Κοινωνικό Διήγημα

Υπάρχουν... άνθρωποι

Δημοσίευση: 03 Ιαν 2024 11:38

Υπάρχουν... άνθρωποιΜισοζαλισμένη η Βάνα, πονεμένη κι ανήμπορη, ζούσε στον δικό της κόσμο. Δεν ενδιαφερόταν για το τι γινόταν γύρω της. Αν είχε θόρυβο ο δρόμος, αν κάποιο παιδάκι έκλαιγε γοερά, αν οι διπλανοί είχαν δυνατά το ραδιόφωνο. Αυτή ήταν «φευγάτη» από καιρό. Δεν ήξερε αν λυπάται ή αν χαίρεται γι’ αυτό. Μάλλον δεν αισθανόταν τίποτα απ’ όλα αυτά. Θαρρείς και είχε αδειάσει ο ψυχικός της κόσμος από συναισθήματα κι έμεινε κενό το «μέσα» της.

Ναι. Αυτό είχε γίνει. Ήταν φοβερό αλήθεια! Είναι φοβερό να μη λυπάσαι, να μη χαίρεσαι, να μην πληγώνεσαι, να μην ενθουσιάζεσαι, να μην προσβάλλεσαι, να μην αγωνιάς, να μη φοβάσαι... Να μη ζεις...! Ναι, να μη ζεις.
Όλα τα παραπάνω είναι η ίδια η ζωή. Η ζωή που πολλές φορές, για να μην πούμε τις περισσότερες, μας κάνει να πονάμε, να υποφέρουμε, να μη βρίσκουμε διέξοδο συχνά στα προβλήματά μας. Μα που είναι όμορφη, όπως και να ‘ναι, φθάνει να γυρίσεις σελίδα, να κάνεις τις πίκρες παρελθόν και να κοιτάξεις με αισιοδοξία το μέλλον, γιατί πάντα υπάρχει το καλύτερο «αύριο». Πάντα θα υπάρχει ο ήλιος που μας ζεσταίνει, το λουλουδάκι του αγρού που μοσχομυρίζει, το νερό που μας δροσίζει. Πάντα θα υπάρχει η αγάπη, όσο κι αν κάκεψε ο κόσμος, πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι να μας βοηθήσουν, αρκεί ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας και να κοιτάξουμε γύρω μας. Η Βάνα σηκώθηκε μα πριν προλάβει καλά-καλά να σταθεί όρθια σωριάστηκε στην πολυθρόνα. Τα πόδια της έτρεμαν, το κεφάλι της βούιζε και πονούσε παντού... Κάποια στιγμή νόμισε πως υποχωρούσε το πάτωμα, κρατήθηκε ασυναίσθητα για να μην πέσει... Κοίταξε το ρολόι. Ήταν δέκα το βράδυ, μα τις μέρες τις είχε μπερδέψει. Κι εκείνος ο Τζοβάνι... Αργούσε. Φεύγοντας ο Χρήστος, ο φίλος της, της είχε πει:
«Βάνα εγώ θα λείψω για λίγο, θα πάω στην πατρίδα. Εσύ αν δεν τα καταφέρεις να βρεις... «άσπρη», ο Τζοβάνι είναι «καλό» παιδί δεν θα σ’ αφήσει έτσι, θα ψάξει στα στέκια. Και το σπουδαιότερο, πρέπει να του ‘χεις εμπιστοσύνη, όσο κι εμένα. Του έχω μιλήσει, θα περάσει σε μια-δυο μέρες απ’ το σπίτι».
Η Βάνα, όμως, είχε μπερδευτεί, δεν θυμόταν πότε είχε φύγει ο Χρήστος. Πόσες μέρες πέρασαν από τότε. Εκείνο που ήξερε ήταν ότι υπέφερε φρικτά, και δεν μπορούσε καν να σηκωθεί. Πώς έφθασε ως εδώ αλήθεια; Πώς αφέθηκε έτσι ασυλλόγιστα να παρασυρθεί! Νόμιζε ότι θα γαληνέψει, θα νιώσει ευτυχισμένη, ότι δεν θα σκέφτεται τα προβλήματά της... Λες και ήταν η μόνη που είχε προβλήματα.
Αλίμονο αν αντιμετώπιζαν όλοι έτσι τις δυσκολίες τους. Τότε δεν θα υπήρχαν υγιείς άνθρωποι. Μέσα στο παραζαλισμένο μυαλό της, ανάκατες σκέψεις. Παιδικές αναμνήσεις, όμορφες, τρελές, άσχημες αργότερα.
Η Βάνα καταγόταν από μια πόλη της Πελοποννήσου. Εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε, εκεί τελείωσε το Λύκειο. Ήταν από «καλή οικογένεια», όπως θα λέγαμε, κι αρκετά ευκατάστατη.
Μορφωμένοι οι γονείς της, άνθρωποι του καλού κόσμου, ευπαρουσίαστοι. Τυπικοί στις κοινωνικές τους υποχρεώσεις, εντάξει στις συναλλαγές τους με το δημόσιο, με τους συμπολίτες, γενικά παρουσίαζαν μια άψογη βιτρίνα... Είχαν τη μοναχοκόρη τους τη Βάνα, που φρόντιζαν να μην της λείψει... τίποτα υλικό.
Κυκλοφορούσε περιποιημένη, καλοντυμένη, στους δρόμους της επαρχιακής αυτής πόλης, στο σχολείο, στα μαγαζιά. Είχε πάντα το χαρτζιλίκι της αρκετά μεγάλο και για τους συμμαθητές της, ήταν το τυχερό κορίτσι που δεν είχε να σκεφθεί τίποτα, εκτός απ’ την εμφάνισή του.
Δεν ήταν, όμως, καθόλου έτσι. Τα φαινόμενα πολλές φορές απατούν.
Είναι φοβερό να είσαι δεκαεφτά χρονών, να έχεις χίλιες ανησυχίες μέσα σου, φόβους, ανασφάλειες και να μην υπάρχει κανένας κοντά σου, για να σ’ ακούσει.
Ναι ήταν πράγματι φοβερό. Αισθανόταν απέραντη μοναξιά η Βάνα, κανένας δεν μπορούσε ν’ αναπληρώσει το κενό που με τις συνεχείς απουσίες τους και τη συμπεριφορά τους γενικότερα, άφηναν οι γονείς της.
Στην αρχή, όταν κατάλαβε πως ήταν «μόνη», όταν το συνειδητοποίησε δηλαδή, γιατί μόνη ήταν πάντα, δεν ήξερε πώς ν’ αντιδράσει. Άλλαζε το ένα φλερτ μετά το άλλο. Γρήγορα, όμως, εγκατέλειψε κι αυτή την τακτική, που δεν της πρόσφερε τίποτα, παρά πίκρα, ανησυχία και πόνο.
Οι γονείς της, βλέποντάς την έτσι, κάπου το χάρηκαν. Νόμισαν πως μαζεύτηκε η κόρη τους κι αποφάσισε να διαβάσει. Αυτό ίσως θα νόμιζε ο καθένας. Ποιος μπορεί να ξέρει αλήθεια, τι σκέφτεται ένα παιδί, έστω και την ώρα που κρατάει ένα βιβλίο της Ιστορίας...
Τις πράξεις του μπορούμε να τις ελέγξουμε, τη σκέψη του, όμως, όχι. Τουλάχιστον, σ’ αυτό ο άνθρωπος είναι ελεύθερος. Ωραίο πράγμα η ελευθερία της σκέψης, μα στην περίπτωσή μας έβλαψε...
Αν οι γονείς αφιέρωναν λίγο χρόνο γι’ αυτό το παιδί, ίσως να προλάβαιναν πολλά πράγματα. Μα πού καιρός. Τελευταία, μάλιστα, είχαν αρχίσει να τσακώνονται...
Τώρα πια, πίστευαν ότι ήταν αρκετά μεγάλη η Βάνα τους και δεν έπρεπε να κρύβουν τίποτα. Και η ζωή του κοριτσιού συνεχιζόταν, βαρετά, πληκτικά κι ανυπόφορα.
Όταν βρισκόταν στο σπίτι της στους τέσσερις τοίχους του δωματίου της, κι από δίπλα έρχονταν οι άγριες φωνές των γονιών της -αν ήταν στο σπίτι- απ’ τους ατέλειωτους καυγάδες, τότε ήθελε να εξαφανιστεί, να μην υπάρχει, να μη... ζει.
Κάποια βραδιά, μάλιστα, που έβλεπε τηλεόραση, άθελά της έκανε τη σκέψη, πως σε τίποτα δεν διέφεραν τα λιοντάρια που αλληλοφαγώνονταν στη μικρή οθόνη τη στιγμή εκείνη απ’ τους γονείς της.
Δυστυχώς έτσι ήταν.
Τελειώνοντας το Λύκειο η Βάνα, φυσικά δεν είχε καμία κατάρτιση για να συνεχίσει σε κάποια Ανώτατη Σχολή. Οι γονείς της αποφάσισαν να τη στείλουν έξω... Το αποφάσισαν μόνοι τους, δεν τη ρώτησαν. Δεν τη ρώτησαν αν ήθελε να σπουδάσει Αρχαιολογία στην Ιταλία, ή να γίνει κομμώτρια, ή μοδίστρα, και να μείνει στην Ελλάδα. Κι έτσι ένα πρωινό έφυγε... Με ένα γεμάτο πορτοφόλι και μια άδεια καρδιά, έφυγε για την Ιταλία... Την ξεπροβόδισαν, της έδωσαν συμβουλές, πολλές... συμβουλές.
Και να τη τώρα η Βάνα, ψυχικό και σωματικό ράκος, περιμένει τον Τζοβάνι, να της φέρει την άσπρη σκόνη. Δεν θυμάται πώς έγινε η αρχή, μέσα στο θολωμένο μυαλό της κάτι ξεχωρίζει. Μια βραδιά, κάποιο πάρτι. Της είπαν θα είναι όλο Έλληνες, λαχτάρισε η καρδιά της, ν’ ακούσει παιδιά να μιλούν τη γλώσσα της...
Μελαγχολική, πονεμένη, μόνη όπως ήταν, δεν κατάλαβε. Παρασύρθηκε, έγινε το κακό. Κι ο Τζοβάνι δεν ερχόταν, πονούσε αφόρητα, ζαλιζόταν, ήταν λουσμένη στον ιδρώτα. Παραμιλούσε, κυλίστηκε κάτω στο πάτωμα, έγινε ένα με τα ερπετά που φανταζόταν γύρω της. Ξαφνικά, μέσα στην παραζάλη της, από βαθιά, σαν απ’ τα έγκατα της γης, ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας. Συγκέντρωσε όσες δυνάμεις είχε και πήγε ν’ ανοίξει.
«Επιτέλους», ψιθύρισε, «ήρθες Τζοβ...!». Μα δεν ήταν ο Τζοβάνι, τι συμφορά... Ήταν ο Γιώργος, ο συμφοιτητής της, εκείνο το γλυκό αγόρι που τη συμπαθούσε. Τρόμαξε μόλις την είδε σ’ αυτή την κατάσταση. Ήξερε ο Γιώργος ότι έκανε χρήση, μα δεν πίστευε ότι θα έφθανε τόσο γρήγορα να έχει τα χάλια της.
Απόψε δεν θα έφευγε, αν δεν την έπαιρνε μαζί του να την πάει σε κάποιο νοσοκομείο πρώτα και μετά θα έβρισκε το κατάλληλο μέρος που έπρεπε να πάει για αποτοξίνωση. Δεν συνάντησε καμία αντίδραση απ’ τη Βάνα.
«Κάνε ό,τι νομίζεις Γιώργο, του είπε. Βοήθησέ με μόνο να βγω απ’ αυτήν την κατάσταση, δεν την αντέχω άλλο». Γαντζώθηκε επάνω του, τον φιλούσε, τον ικέτευε. Ήθελε να σωθεί... Κάπου διέκρινε ο Γιώργος λίγη δύναμη στον αδύνατο χαρακτήρα της.
Όρθια, όμορφη και χαμογελαστή, σαν τον πρώτο καιρό πριν την περιπέτειά της η Βάνα, περίμενε το Γιώργο σ’ εκείνο το ειδικό ίδρυμα στην ξένη χώρα. Δεν άργησε να φανεί, μα δεν ήταν μόνος αυτή τη φορά... Πίσω του, ένοχοι, δειλοί και συνεσταλμένοι στέκονταν οι γονείς της.
Η Βάνα ταράχτηκε, μα γρήγορα βρήκε τον εαυτό της. Δεν έπρεπε να τους φερθεί άσχημα, ο πόνος ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπό τους. Άνθρωποι ήταν κι αυτοί με ατέλειες όπως όλοι... Έκαναν λάθη. Και πάνω απ’ όλα ήταν οι γονείς της... Αγκαλιάστηκαν, έκλαψαν, έκλαψαν πολύ και σε κείνο το ποτάμι των δακρύων, ο καθένας λυτρώθηκε. Ο Γιώργος συγκλονίστηκε απ’ αυτή τη σκηνή, πήγε να βγει, μα η Βάνα τον πρόλαβε. «Γιώργο μη φεύγεις. Όλα αυτά που βλέπεις και σε συγκινούν είναι δικά σου κατορθώματα. Χωρίς εσένα δεν υπάρχει ζωή, δεν υπάρχει τίποτα. Κράτα μου το χέρι κι άφησέ με να κοιτάξω τα μάτια σου, ν’ αντλήσω δύναμη, κουράγιο και διάθεση για τη ζωή...».

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass