Ανάμεσα στους ξένους που πηγαινοέρχονται ή διαμένουν στα Ιωάννινα, μάλλον ως κατάσκοποι, είναι και ο Γάλλος γιατρός και πρόξενος της Γαλλίας Φ. Πουκεβίλ, που έμεινε στα Γιάννενα δέκα χρόνια (1806-1816) και φυσικά μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί μία κάποια σχέση οικειότητας, παρόλο που ο τύραννος δεν εκτιμούσε φιλίες, συνεργασίες ή αδυναμίες, εκτός βέβαια ελαχίστων περιπτώσεων (λ.χ. σε Καραϊσκάκη, Νούτσο, Βάγια, Ανδρούτσο κ.ά.), ενώ και ο Πουκεβίλ έπαιζε στην εντέλεια τον ρόλο του. Βέβαια, κάποια στιγμή ο Αλής θέλησε να τον δηλητηριάσει και να τον εξαφανίσει, αλλά ο διδάσκαλος Αθ. Ψαλλίδας, έμπιστος του Αλή, απέτρεψε κάτι τέτοιο.
Την περίοδο εκείνη οι κάτοικοι της επικρατείας του Αλή στέναζαν στην κυριολεξία κάτω από την επιβολή της σκληρής και αβάσταχτης φορολογίας που τους είχε επιβάλει ο τύραννος, ο οποίος σημειωτέον έπαιζε τους ρόλους του χωροδεσπότη, επικαρπωτή, φοροεισπράκτορα, τελώνη, δανειστή, τοκογλύφου κι ό,τι άλλο σχετίζεται με τους κλάδους της οικονομίας και του εμπορίου. Αλλά το κύριο βάρος της μάστιγας το φορτώθηκαν οι κάτοικοι της υπαίθρου και ειδικά οι αγρότες, που έφτασαν πια στα όριά τους. Όχι μόνο στερούνται πλέον τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους, αλλά βλέπουν ότι στον ορίζοντα δεν υπάρχουν πλέον αχτίδες αισιοδοξίας. Διαμαρτύρονταν καθημερινά μπας και φτάσουν οι φωνές τους ως τον Αλή και ο σατράπης λυπηθεί την κατάντια τους. Ο Πουκεβίλ, που έκαμε αρκετές περιηγήσεις ανά την Ελλάδα, φυσικά και στην Ήπειρο (άλλωστε κι αυτός ως κατάσκοπος λειτουργούσε στην Ελλάδα και κινούνταν ντυμένος «φιλέλληνας»), μας πληροφορεί ότι μαζί με τον Αλή έκαμαν περιοδεία και στα χωριά της Πρέβεζας και μας αναφέρει και το ακόλουθο περιστατικό (Μπορούμε αυτά να τα δούμε στο: Voyage dans la Grèce e.c.t., Paris 1820). Σταμάτησαν, λοιπόν, σε κάποιο χωριό, όπου είδαν να τους περιμένουν αρκετοί κάτοικοι, προφανώς αγρότες. Και βλέποντας τον Αλή μπροστά τους άδειασαν στα πόδια του ένα δοχείο γάλα και αρκετές οκάδες αλεύρι, θέλοντας ίσως να του δείξουν ότι ο τόπος τους επί των ημερών του ευημερεί. Κι αφού στη συνέχεια προσκύνησαν τον πασά, άρχισαν να τον παρακαλάνε:
- «Κρέμασέ μας, πνίξε μας, κάνε μας ό,τι θέλεις, αλλά μείωσε τους φόρους. Νισάφι πια, δεν αντέχουμε άλλο».
Ο Αλής, αφού τους άκουσε, κούνησε το χέρι του για να απομακρυνθούν και ταυτόχρονα τους απάντησε:
- «Πάτε στο καλό. Και να κάνετε τον σταυρό σας να είμαι καλά και τίποτα δεν πρόκειται να σας λείψει. Σας αγαπώ και σας έχω στην καρδιά μου. Και ως απόδειξη θέλω από σας να μου χτίσετε ένα σαράι σε έξι μήνες με έξοδα δικά σας. Και (αν δεν μου το χτίσετε), το κρίμα στον λαιμό σας...».
Μάλιστα, έδωσε σ’ έναν γραμματικό του οδηγίες να πει στους χωρικούς πώς το ήθελε. Και επειδή στην προπαγάνδα ήταν μανούλα, γύρισε αμέσως προς τον Πουκεβίλ και του λέει:
- «Ωραίος τόπος, εδώ να ‘ρχομαι για κυνήγι. Και να ‘χω, βρε αδερφέ, μια στέγη για απάγγιο. Αυτά τα σκυλιά εδώ μου έχουν φάει όλη μου την περιουσία. Μου χρωστάνε του κόσμου τα λεφτά, ακόμη και τους τόκους των τόκων. Έπειτα, θέλω να ξέρεις πως ήταν όλοι τους και εχθροί του πατέρα μου...». Στο χρονικό του ο Πουκεβίλ θα παρατηρήσει ότι οι χωριανοί αυτοί δεν είχαν καν γεννηθεί την εποχή του πατέρα του! Μάλλον όταν του είπε ο Αλής τα περί εχθρών, ίσως δεν είχε συνειδητοποιήσει πως και ο ίδιος είχε πια γεράσει! Και σαν να μην έφταναν αυτά, αργότερα ο γραμματικός θα αποκαλύψει στον Πουκεβίλ ότι οι χωριάτες το σαράι δεν θα μπορούσαν να το φτιάξουν ποτέ τους! Και στην πραγματικότητα κανείς δεν του χρωστούσε τίποτα! Κι επειδή το... χρωστούσαν πλέον στον Αλή, αναγκάστηκαν να του δώσουν τα κτήματά τους, για να βγάλουν την υποχρέωση, οπότε το χωριό τους έγινε πλέον τσιφλίκι του. Οι ίδιοι ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους, ενώ ορισμένοι που τόλμησαν να του φέρουν αντιρρήσεις φυλακίστηκαν και εξοντώθηκαν. Κι ο Αλής συνέχιζε απρόσκοπτα τη ζωή του και τις δραστηριότητές του. Φόροι, φόροι, φόροι παντού. Ακόμη και στο κατούρημα, που λέει ο λόγος. Κι όταν μάθαινε πως κάποιοι έμποροι δεν πήγαιναν καλά, τους καλούσε και τους δάνειζε υποχρεωτικά, είτε ήθελαν είτε δεν ήθελαν, δάνειο. Και τους δάνειζε με επιτόκιο που άγγιζε το 30 ή 40%! Και με την ευχή του: «Καλές δουλειές, παιδί μου. Όταν κερδίσεις, τότε θα με εξοφλήσεις...». Σε πολύ λίγο τα περιουσιακά στοιχεία του εμπόρου κατέληγαν τελικά στον Αλή! Όμορφος κόσμος, τέλειος, διαβολικά πλασμένος! Ανέκαθεν και εσαεί, φόροι και τόκοι η πληγή. Που θα ‘λεγε κι ο ποιητής...
Δύο μονάχα παρατηρήσεις θέλω να κάμω:
- Πρώτον: Μήπως σήμερα γίνεται κάτι διαφορετικό, όταν νομιμότατα οι τράπεζες δίνουν ανοιχτό δάνειο και σε ξεζουμίζουν στη συνέχεια με τους τόκους και τα πανωτόκια;
- Δεύτερον: Η εποχή των τσιφλικάδων λέμε ιστορικά ότι έχει πια περάσει ανεπιστρεπτί. Μήπως, όμως, εμφανιστεί ξανά με άλλο νομικό πρόσωπο ή προσωπείο; Αυτό ας το προσέξουν πολύ οι αγρότες μας. Κι ας γνωρίζουν ότι η ιστορία κινείται κάνοντας κύκλους. Και επιπλέον, ότι η λάμια της Παγκοσμιοποίησης δεν σέβεται ούτε εθνικά σύνορα, ούτε παραδόσεις, ούτε ηθικές. Κι όποιος πιστεύει ότι η παγκοσμιοποίηση θα σεβαστεί οικογενειακές ιδιοκτησίες, είναι τουλάχιστον αφελής.