικούς λόγους δεν ψήφισε τον Ιούνιο του 2023, συνέβαλλαν στη διαμόρφωση της εικόνας που εξετάζουμε. Οι επερχόμενες ευρωεκλογές θα διεξαχθούν 9 Ιουνίου. Στην καρδιά του καλοκαιριού, δηλαδή, και με πολλούς νέους να εργάζονται, κανείς δεν είναι σε θέση εκ των προτέρων να πει με σιγουριά ποιο κόμμα θα επωφεληθεί ή θα ζημιωθεί από την υπό διαμόρφωση κατάσταση. Συν αυτοίς, οι ευρωεκλογές αποτελούν εκλογές «β’ τάξης». Δεν υπάρχει ουσιαστικό εγχώριο διακύβευμα, η κυβέρνηση παρά τη φθορά της δεν απειλείται από την αντιπολίτευση και η «χαλαρότητα των ψηφοφόρων» είναι κάτι παραπάνω από δεδομένη. Και μέσα σε όλα αυτά, ας αθροιστεί και η κόπωση των εκλογέων από τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις (θα είναι η 5η φορά εντός ενός έτους κατά προσέγγιση).
Δεδομένο τέταρτο: Οι αναποφάσιστοι παίζουν πλέον ρόλο – κλειδί. Στις τελευταίες εκλογές, το 13% περίπου των εκλογέων επέλεξαν τις τελευταίες ημέρες το κόμμα που θα ψηφίσουν. Το αντίστοιχο ποσοστό στις ευρωεκλογές του 2019 ήταν 12,5%. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις της τρέχουσας περιόδου, το ποσοστό των (δηλωμένων) αναποφάσιστων υπερβαίνει το 15% και σε κάποιες προσεγγίζει το 18% ή το 19%. Χωρίς να γνωρίζουμε τις διαθέσεις αυτού του τμήματος του εκλογικού σώματος, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να «κατανείμουμε αναλογικά» τους αναποφάσιστους σε όλα τα κόμματα, ούτε φυσικά να παραβλέψουμε το ιλιγγιώδες ποσοστό αυτών. Αποτελεί κατά την εκτίμησή μου, μεθοδολογικό και επιστημονικό σφάλμα. Αντιλαμβανόμαστε, επομένως, τον κρίσιμο ρόλο που παίζουν οι αναποφάσιστοι και ιδιαίτερα, όταν η τελική τους απόφαση λαμβάνεται στο «παρά ένα» των εκλογών, οδηγώντας σε αυτό που πολλοί ονομάζουν «εκπλήξεις», ενώ στην ουσία πρόκειται περί νομοτέλειας.
Συμπερασματικά, είναι στατιστικά και μεθοδολογικά αδύνατο να κάνουμε μια επακριβή πρόβλεψη για το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου. Το αποτέλεσμα αυτό θα είναι απότοκο πολλών και διαφορετικών μεταξύ τους παραγόντων: την προέλευση και την ένταση της αποχής, τη σύνθεση των ψηφοδελτίων, το κατά πόσο τα πολιτικά κόμματα θα κινητοποιήσουν τους εν δυνάμει ψηφοφόρους τους, τα ζητήματα της τότε επικαιρότητας, καθώς και απρόβλεπτα γεγονότα που θα αλλάξουν άρδην το πολιτικό πλαίσιο (βλέπετε τη δήλωση του Γιώργου Κατρούγκαλου παραμονές των εκλογών του Μαΐου του 2023).
Τέλος, η συζήτηση περί των δημοσκοπήσεων και των exit polls είναι διαρκώς επίκαιρη. Στην Ελλάδα το γνωρίζουμε πολύ καλά. Σχεδόν όλες οι δημοσκοπήσεις απέτυχαν να προβλέψουν τα αποτελέσματα των (πρώτων) εκλογών του 2012, του δημοψηφίσματος, των (δεύτερων) εκλογών του 2015, των (πρώτων) εκλογών του 2023. Κοντά σε αυτές και τα αντίστοιχα exit polls. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για το μόνο ασφαλές επιστημονικό εργαλείο που έχουμε στη διάθεσή μας για να μετράμε την κοινή γνώμη και τις τάσεις αυτής, δεν παύει να αποτελεί κοινό μυστικό ότι η δημοσκόπηση (ως μέθοδος) επιδέχεται βελτιώσεων και τροποποιήσεων, τουλάχιστον ως προς τις ερευνητικές μεθόδους που αυτή χρησιμοποιεί, προκειμένου να ανταποκρίνεται καλύτερα στον επιστημονικό και κοινωνικό ρόλο της.
*Ο Αγαμέμνονας Αντωνούλης είναι προπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο