-H εφημερίδα Guardian στις 10/1/2024 δημοσίευσε τα αποτελέσματα κάποιων ερευνών, με θέμα την κρίση που διαπερνά η αριστερά. Ένα από τα βασικά ευρήματά τους ήταν ότι: «Η προσπάθεια μίμησης δεξιών θέσεων δεν είναι μια επιτυχημένη στρατηγική για την αριστερά».
Αναλυτικότερα, οι έρευνες έδιναν έμφαση σε δύο πολιτικές. Σύμφωνα με την πρώτη, «τα κεντροαριστερά κόμματα, που στην πραγματικότητα επιβάλλουν λιτότητα, χάνουν ψήφους..., καθώς… η δημοσιονομική ορθοδοξία -περικοπή φόρων, περιορισμός των δαπανών, περιορισμός του δημόσιου χρέους- δεν είναι προσφιλής προς τους αριστερούς ψηφοφόρους…».
Σύμφωνα με τη δεύτερη πολιτική, «…τα κεντροαριστερά κόμματα που υπόσχονται… να είναι σκληρά στη μετανάστευση, κινδυνεύουν να αποξενωθούν από τους προοδευτικούς ψηφοφόρους…».
-Ως προς τις απαντήσεις αναφορικά με το πρώτο σκέλος, εδώ σημειώνεται το εξής. Οι «ράγες» για τα δημόσια ελλείμματα και χρέος που έθεσε αρχικά η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1993) και κατόπιν το εξωφρενικό, γερμανικής έμπνευσης ανεφάρμοστο πλέον Δημοσιονομικό Σύμφωνο (2019), δίνουν σχετικά περιορισμένα περιθώρια στις δημοσιονομικές πολιτικές της αριστεράς. Ως εκ τούτου, η μάχη για ισχυρό κράτος πρόνοιας, για ανάπτυξη και πραγματικές επενδύσεις, έχοντας ως ατμομηχανή τις εκλογικευμένες δημόσιες δαπάνες, οφείλει αρχικά να δοθεί στην Ε.Ε.
Στην Ελλάδα υπάρχουν, όμως, αρκετά περιθώρια εκδίπλωσης μιας αριστερής πολιτικής μέσα από τις ακόλουθες τρεις συνιστώσες, που δεν συναντώνται αλλού στην Ε.Ε. Τέτοιες είναι -πλην της φοροδιαφυγής- ο περιορισμός της αλόγιστης και απερίγραπτης σπατάλης των δημόσιων πόρων, η αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και η μείωση της διαφθοράς. Η τελευταία στοιχίζει, σύμφωνα με μια παλιότερη μελέτη της Διεθνούς Διαφάνειας, 14 δισ. ευρώ ετησίως στη χώρα. Το υφιστάμενο αναποτελεσματικό κράτος εξυπηρετεί, μέσω μιας στρεβλής ανάπτυξης, που τρέφεται από τη γραφειοκρατία, την ισχνή μεγέθυνση της εγχώριας παραγωγής, όπως και την πολιτική πελατεία αλληλένδετη με τη διαπλοκή.
Στη χώρα μας πρόσθετα, κύριος περιορισμός μη ανάπτυξης της αριστεράς είναι ένας και μοναδικός: Η ξύλινη γλώσσα, που χρησιμοποιείται από τις αρχηγικά στελέχη των κομμάτων της, δυσνόητη, αν όχι ακατανόητη στους ψηφοφόρους. Επίσης, τα διάφορα μανιφέστα-προγράμματα, χωρίς καινοτόμες λύσεις, δεν προκαλούν την περιέργεια, το ενδιαφέρον και τελικά δεν πείθουν τους πολίτες, καθώς κινούνται σε ένα νέφος φοβίας αναποτελεσματικών, μη ριζοσπαστικών μέτρων και αλλαγών.
Τέλος, η λατρεία μιας μίζερης, μη οραματικής αναπτυξιακής πολιτικής, ανύπαρκτης, στη βιομηχανία, στο ανθρώπινο κεφάλαιο, όπως ακόμη και στον τουρισμό (βλ. ενδεικτικά, http://mardas.eu//wp-content/uploads/2018/06/Stratigiki_Anaptiksis.pdf), είναι χαρακτηριστικό των συντηρητικών κομμάτων της Ελλάδας. Από το σύνδρομο αυτό της μιζέριας δεν έχει απαλλαγεί ακόμη και η αριστερά. Οπότε, εύλογα οι λύσεις που προτείνονται κρίνονται εκ του αποτελέσματος ως ανεπαρκείς. Εδώ υπάρχουν σημαντικές επιλογές, εκτός του πλαισίου της υφιστάμενης λογικής της μετριότητας, ικανές να προκαλέσουν την προσοχή των πολιτών, θέτοντας σε άλλη τροχιά την οικονομία.
-Ως προς το δεύτερο σκέλος των μελετών, το μεταναστατευτικό, η χώρα βιώνει μια κατάσταση χωρίς στρατηγική, η οποία κατά πολλούς, συντηρητικούς και αριστερούς, θεωρεί ατυχώς τους μετανάστες ως υποκατάστατο της υπογεννητικότητας. Το μεταναστευτικό εξελίσσεται σε ένα νέφος σύγχυσης, αγνοώντας βασικές συνιστώσες που συνδέονται είτε με την έξοδο των Ελλήνων (και όχι μόνο των επιστημόνων) προς άλλες χώρες, είτε με τις επιλογές των υποστηρικτών της παγκοσμιοποίησης περί ανοιχτών συνόρων, είτε με τις γεωπολιτικές συνιστώσες του προβλήματος. (Βλ. https://slpress.gr/oikonomia/gia-poioys-einai-doro-oi-metanasteytikes-roes-i-diethnopoiisi-tis-ergasias/).
Σημειώνεται ότι τα ανοιχτά σύνορα είναι μια πάγια επιδίωξη των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων του πλανήτη που επιδιώκουν, μέσω των μετακινήσεων μεταναστών και την άφθονη προσφορά της εργασίας τους (ακόμη και επιστημόνων, βλ. πολυμερή γύρο διαπραγματεύσεων «Γύρο της Ντόχα», Φόρουμ του Νταβός κ.λπ.), την αλλαγή των όρων απασχόλησης τόσο εδώ όσο και σε άλλα κράτη.
Η άφθονη φθηνή εργασία των μεταναστών πιέζει προς τα κάτω ή εμποδίζει την άνοδο των μισθών στις χώρες υποδοχής ευνοώντας τα κέρδη. Η μεταβλητή αυτή συνήθως υποβαθμίζεται ή αγνοείται από τους υποστηρικτές των ανοιχτών συνόρων (συνήθως κάποιων ανορθόδοξων-ριζοσπαστών), πλην όσων συνειδητά λειτουργούν υπέρ της ενίσχυσης των κερδών (συνήθως των συντηρητικών-νεοφιλελεύθερων).
Ακόμη, η εργαλειοποίηση του ζητήματος από διάφορες συντηρητικές κυβερνήσεις συμπληρώσουν το παζλ της πολυπλοκότητας. Αυτό επιζητά απλές λύσεις, που φυσικά κινούνται στο πλαίσιο των αρχών του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης.
Οι εν λόγω αρχές ως απαράβατοι όροι μιας αριστερής πολιτικής δεν πρέπει να συγχέονται με τα ανωτέρω (μετανάστευση-παγκοσμιοποίηση και γεωπολιτικές συνιστώσες), που είναι ίσως τα δύο πιο λεπτά και δυσδιάκριτα στοιχεία του προβλήματος. Αυτά, με τη σειρά τους παγιδεύουν με λάθος θέσεις και φρασεολογία τις προοδευτικές δυνάμεις, οι οποίες λειτουργούν τελικά ως φερέφωνα των υποκριτικών, δήθεν σκληρών μεταναστευτικών πολιτικών των συντηρητικών κυβερνήσεων της χώρας, όπως και άλλων κρατών.
* Ο Δημήτρης Μάρδας είναι καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, π. αν. υπουργός Οικονομικών και υφ/γός Εξωτερικών.