Κάπου-κάπου σταματούσε στο μικρό γλαστράκι με το κατακόκκινο γεράνι που μοσχοβολούσε στη βεραντούλα της.
Πολλές φορές ένιωθε πως μέσα στη μονότονη ζωή της, εκείνο το λουλουδάκι ήταν μια πινελιά χαράς. Πάντα κοντά του περνούσε τις ελάχιστες ελεύθερες στιγμές της… Μαζί του συζητούσε τα προβλήματά της, τις ανησυχίες της, τους φόβους της, τις δυσκολίες της. Ήταν ο μόνος ζωντανός οργανισμός μετά από κείνη, μέσα σ’ αυτό το στενάχωρο δωμάτιο.
Το είχε φυτέψει με τα χέρια της, το είδε να μεγαλώνει, ν’ ανθίζει και το καμάρωνε όπως μια μάνα το παιδί της. Κάποια στιγμή πήρε μια καρέκλα και κάθισε κοντά του. «Δεν πάνε καθόλου καλά τα πράγματα μικρό μου, ψιθύρισε… Είμαι στα πρόθυρα της υπερκόπωσης. Βουλιάζω και δεν έχω να στηριχθώ πουθενά, πώς θα τα βγάλω πέρα!
Να, τώρα όπως ξέρεις πρέπει να φύγω για τη δουλειά, μα δεν έχω τη δύναμη, νομίζω πως πριν βγω απ’ την πόρτα θα καταρρεύσω».
Χάιδεψε τα βελούδινα πέταλά του και σηκώθηκε. Όταν έφθασε στην πολυκατοικία χάρηκε που ήταν ησυχία, γιατί θα γλίτωνε απ’ τις αγγαρείες της μιας και της άλλης και θα τελείωνε τη δουλειά της γρηγορότερα.
Θα γλίτωνε κι απ’ τις παρατηρήσεις και τη μουρμούρα της διαχειρίστριας.
Εκείνη η γυναίκα της έδινε στα νεύρα. Ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένη, όλο και κάτι θα έβρισκε να πει. Πήγε στην αποθηκούλα, πήρε τα σύνεργα της δουλειάς της και κάλεσε το ασανσέρ. Ήταν έτοιμη να μπει όταν άκουσε την αντιπαθητική φωνή της. Γύρισε και βρέθηκε μπροστά της.
«Στάσου εσύ, έχουμε να πούμε δυο κουβέντες…».
«Ορίστε τι θέλετε κυρία Αγγέλα;».
«Ξέρεις τι ώρα είναι;».
«Βεβαίως, είναι τρεις».
«Άκου κοπέλα μου, δεν μπορείς να έρχεσαι εδώ όποτε σου κάνει κέφι. Τέτοια ώρα όλοι οι ένοικοι ησυχάζουν. Είναι άνθρωποι που μοχθούν όλη μέρα και δε μπορούν να έχουν εσένα να περιφέρεσαι στους διαδρόμους με τους κουβάδες μεσημεριάτικα».
«Μα κι εγώ …».
«Δεν ακούω τίποτα, από αύριο πρωινή ώρα… Δεν θα περιμένουμε να κλείσουν πρώτα οι καφετέριες…». Κάτι πήγε να πει το κορίτσι για κείνη την τελευταία φράση, ένιωσε βαθιά προσβεβλημένη, μα εκείνη δεν θέλησε ν’ ακούσει, πήρε το ασανσέρ κι ανέβηκε.
Η Μαριάνα κάθισε στα σκαλοπάτια για να συνέλθει. Εκείνη η ταραχή τής έκοψε τα γόνατα. Έπειτα σκούπισε τα μάτια της, που άθελά της ξέφυγαν δύο δάκρυα και συνέχισε τη δουλειά της.
Όταν έφθασε στην άλλη πολυκατοικία ήταν σχεδόν απόγευμα. Εκεί δεν είχε πρόβλημα, όποια ώρα κι αν πήγαινε. Η διαχειρίστρια ήταν μία καλοσυνάτη μεσόκοπη γυναίκα. Αν τύχαινε να την ακούσει έβγαινε στη σκάλα και την έπαιρνε με το ζόρι στο διαμέρισμα. Πότε για να της ψήσει καφέ, πότε για να της δώσει κάτι φαγώσιμο που θα είχε τύχει να φτιάξει εκείνη την ημέρα.
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση η Μαριάνα ένιωθε άβολα. Δεν είχε τον χρόνο να κουβεντιάζει ούτε να κάνει επισκέψεις.
Ήθελε να τελειώσει τη δουλειά της και να φύγει αθόρυβα. Έπειτα διέκρινε και μια κάποια περιέργεια στη συμπεριφορά της. Πολλές φορές της έκανε ερωτήσεις που δεν ήθελε να δώσει απάντηση. Επιτέλους δεν ήταν υποχρεωμένη να δίνει εξηγήσεις στον καθένα, πως βρέθηκε στην ανάγκη να δουλεύει και συγχρόνως να παρακολουθεί και πανεπιστήμιο.
Και σ’ αυτή την πολυκατοικία, είχε αρχίσει να ψιθυρίζεται πως η κοπέλα ήταν φοιτήτρια. Ένας συμφοιτητής της τη συνάντησε κάποια μέρα στην είσοδο, εκείνος ανέβαινε να δει έναν φίλο του, κι από στόμα σε στόμα κυκλοφόρησε.
Το κουτσομπολιό σ’ αυτά τα κοινόβια ανάβει όπως το σπίρτο στο φρύγανο και παίρνει τέτοιες διαστάσεις που δεν δαμάζεται με τίποτα… Βράδυ σχεδόν τελείωσε τη δουλειά της. Πέρασε απ’ το κτίριο του Ο.Τ.Ε. να κάνει ένα τηλεφώνημα στο σπίτι της στην επαρχία, να πει στη μάνα της εκείνο το «είμαι καλά μην ανησυχείτε για μένα» και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της.
Ήταν εξεταστική περίοδος και την άλλη μέρα το πρωί, έδινε ένα δύσκολο μάθημα. Το αν θα το περνούσε βέβαια, ήταν μια άλλη ιστορία, αλλά εκείνη έπρεπε να προσπαθήσει.
Εκείνα τα τελευταία δύο χρόνια, το πανεπιστήμιο της είχε γίνει εφιάλτης. Και η ζωή της γενικότερα.
Πριν δύο χρόνια είχε πεθάνει ξαφνικά ο πατέρας της, από ανακοπή καρδιάς. Και η οικογένεια έχασε τα νερά της. Με τη μικρή σύνταξη δεν έβγαιναν πέρα τα έξοδά τους. Στην αρχή μπρος στο τεράστιο πρόβλημα που κλήθηκαν ν’ αντιμετωπίσουν, σκέφτηκαν να διακόψει το πανεπιστήμιο, μα ο μικρός της αδελφός αντέδρασε. «Θα δουλέψουμε όλοι είπε και η Μαριάνα θα συνεχίσει. Το νοίκι το αναλαμβάνω εγώ, θα δουλέψω το καλοκαίρι σερβιτόρος...!».
Αγκαλιάστηκαν, έκλαψαν και οι τρεις και πήραν δύναμη, ο ένας απ’ τον άλλον. Κι η ζωή συνεχίστηκε, κι ο αγώνας γινόταν κάθε μέρα δυσκολότερος και σκληρότερος. Και ήρθαν στιγμές που αγανάκτησαν και τα έβαλαν με την κακιά τους μοίρα.
Η μάνα με τον γιο της είχαν περιορίσει τα έξοδά τους στο ελάχιστο για να στέλνουν χρήματα στο κορίτσι. Που κι εκείνο με τη σειρά του έκανε τη νύχτα μέρα για να τα βγάλει πέρα, με τόσο διάβασμα και δουλειά.
Εκείνη τη δουλειά που ήταν υποχρεωμένη ν’ αντιμετωπίζει τις παραξενιές της καθεμιάς στις δύο πολυκατοικίες που καθάριζε, μα που ήταν η μόνη δουλειά που δεν είχε τακτικό ωράριο, κι άφηνε ελεύθερες ώρες για διάβασμα και για παρουσίες στο πανεπιστήμιο…
Η κυρία Αγγέλα όμως η διαχειρίστρια, της τα είπε έξω απ’ τα δόντια εκείνη την ημέρα. Ή πρωινή ώρα ή ν’ αφήσει τη σκάλα… Ήταν απόλυτη και κατηγορηματική. Δεν σήκωνε κουβέντα και δεν ήθελε πολλά πάρε-δώσε με την… «καθαρίστρια», όπως έλεγε με στόμφο στις συγκάτοικές της.
Το κρατικό Νοσοκομείο εκείνη την ημέρα ήταν ανάστατο, απ’ τα χαράματα. Νοσοκόμες, γιατροί, προσωπικό, όλοι έτρεχαν και δεν έφθαναν. Κοντά στα ξημερώματα, ένα πούλμαν ξέφυγε απ’ τον δρόμο και βρέθηκε κάτω απ’ τη γέφυρα.
Ένας σύλλογος γυναικών πραγματοποιούσε μια εκδρομή σ’ ένα μοναστήρι και πριν προλάβουν να κάνουν λίγα χιλιόμετρα απ’ την πόλη συνέβη το ατύχημα. Νεκρές ευτυχώς δεν είχε, μα ήταν όλες χτυπημένες και κάποιες σοβαρά.
Σοβαρότερα απ’ όλες ήταν μια νέα γυναίκα γύρω στα πενήντα, που την είχαν βάλει στο χειρουργείο απ’ την ώρα που τις έφεραν και κράτησε αρκετές ώρες η επέμβαση μέχρι να αποκατασταθεί η βλάβη στα πλευρά της.
Αργά το απόγευμα συνήλθε απ’ τη νάρκωση και μπόρεσε να καταλάβει τι είχε συμβεί.
Κάποια στιγμή όμως, την έπιασε κάτι σαν υστερία, κι άρχισε να φωνάζει και να κλαίει. Έτρεξαν οι νοσοκόμες, προσπάθησαν να την ηρεμήσουν, μα εκείνη ζητούσε επίμονα ένα γιατρό…
Όρθια μπροστά στο κρεβάτι της άτυχης γυναίκας στεκόταν τώρα μια νεαρή γιατρός. Ήταν ψηλή, μελαχρινή, με πλούσια μαύρα μαλλιά τραβηγμένα πίσω αυστηρά και δεμένα μ’ ένα κορδελάκι.
Η γυναίκα εξακολουθούσε να φωνάζει και να ζητάει γιατρό… Σε μια στιγμή στύλωσε τα μάτια της πάνω στην κοπέλα…
«Εσύ…; Τι κάνεις εδώ…; Δουλεύεις; Σε παρακαλώ φώναξε έναν γιατρό…». Η Μαριάνα πήρε την πίεσή της, τον σφυγμό της και είπε σε κάποια απ’ τις αδελφές να φέρει ένα ηρεμιστικό. «Δεν καταλαβαίνω… Δεν είναι δυνατόν… Ω! Μαριάνα πόσο ντρέπομαι…».
«Ησυχάστε κυρία Αγγέλα, δεν πρέπει να κινείστε κι όλα θα πάνε καλά…».
«Ζητώ συγγνώμη… κορίτσι μου, θα μπορέσεις να με συγχωρέσεις…; Σου φέρθηκα τόσο σκληρά…» Και έβαλε πάλι τα κλάματα…