Ειδ’ άλλως, λουκέτο στα Ταμεία (γιατί νέος δανεισμός ουκ έστι δυνατός)...
Το ζήτημα αυτό μας απασχολεί κοντά στα τριάντα χρόνια... Προηγήθηκαν κι άλλα προειδοποιητικά «καμπανάκια» από καθηγητές της ιδίας επιστημονικής εξειδικεύσεως. Από το 1997 ο καθηγητής Γιάννης Σπράος, ως σύμβουλος τότε του πρωθυπουργού, καθηγητή Κώστα Σημίτη, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, προειδοποιώντας ότι τα Ασφαλιστικά Ταμεία θα περάσουν ισχυρούς κλυδωνισμούς, αναφέροντας ως κύριες αιτίες της επερχόμενης κατάρρευσής τους, αφενός μεν το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, αφετέρου δε τις στρεβλώσεις που είχαν υπάρξει στο ασφαλιστικό σύστημα από μέτρα όπως η σωρεία (ψευτο-) αναπηρικών συντάξεων και οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις. Παρότι η άρτια και λεπτομερής Έκθεσή του δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνειών και όλα τα στοιχεία κατεδείκνυαν ότι το Ασφαλιστικό εξελισσόταν σε βόμβα στα θεμέλια της οικονομίας και απαιτούνταν άμεση επέμβαση, ξέσπασε θύελλα αντιδράσεων απ’ όλες τις πλευρές. Κυριολεκτικά ξεσηκώθηκε το σύμπαν – και η Έκθεση έμεινε στα συρτάρια.
Λίγα χρόνια μετά ήρθε άλλος καθηγητής κι αυτός απ’ το «εκσυγχρονιστικό μπλόκ» του καθηγητή Σημίτη. Ήταν ο Τάσος Γιαννίτσης, ο οποίος το 2001, ως υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, προσπάθησε να υλοποιήσει μια μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού, στηριγμένη στα συμπεράσματα και στις προτάσεις της έρευνας των καθηγητών Σπράου-Τήνιου, θέτοντας ζήτημα αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, κατάργησης των προνομιακών καθεστώτων και ελέγχου των υπερδαπανών του ασφαλιστικού συστήματος. Κι αυτός, όμως, απέτυχε γιατί είχε ξεσηκωθεί σύμπασα η χώρα, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθετήσεως - και η μεταρρύθμιση ματαιώθηκε.Έτσι, μια δεκαετία περίπου μετά -το 2010- επισημοποιήθηκε η οικονομική χρεοκοπία της χώρας μας. Ήταν η περίοδος που στη χώρα μας το κράτος ενώ όδευε ταχέως προς τη χρεοκοπία (στην οποία και κατέληξε), την ίδια στιγμή προσέφερε αφειδώς συντάξεις γήρατος 2.500 – 3.000 ευρώ τον μήνα και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις σε...» απομάχους της δουλειάς», που δεν είχαν κλείσει ούτε τα 50 τους... Κι αφού δεν μας άρεσαν οι «Γιαννίτσηδες», οι «Σπράου», να σου ο Σόιμπλε... Έφταιγε, όμως, ο Σόιμπλε για τη χρεοκοπία της χώρας μας για την οποία συνυπαίτια υπήρξε και η κακοδιαχείριση στο Ασφαλιστικό-Συνταξιοδοτικό;
Ναι, υπήρξαν αλόγιστες σπατάλες στα δημόσια έργα, όμως η πραγματικότητα των αριθμών για το «μερίδιο» στην κακοδιαχείριση του Ασφαλιστικού-Συνταξιοδοτικού είναι καταλυτική, αποκαλυπτική: H ενίσχυση του συνταξιοδοτικού κλάδου του ασφαλιστικού στη δεκαετία 2000-2010 κόστισε στον προϋπολογισμό του ελληνικού κράτους περισσότερα από 200 δισ. ευρώ, ενώ το συνολικό κόστος όλων των έργων, συμβάσεων κ.λπ., που κάποιοι θεωρούν πως υπήρξε διαφθορά, δεν ξεπερνά τα 50 δισ. ευρώ. Η διαφορά είναι χαώδης, ενώ ακόμη και σήμερα τα 3/5 του εθνικού χρέους οφείλονται αποκλειστικά στη χρηματοδότηση του Συνταξιοδοτικού. Το τρέχον ετήσιο κόστος του Ασφαλιστικού για τον Προϋπολογισμό βρίσκεται στα 15 δισ. ευρώ, δηλαδή ένα ποσοστό 7,8% του ΑΕΠ, το υψηλότερο της Ευρώπης. Ξέρετε ποιο είναι το αντίστοιχο ποσό για τον γαλλικό Προϋπολογισμό που ο Εμμανουέλ Μακρόν προσπαθεί τόσο σκληρά να κλείσει; 17 δισ. ευρώ! Μόνο που το γαλλικό ΑΕΠ ξεπερνά τα 2,7 τρισ. ευρώ, ενώ το ελληνικό είναι λιγότερο από 200 δισ. ευρώ (βλ. «Capital.gr», 24.03.2023).
Οι «αμαρτίες», βεβαίως, στον πολιτικό χειρισμό του Ασφαλιστικού-Συνταξιοδοτικού είχαν ξεκινήσει από παλαιότερα. Από τη δεκαετία του ‘80 και μετά οι υποψήφιοι για συνταξιοδότηση και οι συνταξιούχοι έγιναν οι καλύτεροι πελάτες της (πάσης αποχρώσεως) κομματοκρατίας. Στο πλαίσιο της καθετοποιήσεως της διαφθοράς έλαβαν αναπηρικές συντάξεις ολόκληρα χωριά και κεφαλοχώρια, «τυφλώθηκαν» πληθυσμοί μεγάλων νησιών και εδόξασαν την Εθνική Αντίσταση συνταξιούχοι γεννημένοι το 1940. Το «δικαίωμα» στη συνταξιοδότηση έγινε κοινωνική και κομματική πολιτική, χωρίς κανείς να ρωτά ποιος θα πληρώνει!
Δυστυχώς, παρόμοιες περιπτώσεις (όχι απλώς 100ντάδων, αλλά 1.000άδων!..) «προώρων» συνταξιοδοτήσεων εξακολουθούσαν να «ζουν και να βασιλεύουν» μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2010 στον στενό δημόσιο τομέα, στις ΔΕΚΟ, κ.λπ., μέχρι που ήρθε ο ...«κακούργος», ο dr Σόιμπλε, κι έβαλε «φρένο» στην κατρακύλα. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς είναι δυνατόν να υπάρχει δημόσια επιχείρηση, η οποία καίτοι μπατιρημένη (και δη προ της χρεοκοπίας του κράτους) πλήρωνε συντάξεις 2.500 και 3.000 ευρώ (!!!) σε συνταξιούχους της. Αναφέρομαι στην περίπτωση του (νυν ιταλικών συμφερόντων) Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ). Επίσης, ποτέ μου δεν κατάλαβα (εννοώ δεν κατενόησα με όρους ορθής λογικής, όχι με κριτήρια κομματοκρατίας) πώς είναι (...ήταν [μέχρι το 2012/13] – γιατί μετά ήλθε ο ...«κακούργος» ο dr Σόιμπλε...) δυνατόν να υπάρχουν συνταξιούχοι του (στενού και ευρύτερου) δημόσιου τομέα με μόλις 20ετή υπηρεσία, οι οποίοι εισέπρατταν προ της ελεύσεως Σόιμπλε σχεδόν διπλάσια σύνταξη (!) από συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα με σχεδόν διπλάσια (37ετή) απ’ αυτούς υπηρεσία... (Ιt’s a Greek mystery, anyway...).
Τα γράφω όλα αυτά θεωρώντας ότι ο αρμόδιος (και εκ του «εκσυγχρονιστικού μπλοκ», επίσης, προερχόμενος πολιτικά) Υφυπουργός μίλησε τη γλώσσα της αληθείας. Μίλησε για μια σκληρή πραγματικότητα, που δεν έχει ιδεολογικό πρόσημο και την οποία ουδείς -δεξιός, κεντρώος ή αριστερός- μπορεί να (καμώνεται ότι) αγνοεί. Ο κ. Τσακλόγλου είπε ότι «στην επόμενη τριετία [δηλ. μέχρι του 2027] δεν πρόκειται να δούμε αύξηση στα όρια συνταξιοδότησης», συμπληρώνοντας, όμως, με απολύτως σαφές το νόημα των λεγομένων του, ότι «αυτό, κάποια στιγμή θα γίνει, μην έχουμε καμιά αμφιβολία» (...).
Τα προβλήματα εις ό,τι αφορά το Ασφαλιστικό είναι πολλά και θα πρέπει κάποια στιγμή, πέραν των διαπιστώσεων, να απαντηθεί το πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστούν δίκαια και όχι ισοπεδωτικά τα συσσωρευμένα στα ασφαλιστικά Ταμεία χρέη. «Δίκαια», υπό την έννοια ότι είναι, τουλάχιστον, πολιτικά ανέντιμο / άδικο άλλος να «τα σπάει» κι άλλος να πληρώνει... Θέλω να πιστεύω ότι η Κυβέρνηση και, γενικά, οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου θα έχουν αντιληφθεί και συνειδητοποιήσει ότι το «κακό το χάλι» στο Aσφαλιστικό δεν δημιουργήθηκε εξαιτίας χαριστικών πολιτικών υπέρ απάντων των Ελλήνων, αλλά εξαιτίας της επιδειχθείσης ευνοίας υπέρ συγκεκριμένων κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων – ή μήπως δεν είναι έτσι; * Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής
Β/θμιας Εκπ/σης, κλ. ΠΕ01 (xaan@theo.auth.gr).