Εγώ πάλι της απαντώ ότι δεν γίνεται να αντέξεις αυτό τον κόσμο χωρίς να τα έχεις κοπανήσει προηγουμένως, κατά συνέπεια είναι θέμα επιβίωσης και ψυχικής ισορροπίας. Αυτού του τύπου οι ...«φιλοσοφικές» συζητήσεις έχουν πολύ πλάκα, αν δεν κρύβουν πίσω τους θλιβερές ιστορίες. Μπορείς να καταλάβεις πάντως μια γυναίκα που γκρινιάζει γι’ αυτό τον λόγο. Κι αν δεν έχει υποφέρει το γυναικείο φύλο από άνδρες εξαρτημένους από το αλκοόλ, από μέθυσους που εξαιτίας του ποτού κατέστρεψαν εαυτούς, και οικογένειες. Άστο καλύτερα, μην το πιάσουμε, το θέμα πονάει. Ειδικά σήμερα που το αλκοόλ συνδυάζεται με ένα πλέγμα ψυχολογικών προβλημάτων και αδιεξόδων, πραγματικών ή τεχνητών, δηλαδή μ’ έναν συνδυασμό ικανό να σε ρίξει στα πατώματα.
Καμιά φορά σκέφτομαι πως ένα ποτήρι λευκό ή κόκκινο κρασί το βράδυ συμβολίζει την κανονικότητα της ζωής. Είσαι σπίτι μετά από μια κοπιαστική συνήθως ημέρα, χαλαρώνεις, σερφάρεις και χαζεύεις τις συνήθεις σαχλαμάρες στο Facebook και γελάς με τον «Σασμό», όπου ένας ακόμη Κρητικός «έφαγε» μπαμπέσικα τον τριτοξάδερφο της κουνιάδας του, επειδή ένας πρόγονός του, οκτώ γενιές πριν, πρόσβαλε μια προ-προ-γιαγιά του, τολμώντας να την κοιτάξει υπό γωνίαν.
Ότι μπορείς και πίνεις ένα ποτήρι κρασί σημαίνει ότι είσαι από τους τυχερούς της ζωής. Δηλαδή, λευκός, υγιής άνδρας, σε δυτική χώρα, μορφωμένος, με σταθερή δουλειά και εισόδημα, με οικογένεια που είναι κι αυτή ασφαλής, με ανθρώπους που αγαπάς και σε αγαπάνε. Σημαίνει ότι δεν είσαι κρυμμένος σε κανένα τούνελ τύπου Γάζας κι από πάνω να σκάνε οι βόμβες και οι οβίδες. Την ώρα που η τηλεόραση αναγγέλλει πως οι νεκροί του πολέμου ξεπέρασαν πια τους δέκα χιλιάδες, την ώρα που άλλος ένας πόλεμος έγινε κι αυτός θέμα αριθμών, εσύ, πίνοντας το κρασάκι σου μιλάς στο τηλέφωνο με την κόρη σου που σού διηγείται τα νέα της ημέρας, και «α, μπαμπά να μην το ξεχάσω, μπορείς αύριο να πας στο φωτοτυπάδικο να μου πάρεις κάτι σημειώσεις που δεν προλαβαίνω;». Πάλι καλά, γιατί ο γιος που σε πήρε έχει νεύρα και τα ξεφορτώνει σε σένα. Τα έχει βάλει -κλασσικά!- με τους «από πάνω» που «δεν ξέρουν τι τους γίνεται οι άσχετοι», διότι, αυτό είναι η νεότητα, να νομίζεις πως πάντα εσύ έχεις δίκιο, πάντα εσύ είσαι ο επαΐων, όλοι οι άλλοι είναι απλώς άσχετοι, κόπανοι και «γίδια». Κι εκεί γελάς με συγκατάβαση, κατακτημένη από τα χρόνια και την εμπειρία της ζωής, γελάς και με τον Ηλία που σε πήρε να σου πει πως «άσε μ@λ@..@, τσίμπησα έναν covid και δεν ξέρω από πού, αλλά ’ντάξει δεν έχω συμπτώματα» κι εσύ του απαντάς πως «κακό σκυλί ψόφο δεν έχει» (γέλια). Στην υγειά μας !
Τα βράδια της χαλάρωσης με ένα ποτήρι κρασί, πολλές φορές παλεύω με τις ενοχές μου. Δεν νομίζω να φταίω σε κάτι, αλλά με κάποιο τρόπο η εποχή γεννά ενοχές στους ευαίσθητους ή αδύναμους χαρακτήρες. Ένιωθα αίφνης ακατανόητα ένοχος που συντοπίτες μου πλημμύρισαν από την αβελτηρία του Κράτους ενώ εγώ όχι, το ίδιο ένοχος που εγώ απολαμβάνω ειρήνη, ενώ άλλοι υφίστανται πόλεμο, ένοχος που δεν «αγωνίζομαι» κατά του πολέμου- για κάποιο λόγο εύρισκα πάντα γραφικές αυτές τις πικετοφορίες για τα παγκόσμια προβλήματα. Από τα χρόνια που η Αριστερά διαδήλωνε για τα δίκαια του λαού της Νικαράγουα...
Εν τέλει, νιώθω ενοχές που ...απλώς είμαι καλά! Σκέφτομαι δηλαδή μήπως μοιάζω με τον κυρ-Παντελή του γνωστού τραγουδιού εκείνον το μικροαστό που δεν ενδιαφέρεται παρά για την προστασία και ευημερία του μικρόκοσμού του. Να ’μαστε καλά εμείς δηλαδή, όλοι οι άλλοι ας πάνε να κουρεύονται. Πράγματι, εμείς οι μέσοι φιλήσυχοι αστοί θέλουμε πρωτίστως να είμαστε καλά. Δεν είναι άραγε φυσιολογικό; Και φυσικά θέλουμε και το καλό όλων των συνανθρώπων μας, δίχως πολέμους, κρίσεις, φτώχεια ή φυσικές καταστροφές. Δεν θα «αγωνιστούμε», κατά πώς το εννοούν μερικοί επαγγελματίες ιδεολόγοι τρέχοντας σε πορείες, δεν δηλώνουμε αιώνιοι επαναστάτες παιδιά του Τσε Γκεβάρα, αλλά είμαστε μια ήπια σοβαρή πλειοψηφία που απορρίπτει κάθε μορφής βαρβαρότητα, απλώς νιώθουμε εντελώς αδύναμοι να την παλέψουμε. Οι κυρ- Παντελήδες είναι κατά βάθος οι πιο ευαίσθητοι άνθρωποι- οι άλλοι οι μεγάλοι αντικονφορμιστές που τους συκοφαντούν μέσα από τέτοια τραγούδια αποδεικνύεται πως για το μόνο που «παλεύουν» είναι η εξουσία και η κυριαρχία.
Στο δεύτερο ποτήρι κρασί, όταν οι νευρώνες χαλαρώνουν γίνομαι ακόμη πιο συγκαταβατικός. Αποδέχομαι το κλασσικό πως «έτσι είναι η ζωή και πώς να την αλλάξεις;», άλλοι θα εγκληματούν κι άλλοι θα έχουν τις τύψεις. Οπότε προσπαθώ να εστιάσω στα θετικά. Φλυαρία για τα καθημερινά, παλιές ιστορίες και σχέδια για ταξίδια που συνήθως δεν γίνονται ποτέ. Κλαίρη γλυκιά μου, θα μπορέσουμε να κάνουμε ένα ταξίδι το καλοκαίρι; Δεν είναι για αναβολές, να, κάπως έτσι χάσαμε την Ιερουσαλήμ που λέγαμε να πάμε- ποιος ξέρει πότε θα ηρεμήσει ξανά η κατάσταση εκεί. Α, δεν σου είπα, μου τηλεφώνησε ο Στέλιος, θα έρθει την άλλη εβδομάδα, ωραία θα ’ναι, να πάμε για κανένα κρασί; Γυρίζει πάλι το μάτι της, «βρε σουρουκλεμέ- μου λέει- ευκαιρία δεν χάνεις», αλλά δεν είχες σε ποιον να μοιάσεις! Το πιάνω το υπονοούμενο, αλλά κάνω το κορόιδο. Σαν παλιός και έμπειρος καπετάνιος λέω μέσα μου «μεγάλε, κράτει τις μηχανές μέχρι να περάσουμε τον κάβο και τη φουρτούνα». Υπονοεί η άτιμη γυνή έναν προπάππου μου που είχε το παρατσούκλι ...«Λεύκα». Όχι, δεν ήταν κανένας λυγερόκορμος σαν λεύκα, μάλλον κοντούλης ήτανε κι έμενε σ’ ένα ορεινό χωριό, σε σπίτι μονόπατο που είχε μπροστά μια λεύκα. Κάθε βράδυ, λέει ο σχετικός θρύλος, γύριζε ο παππούς σπίτι κατακόκκινος ως τ’ αυτιά, κεφάτος και τραγουδιστός και καθώς δεν έβλεπε τη μύτη του στα σκοτάδια (ρεύμα δεν είχε τότε) έμπηγε πάντα τη γνωστή φωνή:
- Ε, Αναστασιά... Βάλε μαρή τη λάμπα στη λεύκα» (μπας και βρω μέσα στη σούρα μου κατά πού πέφτει το ρημάδι το σπίτι- ήταν προφανώς το υπονοούμενο της φράσης).
- Λοιπόν, να το ξεκαθαρίσουμε μια και καλή. Εγώ για τον παππού τον Παναγιώτη είμαι υπερήφανος, το άκουσες Κλαίρη γλυκιά μου; Στην τηλεόραση εξακολουθεί να δείχνει φωτιές, καπνό, κρανοφόρους ανταποκριτές, ένας ζόφος στη θεοβάδιστη Παλαιστίνη. Πίνω το δεύτερο ποτήρι κρασί. Με την ελπίδα να πνίξω μέσα του τις αθέλητες ενοχές μου.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr