Και ποιοι ναυτικοί τάχα; Όταν τα ‘γραφε αυτά ο μακαρίτης ο Νικόλας ο Καββαδίας, υπήρχαν ακόμη Έλληνες στα καράβια, μια ολόκληρη κοινωνία απόκληρων που τριγυρνούσε στα λιμάνια του κόσμου. «Πατριωτάκια», που πάνω – κάτω γνωρίζονταν μεταξύ τους. Σκληρά παιδιά. Από οικογένειες αναγκεμένες, κατεστραμμένες απ’ τον πόλεμο, μέσα στη μαύρη απελπισιά. Η μεγάλη αδερφή έπρεπε να παντρευτεί, «βρέθηκε μια καλή περίπτωσις δημοσίου υπαλλήλου», μα απαιτείται προίκα, κι ο μικρός, τα παίρνει τα γράμματα, αμαρτία να μη σπουδάσει ο καψερός... Ας μην το συνεχίσουμε, θα καταλήξουμε να μοιάζουμε με δακρύβρεχτη ταινία του ελληνικού σινεμά σε μουσική υπόκρουση Πάνου Γαβαλά. Κάθε λιμάνι και καημός...
Σκληρά παιδιά αυτά που μπάρκαραν. Μα και φιλότιμα παιδιά. Με ψυχή. Τα φαντάζεσαι να κάθονται στην άκρη στο κατάστρωμα, ν’ αγναντεύουν θάλασσες. Να καπνίζουν θεριακλίδικα «Άσσο σκέτο» και ν’ αναστενάζουν καθώς αναλογίζονται τα βάρη τους. Αλλά ο άγραφος «κώδικας τιμής» της εποχής αυτός ήταν, και ήταν σκληρός. Η εποχή μεγάλωνε άντρες τότε, πάει να πει γιους που μπαίνανε από νωρίς στις ευθύνες, όχι προστατευμένα «νιάνιαρα» χαμένα στο «τικ-τοκ», όχι αλητείες που κοιτάνε να κονομήσουν εύκολο χρήμα.
Αυτές οι γενιές κι αυτοί οι άνθρωποι έστησαν ξανά την Ελλάδα στα πόδια της. Στη στεριά, στα ορεινά χωριά, κτηνοτρόφοι, τσοπαναραίοι, με χέρια ροζιασμένα απ’ το άρμεγμα, ίδρωναν μέσα στη σβουνιά. Περήφανοι σαν τα βουνά τους, γεμάτοι υπομονή και καρτερία, πάλευαν μονάχοι, χωρίς να περιμένουν κανένα κράτος, καμιά ευρωπαϊκή επιδότηση, κανένα «pass» από αυτά που μοιράζει αφειδώς ο Μητσοτάκης.
Και στον κάμπο, άλλοι σύγχρονοι άθλιοι κι αυτοί, απηύθυναν σπονδές σε θεούς και δαίμονες να κάνουν έλεος και να δώκει σοδειά, μην πέσει πάλι πείνα.
Μα υπάρχουν ακόμη αυτοί οι άνθρωποι. Ψήγματα κείνης της τραχιάς γενιάς, μα υπάρχουν. Είναι ο εικοσάχρονος δόκιμος «Καρδιτσιώτης πλοίαρχος» που συνελήφθη από Ιρανούς κομάντο σαν έκαναν ρεσάλτο στο δεξαμενόπλοιό τους. Σου φαίνεται ανέκδοτο ν’ ακούς για πλοίαρχο απ’ την Καρδίτσα στην Ερυθρά Θάλασσα, ε; Λογικό. Η μόνη «θάλασσα» που αντικρίζουν σε κείνα κει τα μέρη έχει χρώμα κίτρινο. Είναι τα στάχυα που κυματίζουν λίγο πριν τ’ αλώνισμα, σαν απευθύνουν χαιρετισμό στον κολίγα.
Ιδέα δεν έχω το πώς και το γιατί ταξίδευε σε κείνες τις ταραγμένες θάλασσες ο δόκιμος πλοίαρχος, ιδέα για την προσωπική του ιστορία. Επίσης, νιώθω πολύ μικρός και άσχετος για να σου μιλήσω εγώ για τα παιχνίδια των πετρελαιάδων με τους εφοπλιστές, για τα τάνκερ που φορτώνουν παράνομο ιρανικό πετρέλαιο και το μεταφορτώνουν μεσοπέλαγα ή για πλοία που «ξεπλένουν» το ρούσικο αέριο του στριμωγμένου Πούτιν και κονομάνε. Αυτά είναι «κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία» κι εμείς πολύ μικροί να αντιληφθούμε τον κόσμο τους. Άστο, δεν είναι για τα δόντια μας.
Εμείς το γόνυ να σκύψουμε πρέπει, έτσι, φόρο τιμής, όχι μόνο στους «Καρδιτσιώτες πλοίαρχους», αλλά σ’ όλους τους «δόκιμους» αυτού του κόσμου που σκληρά μοχθούν, εκεί που τάχθηκε ο καθένας, άλλος σε θάλασσα, άλλος σε στεριά. Ρισπέκτ ρε μάγκα μου. «Ρισπέκτ» σε σένα, που είδα χθες να φορτώνεσαι μαζί μ’ έναν άλλον στην πλάτη ένα ψυγείο -για υπάλληλο του «Καζάνα» μιλάμε- και να το ανεβάζεις τρίτο όροφο. Ρισπέκτ στον ντελιβερά που ώρα 10 το βράδυ, θερμοκρασία -1οC, κουβαλούσε πίτσες σε χαρούμενες παρέες, ρισπέκτ στον γιατράκο που εφημέρευε στο Γενικό Νοσοκομείο Λαρίσης και πλακωνόταν με συγγενείς που τον πίεζαν μες στην αγωνία τους για ένα πενηντάρι την 24ωρη εφημερία.
Και βγήκε κι ένας κυριλέ τύπος στον Αυτιά την επομένη, μούρη φράπα, καλοζωισμένη, γραβατιά μοδάτη και κοστούμι σινιέ, κι έλεγε πόσο σημαντικό είναι για το Ελληνικό Κράτος να λάβει μέτρα διά των οποίων θα προάγεται η ελληνική ναυτοσύνη. Διότι, έλεγε, ο «φράπας», μετά κλαυθμών και οδυρμών, γέμισαν τα καράβια μας Φιλιππινέζους, Αιγύπτιους κι άλλους τέτοιους, και λες μέσα σου, «ρε συ, πάλι την Αμερική ανακαλύψαμε».
Κανένα Κράτος, κανένα κίνητρο, όμως, δεν υπάρχει. Μονάχα η ανάγκη υπάρχει και η προσωπική τρέλα. Ο «Καρδιτσιώτης πλοίαρχος», σαν κάθε «παλαβό» που αφήνει τη στεριά για τη θάλασσα, πήγε εκεί γιατί γούσταρε, γιατί τα φράγκα είναι πολλά σε σχέση με τη στεριά, γιατί είχε ανάγκες. Μπράβο ρε αλάνι. Γιατί ήξερες πως ταξιδεύεις Κόλπο του Άντεν και Περσικό, πάει να πει στο στόμα του λύκου, κι όμως πήγες, δεν λιποψύχησες. Σαν άλλος Οδυσσέας, πέταξες μια πατσαβούρα στο πρόσωπο του Ποσειδώνα και είπες, «θα πάω ρε μπαγάσα, δεν σε φοβάμαι» κι ας με στείλεις κατευθείαν στους Λαιστρυγόνες, που σήμερα τους λέμε Χούθι.
Δεν είναι αυτονόητο ξέρεις. Έχω έναν φίλο, ο γιος του σκράπας, μπήκε Σχολή Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού επειδή οι βάσεις εισαγωγής ήταν πολύ χαμηλές. «Το πήρε απόφαση να μπαρκάρει;,», έκανα την αφελή ερώτηση. «Όχι, ρε... Τρελός είσαι;». Τόσα ναυτιλιακά γραφεία έχει ο Πειραιάς, τι λες, δεν θα βρούμε να τον βολέψουμε κάπου;».
Θα τον βολέψουμε... Δουλειά γραφείου, ωράριο 8ωρο, με υπερωρίες πληρωμένες, καλός μισθός, διαμερισματάκι στα Νότια Προάστια, αυτοκίνητο «Alfa Romeo Giulietta» και γκόμενες, μην την ψάχνεις, η ζωή είναι ωραία, μα είναι και μικρή.
Κατά μιαν έννοια, καλά κάνεις. Αλλά τον δικό μας θαυμασμό δεν θα τον έχεις. Οκ, το ξέρω, «σκοτίστηκες»... Γραμμένους μας έχεις, εκεί που δεν πιάνει... Αλλά ρε , να το ξέρεις, σαν τα περισσότερα παιδιά που δυστυχώς μεγαλώνουμε, εκεί θα μείνεις. Ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», θα μείνεις να κάνεις «αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία»... - Καββαδίας και πάλι.
Άστο... Το να σχίσεις την απέραντη «θολή γραμμή των οριζόντων» είναι για άλλους. Για τους τρελούς και τους γενναίους. Απ’ την Καρδίτσα ή το Κιλκίς, από τη Σύμη ή την Κάλυμνο, ποια σημασία έχει; Έχει πατρίδα, άραγε, η ψυχή και το κουράγιο;
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr