Λοιπόν Στέφανε Κασσελάκη, εσύ που κάθισες Απόκριες «μέσα», με τα γραφεία σου, τα «τικ τοκ» σου και που σου βαράγανε «προσοχές», έκανες ένα καλό σε όλους μας.
Μας ξαναθύμισες τον Στρατό και όχι τις καλύτερες στιγμές. Μπορεί στις αντροπαρέες να διηγούμαστε σκαμπρόζικες ιστορίες απ’ το στράτευμα και να γελάμε πότε με τα ...περίεργα ελληνικά κάποιου λοχία, πότε με τη φάρσα που σκαρώσαμε στον μάγειρα της μονάδας, αλλά σαν περάσουν όλα αυτά, επανέρχονται στη μνήμη μαύρες στιγμές. Εν προκειμένω ήμουν γραφιάς. Πέρασα πρώτα από αγγαρείες, έκανα «μήνους» τρεις τον σκαφτιά σε κάτι χαντάκια που ανοίγαμε -αγνοώ τον λόγο, ήμουν μόνιμος κάνα δύο μήνους στο πέταγμα των σκουπιδιών, πέρασα απ’ τον Όρχο της Μονάδας όπου γυαλίζαμε τις ...«καναδέζες», στο τέλος, αφού πάλιωσα, ανακάλυψαν ότι είμαι «της φιλολογίας» και με βάλανε στα γραφεία, με κατσάδες μάλιστα γιατί ...δεν τους είπα τι σπούδασα, κι έκανα– έλεγαν- τον ψόφιο κοριό στα ...έργα. Δεν είπα τίποτα.
Γενικά, τότε, δεν έλεγα τίποτα, όπως -ορθώς- με είχαν συμβουλεύσει. Διότι ως γνωστόν «όπου τελειώνει η λογική – έλεγαν- αρχίζει ο Στρατός» κλπ κλπ.
Το λοιπόν, ο διοικητής είναι τρελός. Κανονικά τρελός όμως, έτσι; Κι έχει έναν υποδιοικητή- λοχαγό με τον οποίο μισείται θανάσιμα. Κάθεται ο «τρελός», κάνει μια μελέτη περί αναβάθμισης της ασφαλείας του Στρατοπέδου, κατόπιν εντολής του ΓΕΣ και πολύ το χαίρεται. Διότι, κρίσεις έρχονται, δεν μπορεί, με τέτοιες εργασίες θα εκτιμήσουν το έργο του, θα την πάρει τη μεταθεσούλα στο Πεντάγωνο, θα γλιτώσει από τα ξεροβόρια των κοιλάδων της Μακεδονίας όπου υπηρετούσε για χρόνια. Και με φωνάζει. Και μου αναθέτει – «εμπιστευτικώς»- τη δακτυλογράφηση της μελέτης- πενήντα σελίδες πράμα μιλάμε, εργασία που τελικώς ολοκληρώθηκε με νυχθημερόν δουλειά, άπειρους φραπέδες και άπειρα τσιγάρα, διότι τότε, στο ...πληκτρολόγιο της παλιάς γραφομηχανής του 1ου Γραφείου, έψαχνα ακόμη να βρω τα ...γράμματα- τόσο άσχετος.
Και μια μέρα απουσιάζει ο «τρελός» με πυρετό, κι έρχεται ο ...λοχαγός, με βουτάει, «πού είναι η μελέτη στρατιώτη;» «εδώ κύριε λοχαγέ», «καλά ετοίμασε ένα διαβιβαστικό να την στείλουμε στο ΓΕΣ». Και τη στέλνει ο μπαγάσας με δική του υπογραφή, φαρδιά – πλατιά, σα να ’τανε δική του μελέτη, και οικειοποιούμενος την εργασία του «τρελού». Ανήθικο; Απολύτως. Αλλά κι εγώ τι να έκανα; Ποιον να κάνω καλά; Διαταγή ...ανωτέρου, σου λέει.
Το αποτέλεσμα ήταν «άμα τη αναρρώσει και επιστροφή» του «τρελού» στο Γραφείο, να γίνει χαμός και να καταλήξω εγώ στο ...Πειθαρχείο κι ο λοχαγός στο ...σπίτι του «με εικοσαήμερο φυλάκιση και στέρηση μισθού». Λίγο μετά, έμαθα, ότι ο τύπος ήτανε ...«ΠΑΣΟΚος» της κλαδικής, έβαλε βίσμα και ...«εξορίστηκε» στις Βρυξέλλες, στο ΝΑΤΟ αφήνοντας τον διοικητή ν’ αγναντεύει πάντα τα βουλγάρικα βουνά και να συντάσσει ...Εκθέσεις.
Το μόνο ευχάριστο είναι πως επείσθη το Ποπάκι πως εν τέλει ήμουν ...αθώος και επέστρεψε. Διότι στο μεταξύ, κάθε που τηλεφωνούσα σπίτι της για εξηγήσεις, μου το ’κλεινε στα μούτρα με φράσεις, όπως «αλήτη, με κοροϊδεύεις», ή πάλι «να πας στις αλανιάρες που γυρνούσες τις Απόκριες και μένα μ’ έστησες» («Αλανιάρα» ο ...Σίμος; Μπα, όχι...).
Τούτο το διάστημα – και λόγω της «στράτευσης» (λέμε τώρα) του Στ. Κασσελάκη- θυμηθήκαμε πολλοί τη θητεία που κάναμε. Τότε ήμασταν έως και υπερήφανοι που υπηρετήσαμε (μήνους 22 η σειρά μου) την πατρίδα.
Σήμερα, θεωρούμε πως απλά ήταν χρόνια χαμένα - από τα καλύτερα της ζωής μας και πως πέρα από το να υπηρετούμε τα βίτσια του κάθε παλαβού, του κάθε μικρού σατραπίσκου των στρατοπέδων, καμιά ουσιαστική προσφορά στην πατρίδα δεν προσφέραμε. Οι περισσότεροι από μας, μαθαίναμε να λύνουμε το ...πανάρχαιο Μ1, κι έκτοτε μετά βίας κάναμε πεντέξι βολές με τυφέκιο G3 στη διάρκεια τη θητείας. Έτσι, αν θεωρητικά μας έστελναν ποτέ στο Μέτωπο, μην σου πω ποια θα ’ταν η τύχη μας.
Μα περάσανε κείνα τα χρόνια που τα δεχόμασταν όλα ως ...αυτονόητα. Σήμερα δεν μπορείς να δεχτείς εύκολα κείνες τις παλιές δομές. Σήμερα σχεδόν θυμώνω αναδρομικά, σαν σκέφτομαι πόσο τιμωρήθηκα τότε – ένα εικοσάχρονο παιδάκι- εξαιτίας της παράνοιας ενός παλαβού και του αμοραλισμού ενός αδίστακτου. Και προχθές, έξω από τη Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Λάρισας, σαν είδα ένα φανταράκι να φυλάει σκοπιά, έναν άντρακλα ίσαμε κει πάνω, αναρωτήθηκα πολύ απλά, ποιος ο λόγος να χαραμίζεται ένα νέο παιδί που πήγε να εκπαιδευτεί ως δυνητικός μαχητής χρησιμοποιούμενος ως ...πορτιέρης Λέσχης. (Αλήθεια, και οι Λέσχες ποιον σκοπό εξυπηρετούν πλέον;).
Θέλω να πω ότι, σε καιρούς που αλλάζουν πολλά στους Στρατούς παγκοσμίως, που ανταγωνιστικά μας κράτη σαν την Τουρκία» αναπτύσσουν σύγχρονα οπλικά συστήματα, εμείς έχουμε ακόμη ...σκοπιές στις ...πόρτες και ...θαλαμοφύλακες, δηλαδή δομές περασμένων δεκαετιών. Έτσι η θητεία δεν μπορεί να μειωθεί. Η απολύτως λογική άποψη πως τα παιδιά μας πρέπει να υπηρετούν λίγους μονάχα μήνες, και μέσα σ’ αυτούς να εκπαιδεύονται σοβαρά στα σύγχρονα οπλικά συστήματα και όχι για ...ορντινάντσες δευτερευόντων καθηκόντων, δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Το γεγονός και μόνο ότι ο νυν υπουργός Δένδιας κάπως άρχισε να το σκέφτεται, είναι ίσως ένα πρώτο βήμα. Αλλά φτάνει; Πράξεις και πρακτικές αποφάσεις θα δούμε;
Αυτό το διάστημα, όσοι έχουμε αγόρια σε ηλικία στράτευσης, εισπράττουμε πολλή μουρμούρα. Παρά τις πιέσεις μας («τράβα να ξεμπερδεύεις») τα παιδιά μας όλο και αποφεύγουν τη στράτευση ως ...χαμένο χρόνο.
Και το χειρότερο; Εμείς, οι πατεράδες τους, εμείς που θεωρούσαμε κάποτε ιερή υποχρέωση τη θητεία, το ξανασκεφτόμαστε και δεν τους δίνουμε και πολύ ...άδικο.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr