Παρ’ όλα αυτά του έκανα το χατίρι, κατέβηκα στην πόλη. Να προσέχω τα εγγόνια η δικαιολογία, αλλά πιο πολύ για να προσέχει αυτός εμένα. Η αλήθεια είναι ότι μετά τον χαμό της μάνας του δεν είχα και καμιά επιθυμία για ζωή. Σαν να είχαν ξενοστιμήσει τα πράγματα. Σκυμμένος πήγαινα στο καφενείο, σκυμμένος στην εκκλησία. Μόνη μου απαντοχή τα δέκα μου προβατάκια. Σαν παιδιά μου τα είχα, χορτάτα, καθαρά και πάντα περιποιημένα. Το χωριό ήταν ψηλά στο βουνό, και το σπίτι στην άκρη του χωριού, τα έβγαζα αχάραγα να τα βοσκήσω, τα άφηνα ελεύθερα με τον σκύλο να τα φυλάει και εγώ καθόμουν κάτω από τα ψηλά και βαθύσκια δέντρα. Δεν έχει νιώσει κανείς ελευθερία αν δεν έχει ξαπλώσει κάτω από πλατάνια και να αφήσει τον νου του ελεύθερο να τρέξει όπως τα ζουλάπια του θεού. Από μικρός στο χωριό έμαθα να κάνω αυτό που έκανε ο πατέρας μου κι ο πατέρας του πατέρα μου έκαναν σε μια παράδοση που χάνονταν πίσω στα χρόνια: να φροντίζω τα ζωντανά μας και να τα περιποιούμαι. Αυτά μας έδιναν να φάμε, αυτά να ντυθούμε, αυτά να σκεπαστούμε τις φοβερές νύχτες του χειμώνα. Μαζί τους έμαθα να αγαπάω τη φύση, ό,τι μας περιβάλλει και μας αγκαλιάζει, σε μια φυσική συνέχεια και αλληλεπίδραση που βαστάει από το γέννημα του χρόνου.
Αυτά τον σπούδασαν και τον γιο μου γιατί δεν ήθελα να μείνει «περιορισμένος» εδώ πάνω. Αρχιτέκτονας στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Εξυπνο παιδί, μαθημένο να δουλεύει, δεν δυσκολεύτηκε να πιάσει την καλή. Εγώ τον καμάρωνα από εδώ πάνω. Ωσπου έχασα τη μάνα του και μαζί της χάθηκε κι ο κόσμος μου. Αρχισαν τα προβλήματα υγείας και όλοι οι γιατροί μού έλεγαν ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα και να χαλάσω τα ζώα. Δεν ρωτούσαν όμως αν μπορούσα… Κράτησα αυτά τα δέκα, όσα μου επέτρεπαν για να μην κουράζομαι. Τελικά τα χάλασα κι αυτά για να πάω να προσέχω τα εγγόνια.
Μου νοίκιασε μια γκαρσονιέρα δίπλα στο δικό τους διαμέρισμα. Ελεύθερος φυλακισμένος. Το μάτι να σταματάει στην απέναντι πολυκατοικία, τα αστέρια σβησμένα από τα πολλά φώτα, και μυρωδιές που μου τρυπούσαν τα ρουθούνια. Τι να κάνω, έφυγα ξανά. Του εξήγησα πως δεν μπορώ να μείνω μακριά από το χωριό, του υποσχέθηκα ότι θα προσέχω τον εαυτό μου και θα έρχομαι συχνά να τους βλέπω.
***
ΑΝΕΒΗΚΑ ξανά πάνω. Πέντε ώρες δρόμος, μετρούσα αντίστροφα κάθε λεπτό, και κάθε χιλιόμετρο. Όταν φτάσαμε και κατέβηκα στη στάση στην πλατεία, κατάλαβα αυτούς που σκύβουν και φιλάνε τα χώματα της πατρίδας όταν επιστρέφουν σ’ αυτή μετά από χρόνια. Πήγα στο σπίτι, άνοιξα να αεριστεί ο χώρος και έκατσα έξω κάτω από τα πλατάνια. Ενιωσα την επιστροφή μου με όλες μου τις αισθήσεις. Γέμισα όλος βουνό και δέντρα. Σαν παιδί ξεχύθηκα στις δασωμένες πλαγιές και στα καταπράσινα λιβάδια, πλατσούρισα στις πηγές και ξάπλωσα κάτω από τις βαθιές σκιές. Κι εκεί κάτω από τα δέντρα έκλεισα τα μάτια μου και κοιμήθηκα. Κι ονειρεύτηκα λέει πως ήμουν ο παλιός γέρικος πλάτανος αυτός που δεσπόζει στην πλατεία του χωριού, οι ρίζες του ήταν τόσο μεγάλες που κύκλωναν ολόκληρο το χωριό. Σαν μεγάλα τείχη που το προστάτευαν. Και τόσο βαθιές που είχαν τυλίξει τα κόκαλα όλων όσοι είχαν ζήσει τα προηγούμενα χρόνια εκεί. Και ξαφνικά λέει άρχισε να φυσάει ένας αέρας τόσο δυνατός που μέχρι και ο πλάτανος άρχισε να κουνιέται. Αρχισαν αν και κατακαλόκαιρο να πέφτουν τα φύλλα του, να σπάνε τα κλαδιά του και να κλονίζεται. Οι ρίζες κατά τρόπο παράξενο άρχισαν να βγαίνουν από το έδαφος με τα κόκαλα να κρέμονται ακόμη πάνω τους και να μεταμορφώνονται σε φίδια χωρίς κεφάλι, να χτυπιούνται και να γκρεμίζουν τα σπίτια που μέχρι πρότινος προστάτευαν. Θειάφι μύριζε ο αέρας και θάνατο. Είχε πάει νύχτα όταν ξύπνησα έντρομος, έριξα νερό στο πρόσωπό μου και κίνησα για τον Αϊ-Σωτήρα να προσευχηθώ και να διώξω τις σκέψεις που είχε σωρεύσει στον νου το όνειρό μου.
Μα πριν προφτάσω καλά-καλά να πάρω τον δρόμο από το σπίτι για την εκκλησία, είδα από την απέναντι πλαγιά, σαν αλλόκοτο ηλιοβασίλεμα να έχει κοκκινίσει η πλάση. Φλόγες αχόρταγες να τρώνε τα δέντρα και να θεριεύουν. Και μετά από παντού τριγύρω να πετάγονται φωτιές σαν σε συγχρονισμένο κακό και στη μέση να είναι το χωριό. Η καμπάνα της εκκλησίας να χτυπάει σαν τρελή, αυτή τη φορά όχι για να προσκαλέσει τους χωριανούς εντός της, αλλά για να τους διώξει από το χωριό. Κι όμως η κατεύθυνση των αυτοκινήτων δεν ήταν προς την έξοδο και τη σωτηρία, αλλά προς τις πλαγιές όπου ο καθένας είχε τα ζώα του. Το βιος τους ήθελαν να σώσουν και αψηφούσαν τη ζωή τους. Μέσα σε λίγη ώρα οι πυροσβέστες με προσπάθειες που δεν αντιστοιχούσαν σε ανθρώπους αλλά σε πλάσματα ανώτερα, κατάφεραν να τους σώσουν όλους, στις στάνες βέβαια έμειναν μνημεία τραγικά τα απανθρακωμένα ζώα και τα καμένα όνειρα να υπενθυμίζουν την άλλη πλευρά του ανθρώπου.
***
ΓΥΡΙΣΑ στο χωριό μετά από 10 μέρες. Τόσες έκανε να σβήσει η φωτιά. Τόσες για να μεταμορφώσει τον πιο όμορφο τόπο που έχει υπάρξει ποτέ στον πιο άσχημο. Το σπίτι καμένο, και μαζί του καμένες και οι αναμνήσεις μιας ζωής. Αλλά για αυτές δεν με πείραξε τόσο όσο για τον γέρο πλάτανο της πλατείας. Ένα κουφάρι άδειο, ξεψυχισμένο και γυρτό. Σαν να προσπαθούσε να ξεκολλήσει από τον τόπο του, αλλά οι ρίζες του δεν τον άφησαν να κουνηθεί. Αυτός που άκουσε τα μυστικά μας, συμμετείχε στα γλέντια μας και μας παρηγόρησε στον θρήνο μας. Αυτός που σκίασε τα παιχνίδια χιλιάδων παιδιών και έκρυψε βλέμματα ερωτευμένων. Τώρα μια ακίνητη μαύρη κραυγή.
Θανάσης Αραμπατζής
tharampa@gmail.com