Μέσα από τις γραμμές του δημοσιεύματος διαπιστώνουμε το σθένος με το οποίο ο συντάκτης του υπερασπιζόταν την άποψη της παραμονής για ιστορικούς λόγους του τεμένους του Χασάν μπέη, σε αντίθεση με την άποψη της Βακουφικής Επιτροπής των μουσουλμάνων της πόλης μας που για δικούς της λόγους ήθελε την κατεδάφισή του. Είναι χαρακτηριστική η επιμονή του να πείσει άρχοντες και τοπικούς παράγοντες, να διατηρηθούν τα ιστορικά μνημεία που άφησε η μακροχρόνια οθωμανική κατοχή στη Λάρισα.
Συνεχίζει ο Μιχαήλ Χρυσοχόου: «Καίτοι εν τω μέσω της πεδιάδος κειμένη [Η Λάρισα], ήτο πόλις οχυρά και επί έτη αντέστη κατά του κατακτητού Τουρχάν, τον οποίον ηνάγκασεν επί έτη να στήση την έδραν του εις το προς βορράν κείμενον χωρίον Τατάρ, όπου και το πρώτον ανήγειρε τέμενος, όπερ και μέχρι σήμερον σώζεται [1], και πολλά άλλα σημεία της εκεί επί πολύ διαμονής του κατέλιπε. Πανταχόθεν πολιορκηθείσα δεν ηλώθη, αλλά παρεδόθη συνθηκολογήσασα, και δεν ετράπη εις αισχράν φυγήν. Ο Τουρχάν άμα τη καταλήψει της Λαρίσσης, ήν ονόμασε Γενί–Σιείρ [Νέα Πόλις], διότι η πόλις εγκατελείφθη ή εξηνδραποδίσθη [οι κάτοικοί της πωλήθηκαν ως δούλοι], κατέλαβε τον λόφον εφ’ ού ήτο ο ναός του Αγ. Δημητρίου [2] βυζαντινού ρυθμού και μετέβαλεν αυτόν εις οθωμανικόν τέμενος, εγείρας τον πρώτον επ’ αυτού μιναρέν εν Λαρίσση. Προς ανταλλαγήν του, επέτρεψε την ανέγερσιν χριστιανικού ναού εις το άκρον του απέναντι λόφου, Τρανού μαχαλά, ονομασθέντος ούτω, είτε διότι έκειτο υψηλότερον, είτε διότι κατωκείτο υπό της τότε αρχοντιάς της εποχής εκείνης, ούς θελήσας να περιποιηθή, επέτρεψεν την ανέγερσιν ναού.
Ο ναός του Αγ. Δημητρίου και το σημερινόν βανδαλικώς καταστρεφόμενον τέμενος, έκειντο επί αρχαίου ναού της Δήμητρας, πολιούχου θεάς των αγρών, ώστε ο καταστρεφόμενος ούτος ναός έχει τριπλήν μεγάλης σπουδαιότητος αξίαν. Αρχαιολογικήν, αποβλέπουσαν την πέραν του χριστιανισμού εποχήν, χριστιανικήν και θρησκευτικήν επί 1400 έτη και ιστορικήν αξίαν από εθνικής απόψεως και ενθύμημα του καρτερικώς δουλεύοντος έθνους επί 450 και πλέον έτη, του απολυτρωθέντος εσχάτως ελαχίστου του Ελληνισμού τμήματος.
Επί τουρκοκρατίας η Λάρισσα ήτο η έδρα απάσης της Θεσσαλίας [3] και της Ελασσώνος συμπεριλαμβανομένης. Ενταύθα ήσαν συγκεντρωμέναι άπασαι αι αρχαί πολιτικαί και στρατιωτικαί και τοιαύτη έπρεπε να μείνη μετά την προσάρτησιν ως πόλις πλησιεστέρα εις τα νέα της Ελλάδος σύνορα κειμένη, χωρίς να πάθουν αι άλλαι πόλεις και θεωρούμεν σφάλμα μέγα την διαίρεσιν της Θεσσαλίας εις τέσσαρας Νομούς ανεξαρτήτως αλλήλων και αντιπραττόντων των μεν κατά των δε. Δυστυχώς η Λάρισσα εθεωρήθη εξ αρχής ως τόπος εξορίας [4] και επέμποντο ενταύθα υπάλληλοι, οι δυσμενώς προς την επικρατούσαν πολιτικήν διακείμενοι και πολιτικοί και στρατιωτικοί, μη εξαιρουμένου και αυτού του Τρικούπη, όστις εχρεώστει εις την Θεσσαλίαν την επικράτησίν του [5].
Το πρώτον κυβερνητικόν έργον ήτο το σχέδιον της πόλεως και η ρυμοτομία αυτής υπό μηχανικών μη μελετησάντων το αρχαίον αυτής σχέδιον και παρασκευασάντων τον κυκεώνα και την πρώτην της Λαρίσσης καταστροφήν δια της πλημμύρας, καταστρέψαντες τα αντιπλημμυρικά έργα, τα οποία εξέλαβον μόνον ως οχυρωματικά αυτής έργα, παραγεμίσαντες τας τάφρους.
Δευτέρα βανδαλική πράξις αυτής ήτον η μέχρι της επιφανείας της Ακροπόλεως ανάβασις της οδού, δια της οποίας και χάριν αυτής ανέσκαψαν, διχοτομήσαντες εις δύο το μόνον σωζόμενον αρχαίον μνημείον, το θέατρον των Αλευαδών [6]. Το θέατρον τούτο επί πεντακόσια έτη εσεβάσθησαν οι κατακτηταί και αυστηρώς απηγόρευον την μεταφοράν εκείθεν λίθων. Εντός δε 25ετούς ελευθέρου βίου, οι ελεύθεροι βάνδαλοι επροξένησαν τας μεγαλυτέρας και περισσοτέρας καταστροφάς. Ευρέθη δε και υπουργός επισκεφθείς την Λάρισσαν, να δώση την άδειαν εις ψηφοφόρους Βολιώτας, αληθείς εβραίους κερδοσκόπους, να κτίσουν επί του θεάτρου [7], οίτινες δια νυκτός ανέσκαψαν αυτό και μετέβαλον αυτό εις σωρούς λόφων αχρήστων, τα εδώλια του θεάτρου!
Και τρίτη έρχεται τώρα η καταστροφή του κομψού βυζαντινού ρυθμού εκ των αρίστων, ναού του Αγ. Δημητρίου, τον οποίον ο Τουρχάν ο κατακτητής δεν κατέστρεψεν, αλλά μετάβαλεν εις τέμενος μουσουλμανικόν, επί το ανατολικώτερον μετασκευάσας αυτό.
Και τώρα, καθ’ ήν στιγμήν γράφομεν ταύτα, η πόλις άπασα εν φρικτή αδιαφορία μετ’ απαθείας, ουχί ανθρωπίνης, βλέπει την καταστροφήν του ιερού τούτου τεμένους, όπερ κατέχει θέσιν εν Λαρίσση οίαν το Θησείον, ίνα μη είπομεν η Ακρόπολις [8], και δεν ευρέθη είς άνθρωπος να προλάβη τοιαύτην καταστροφήν, τοιαύτην ιεροσυλίαν! Και υπουργοί και βουλευταί και νομάρχαι και δήμαρχοι και ανώτεροι υπάλληλοι, ξένοι εντελώς προς τον τόπον, μικροί δε ν’ αποβλέψουν προς το μέλλον της πόλεως, επί 25ετίαν όλην ουδέν έπραξαν και θα ήτο τούτο αρκετόν, εάν δεν κατέστρεφον ό,τι καλόν είχεν η πόλις αύτη.
Περί της Βακουφικής Επιτροπής φέροντες τον λόγον, λυπούμεθα πολύ δια την απόφασίν της ταύτην, την οποίαν αποδίδομεν εις εντελή χαλάρωσιν και φοβεράν κατάπτωσιν παντός εθνικού και θρησκευτικού αισθήματος. Είναι ακατανόητον πώς μουσουλμάνοι την θρησκείαν και επί πεντακόσια έτη κύριοι της χώρας, ιδίαις χερσί καταστρέφουσι τα μνημεία της δόξης των και της ιστορίας των! Και να ευρίσκωνται δε και άρχοντες της πόλεως ταύτης και Λαρισσαίοι να βλέπουν μετ’ ανηκούστου αδιαφορίας την καταστροφήν τόσων μνημείων και να μην εννοώσιν ότι η ιστορία των Τούρκων είναι και ιστορία του Ελληνισμού αναπόσπαστος!
Ως επληροφορήθημεν, προ διετίας ο κ. Δήμαρχος [9] είχεν εξουσιοδοτηθεί υπό του Δημοτικού Συμβουλίου δια την αγοράν του τεμένους αντί πάσης θυσίας. Εάν τούτο είναι αληθές, ο δήμαρχος έπραξεν έγκλημα ασυγχώρητον κατά της πόλεως ής άρχει και κατά του Έθνους αυτού εν συνόλω. Δια της αγοράς ταύτης και της ευπρεπούς διατηρήσεώς του, ηθέλομεν καταδείξει εις τους συμπολίτας και συμπατριώτας ημών και εις τους πέραν των συνόρων ακόμη, ότι εν Ελλάδι η εξάσκησις της θρησκείας είναι ελευθέρα και σεβαστή και ιδίως εις τους μουσουλμάνους, οίτινες όταν εκράτουν της χώρας εσέβοντο μεν τους χριστιανικούς ναούς, εκράτουν όμως δι’ εαυτούς την υπεροχήν. Οι Λαρισαίοι δεν πρέπει να λησμονώσιν ότι όλα τα τεμένη των συμπολιτών μας μουσουλμάνων ήσαν ναοί χριστιανών [10] και δεν έχασαν ποτέ την ιερότητα, διότι εν αυτοίς ελατρεύετο και εξυμνείτο είς μόνον θεός, αδιάφορον υπό ποίους τύπους.
Η καταστροφή αύτη θα είναι δια την πόλιν και τους κατοίκους αυτής μαύρη κηλίς της ιστορίας της ανεξίτηλος».
[1]. Τατάρ ή Τατάρι είναι η τουρκική ονομασία του οικισμού της σημερινής Φαλάνης (Φάλλανας). Η μετονομασία αυτή έγινε το 1916. Το αναφερόμενο τέμενος δεν σώζεται σήμερα.
[2]. Σύμφωνα με την παράδοση το τζαμί του Χασάν μπέη είχε ανεγερθεί πάνω στο χώρο βυζαντινής εκκλησίας, αφιερωμένης στη Σοφία του Θεού και όχι του Αγ. Δημητρίου. Η ίδια παράδοση αναφέρει ακόμη ότι κατά την κλασική περίοδο στη θέση αυτή υπήρχε αρχαίο ιερό προς τιμή της θεάς Δήμητρας. Βλέπε: Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Α’, Λάρισα (1996) σ. 340 - 341. Φαίνεται ότι ο Χρυσοχόου αναφέρει τον χριστιανικό ναό ως αφιερωμένο στον Άγ. Δημήτριο, επηρεασμένος από το προϋπάρχον αρχαίο ιερό της ομόηχης μυθολογικής θεάς Δήμητρας, θεότητας της γεωργίας.
[3]. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και μέχρι τα μέσα του 18ου αι. πρωτεύουσα της Θεσσαλίας ήταν τα Τρίκαλα (σαντζάκι Τρικάλων). Από το 1739 ως πρωτεύουσα της Θεσσαλίας αναγνωρίσθηκε η Λάρισα.
[4]. Πράγματι, μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 και μέχρι το 1912 η Λάρισα ήταν ακριτική πόλη, απέχουσα λίγα χιλιόμετρα από τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Δοθέντος δε του γεγονότος ότι δεν είχε αποβάλλει ακόμη οικοδομικά και χωροταξικά την όψη της τουρκόπολης, η μετάθεση σ’ αυτήν δημοσίου υπαλλήλου θεωρούνταν την περίοδο εκείνη δυσμενής.
[5]. Στις 20 Δεκεμβρίου 1881 έγιναν γενικές εκλογές για την είσοδο και των Θεσσαλών βουλευτών στη Βουλή, παρά την αντίδραση του Χαρίλαου Τρικούπη, φοβούμενος ότι θα επικρατήσει ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος ο οποίος πρωτοστάτησε στην προσάρτηση της Θεσσαλίας. Οι φόβοι του όμως δεν επαληθεύθηκαν και εκλέχθηκε πρωθυπουργός χάρη στις ψήφους των Θεσσαλών. Ο Κουμουνδούρος δεν ανέχθηκε τέτοια αχαριστία και παραιτήθηκε.
[6]. Το Α’ Αρχαίο Θέατρο της Λάρισας οικοδομήθηκε το α’ μισό του 3ου αι. π.Χ. στα χρόνια του βασιλιά της Μακεδονίας Αντιγόνου Γονατά. Ο οίκος των Αλευάδων ήταν κατά 2-3 αιώνες αρχαιότερος.
[7]. Είναι γνωστό ότι στο ανηφορικό τμήμα της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), πάνω στο Αρχαίο Θέατρο, υπήρχαν στα τέλη του 19ου αι. καταστήματα ελαιοπαραγωγών κατοίκων του Πηλίου.
[8]. Η σύγκριση που κάνει εδώ ο συντάκτης είναι οπωσδήποτε υπερβολική.
[9]. Δήμαρχος ήταν ο ιατρός Αχιλλεύς Αστεριάδης.
[10]. Η αναφορά αυτή του Χρυσοχόου μας υπενθυμίζει ότι την ίδια τακτική είχαν εφαρμόσει οι Οθωμανοί και στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμη και σήμερα παρατηρούμε ότι διατηρούνται στην Βασιλεύουσα πολλοί βυζαντινοί ναοί, οι οποίοι είχαν μετατραπεί σε τζαμιά και με τον τρόπο αυτό διασώθηκαν ως κτίσματα μέχρι τις ημέρες μας