«Αυτοί λοιπόν τώρα, αφού σας γίνουν παράδειγμα και σκεφτείτε πως ευτυχία σημαίνει ελευθερία και ελευθερία σημαίνει ανδρεία, να μη δειλιάζετε μπροστά στους κινδύνους του πολέμου»
Θουκυδίδης, Επιτάφιος Περικλή 43Στο πάρκο του σιδηροδρομικού σταθμού της Λάρισας προς την πλευρά της οδού Ηρώων Πολυτεχνείου ο επισκέπτης αντικρίζει μια λιτή μαρμάρινη ανάγλυφη εικόνα ενός στρατιώτη, εντοιχισμένη σε μια απλή τσιμεντένια κατασκευή, στην οποία διαβάζουμε:
ΔΗΜ. ΤΑΣΟΣ (ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ)
1919-2012
Καπετάνιος της Ταξιαρχίας Ιππικού
του ΕΛΑΣ
Απελευθερωτής της Λάρισας
από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής
στις 23 Οκτωβρίου 1944Έψαξα παντού στο πάρκο να βρω μια πινακίδα που να αναγράφει το όνομα του Ήρωα της Αντίστασης Δ. Τάσου Μπουκουβάλα. Δεν υπάρχει πουθενά. Και όμως στο πάρκο αυτό, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της Λάρισας επί δημαρχίας Κων/νου Τζανακούλη, δόθηκε το όνομα του τιμημένου Καπετάνιου του ΕΛΑΣ Μίμη Τάσου Μπουκουβάλα.
Ο Μίμης Τάσος Μπουκουβάλας είναι και αυτός, ανάμεσα σε πολλά άλλα τέκνα της Λάρισας, η «Μνήμη της πόλης».
Θα περίμενε κανείς, εφόσον η ίδια η πόλη του απονέμει τον εξόχως τιμητικό τίτλο του «Απελευθερωτή», να είναι περισσότερο γενναιόδωρη απέναντι στη μνήμη του και την προσφορά του.
Ο τιμημένος Καπετάνιος της Ταξιαρχίας Ιππικού της Θεσσαλίας Μίμης Τάσος Μπουκουβάλας γεννήθηκε το 1919 στη Λάρισα. Παιδί ακόμα, ακολουθούσε τον πατέρα του που είχε αλωνιστικό συγκρότημα και τα καλοκαίρια περιόδευε τα χωριά αλωνίζοντας τη σοδειά των χωρικών.
Είχε την ευκαιρία να γνωρίσει, από πρώτο χέρι, όχι μόνο το χωριό καταγωγής του πατέρα του, το Κιλελέρ, αλλά και ένα μεγάλο μέρος του θεσσαλικού κάμπου.
Κατατάχθηκε εθελοντής στον στρατό το 1937 και υπηρέτησε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο ως υπαξιωματικός στη Β’ Ομάδα Αναγνωρίσεως Ιππικού, η οποία, πολεμώντας, φτάνει από τη Σαμαρίνα μέχρι την Κλεισούρα, στο χωριό Στρένεζι. Τον Μάρτιο του 1941 αποσπάται στην Αθήνα στη νεοσύστατη Μηχανοκίνητη Μεραρχία και μεταφέρεται κοντά στη Δοϊράνη στα Γιουγκοσλαβικά σύνορα, όπου με την επίθεση των Γερμανών, ύστερα από σκληρές μάχες, τον βρίσκει η κατάρρευση.
Στο βιβλίο «ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ’40 ΚΑΙ Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑ», το οποίο εκδίδει η ΕΤΑΙΡΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΔΙΑΣΩΣΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΑΡΧΕΙΩΝ Ν. ΛΑΡΙΣΑΣ 1940-1974, δημοσιεύεται ένα κείμενο του Μίμη Τάσου Μπουκουβάλα, το οποίο φέρει τον τίτλο «ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ 1940-1941 ΣΤΗΝ ΠΙΝΔΟ, ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ, ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: ΧΡΟΝΙΚΑ». Στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας περιγράφει την ηρωική πορεία του ελληνικού στρατού στα μέτωπα Αλβανίας και Μακεδονίας.
Η περιγραφή των εικόνων είναι συναρπαστική. Η γλώσσα λογοτεχνική αλλά και τεχνοκρατική ταυτοχρόνως, εμπλουτισμένη με στρατιωτικούς όρους. Είναι φανερό πως ο συγγραφέας Μίμης Τάσος Μπουκουβάλας είναι γενναίος πολεμιστής, ενώ ταυτοχρόνως είναι και γεννημένος στρατιωτικός. Γράφει ο Μίμης Τάσος Μπουκουβάλας: «Τα αεροπλάνα να μας βομβαρδίζουν ανενόχλητα. Τα βλήματα του εχθρικού πυροβολικού να ροχάζουν πάνω από τα κεφάλια μας και, σαν να τα τράβαγε μαγνήτης, να πέφτουν, τα περισσότερα όπως οι βόμβες, στη χαράδρα όπου είχαν καταφύγει τα άχρηστα πια συνεργεία (μάγειροι, πεταλωτές, κτηνονοσοκόμοι, επιμελητές κ.λ.π.) και να τους αποδεκατίζουν».
Και λίγο πιο κάτω:
«Στο μονοπάτι προς Φούρκα μας έφτασαν τα άλογά μας με τους ιπποφύλακες. Βαδίζαμε έφιπποι σ’ ένα υψίπεδο, όταν ακούστηκε σάλπιγγα συναγερμού και η διαταγή: «Καλυφθείτε στο δάσος». Καλπάσαμε και χωθήκαμε σ’ αυτό. Μαζί, όμως, με τον βόμβο των αεροπλάνων ακούσαμε εκρήξεις και μυδραλιοβολισμούς. Όταν έληξε ο συναγερμός και ξαναμπήκαμε σε πορεία, σ’ ένα σπανό μέρος, που το αυλάκωναν πρόχειρα ορύγματα, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα φρικτό θέαμα. Δεκάδες στρατιώτες και αξιωματικοί νεκροί, με τα μάτια ανοιχτά να γυαλίζουν στραμμένα προς τον ουρανό, σαν από ξάφνιασμα θανάτου και παράπονο μαζί».
Το αντιπολεμικό κείμενο αυτό, τολμώ να πω, με τα λίγα γράμματα που έμαθα ως βιβλιοπώλης, πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία μαζί με το «Άξιον Εστί» και το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» του Ελύτη και το «Πλατύ ποτάμι» του Μπεράτη.
Το 1993 δύο νεαροί αξιωματικοί, που την περίοδο εκείνη υπηρετούσαν στην 1η Στρατιά – τακτικοί επισκέπτες αλλά και πελάτες του βιβλιοπωλείου μας, μας παρακαλούν να μεσολαβήσουμε για μια συνάντηση με τον Καπετάνιο Μίμη Τάσο Μπουκουβάλα, τον οποίο έβλεπαν τακτικά στο βιβλιοπωλείο μας.
Υπήρξαν πολλές συναντήσεις στο πατάρι του βιβλιοπωλείου. Εκείνοι ρωτούσαν και ο Καπετάνιος απαντούσε. Πρόσφατα έμαθα από την οικογένεια του Καπετάνιου πως ο αρχηγός της τακτικής αεροπορίας της Λάρισας, επισκέφθηκε το σπίτι τους και μίλησε με τον Καπετάνιο.
Είναι προφανές πως τους Έλληνες αξιωματικούς τους ενδιέφερε να μάθουν από πρώτο χέρι πώς έγινε αυτός ο άθλος της Εθνικής Αντίστασης. Το μέγα ερώτημα είναι πώς η Ταξιαρχία ιππικού του Μπουκουβάλα – η ισχυρότερη σε πυρά μονάδα ιππικού που είχε ποτέ η Ελλάδα σύμφωνα με τους ιστορικούς - αντιμετώπισε τον μηχανοκίνητο γερμανικό στρατό και μάλιστα στους κάμπους.
Κάπου δύο χιλιάδες άνδρες διασχίζανε τον θεσσαλικό κάμπο περπατώντας μόνο τις νύχτες. Την ημέρα τους κατάπινε ο πλατύς κάμπος. Αμέσως μόλις νύχτωνε, άρχιζε πάλι η λαχανιαστική πορεία. Ήξεραν τον τόπο σπιθαμή προς σπιθαμή. Ο Μπουκουβάλας γνώριζε τον κάμπο, γιατί από μικρό παιδί εργαζόταν στην αλωνιστική μηχανή του πατέρα του.
Είχαν μαζί τους κανόνια, βαριούς όλμους, μπαζούκας, πολυβόλα και μυδράλια, εφόδια και εκρηκτικές ύλες. Όλα αυτά οι αντάρτες τα άρπαξαν από τους Ιταλούς.
Η ένδοξη αυτή «ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ» περιγράφεται στο βιβλίο του Αλέξη Σεβαστάκη «ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ. ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΙΠΠΙΚΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ».
Στις σελίδες του βιβλίου αυτού περιγράφεται η κορυφαία ώρα του ελληνικού λαού. Περιγράφεται η πάλη κατά του κατακτητή, πρώτα-πρώτα για την εθνική απελευθέρωση, αλλά και ο αγώνας για ένα ιδανικό ευρύτερο και υψηλότερο: τη λύτρωση του ανθρώπου από τις δαιμονικές δυνάμεις της φασιστικής κοσμοθεωρίας.
Στις 23 Οκτωβρίου 1944 το αντάρτικο ιππικό του Μπουκουβάλα εισέρχεται στη Λάρισα. Στην αντιστασιακή εφημερίδα «Αλήθεια» δημοσιεύεται, στο φύλλο 285/24-10-1944, η παρακάτω ανακοίνωση:
ΕΘΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΛΑΣ
ΤΑΞΙΑΡΧΙΑ ΙΠΠΙΚΟΥ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Ύστερα από σκληρό αγώνα ενάντια στους Γερμανούς που κράτησε όλη τη μέρα 22-10-1944, στα νότια και ανατολικά της Λάρισας, τα τμήματά μας, καταδιώκοντας τον υποχωρούντα εχθρό, μπήκαν σήμερα στις 3 το πρωί στην πόλη της Λάρισας και εν ονόματι της εθνικής κυβέρνησης αποκατέστησαν τις ελληνικές αρχές.
Σ.Δ. Ταξιαρχίας Ιππικού 23-10-1944
Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ
ΔΗΜ. ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ Συν/χης
ΔΗΜ. ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ
Γράφει ο Μίμης Τάσος Μπουκουβάλας στο βιβλίο του το «ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΙΠΠΙΚΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ»:
«Είναι απόγευμα. Σιγά σιγά αρχίζει να διαλύεται ο κόσμος. Το πανηγύρι όμως συνεχίζεται. Καμπάνες, τραγούδια, φωνές, χοροί. Άρχισαν να προσέρχονται επιτροπές και παράγοντες της πόλης για να συγχαρούν τη Διοίκηση της Ταξιαρχίας, να υποβάλουν τα σέβη τους… Ο κόσμος γιόρταζε και πανηγύριζε. Εμάς τρέμαν τα πόδια μας από την πείνα και την κούραση».
Την επόμενη μέρα της απελευθέρωσης της Λάρισας, 24 Οκτωβρίου 1944, η Ταξιαρχία Ιππικού και ο Μίμης Μπουκουβάλας έφυγαν από τη Λάρισα καταδιώκοντας τον εχθρό. Ακολουθούν σκληρές μάχες μέχρι τα σύνορα.
Στις 30 Μαρτίου 1945 ο Καπετάνιος Μίμης Τάσος Μπουκουβάλας συλλαμβάνεται. Προφανώς επειδή ήταν κομμουνιστής. Τον Ιούνιο του 1948 καταδικάζεται σε θάνατο από το Κακουργιοδικείο Τρικάλων. Πέρασε συνολικά 21 χρόνια σε φυλακές και εξορίες, εκ των οποίων τα 3 χρόνια ως μελλοθάνατος. Γνώρισε όλες τις ελληνικές φυλακές, Λάρισας, Τρικάλων, Αίγινας, Αβέρωφ, Γιούρας, Κεφαλονιάς, Καλαμίου, Αλικαρνασσού, Κερκύρας. Και όπως γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του:
«Γνώρισα την απομόνωση μήνες ολόκληρους στο σκοτάδι… Έμεινα όπως χιλιάδες άλλοι επί χρόνια με την αγωνία της εκτέλεσης. Οι νύχτες ήταν εφιάλτης...».
Από το 1937 έως το 1944, επτά ολόκληρα χρόνια ο Μίμης Τάσος Μπουκουβάλας αφιερώνει τη ζωή του στην πατρίδα. Διατρέχει τα βουνά της Πίνδου, της Αλβανίας, της Μακεδονίας και τους κάμπους της Θεσσαλίας, πολεμώντας νύχτα μέρα για την αξιοπρέπεια και την ελευθερία της πατρίδας.
Έρχεται η πατρίδα και τον πληρώνει με τριπλάσιο νόμισμα. Δηλαδή επί 21 χρόνια τον «πληρώνει» με την τιμωρία να διατρέξει όλες τις φυλακές και τα ξερονήσια της χώρας.
Ευτυχώς μετά το 1971, χρονιά που τελειώνει η εξορία του στη Λέρο, ο Καπετάνιος βρίσκει τον χρόνο επιτέλους να ζήσει και να απολαύσει ένα αυτονόητο ανθρώπινο δικαίωμα. Την οικογένεια και την θαλπωρή της οικογενειακής εστίας.