Μαιευτικής-Γυναικολογίας επί της οδού Κούμα 62. Όμως, επτά μήνες αργότερα, στις 15 Οκτωβρίου 1942, συνελήφθη όμηρος από τις ιταλικές αρχές ως έφεδρος αξιωματικός του ελληνοαλβανικού μετώπου μαζί με άλλους Λαρισαίους επιστήμονες και κλείσθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Λάρισα. Στις 6 Ιανουαρίου 1943 έγινε η μεταγωγή τους σιδηροδρομικώς στις Φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα και έπειτα από μικρό χρονικό διάστημα μεταφέρθηκαν στην Πάτρα, όπου στις 20 Ιανουαρίου 1943 επιβιβάσθηκαν στο μοιραίο πλοίο «Cita di Genova». Ιδιαίτερα αδυσώπητη φάνηκε η μοίρα στην ομάδα αυτήν των συμπολιτών μας την περίοδο της Κατοχής. Απομακρύνθηκαν βίαια από την αγκαλιά των δικών τους και οδηγήθηκαν σε μια περιπέτεια, η οποία για άλλους υπήρξε μοιραία και για άλλους τραυματική επί τρία σχεδόν χρόνια.
Αλλά στο σημείο αυτό θα δώσουμε τον λόγο στον ίδιο τον Τάσο Αρχιμανδρίτη, ο οποίος υπήρξε ένας από τους διασωθέντες του τορπιλισμού του πλοίου που τους μετέφερε στην Ιταλία. Η αφήγησή του δημοσιεύθηκε σε συνέχειες μια εβδομάδα μετά την επιστροφή του από την ομηρία, στην τοπική εφημερίδα «Ελευθερία», στα φύλλα της 12ης, 14ης και 15ης Αυγούστου 1945. Παραθέτουμε ορισμένα συγκλονιστικά αποσπάσματα: «Το απόγευμα της 20ής Ιανουαρίου 1943 άρχισε η επιβίβασή μας στο πλοίο στο λιμάνι της Πάτρας. Είναι ένα νεότατο εξοπλισμένο σκάφος, που αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα. Μόλις μπήκαμε, μας εφοδίασαν με ένα σωσίβιο και μας διέταξαν να περάσουμε μέσα στο κήτος του πλοίου. Τακτοποιηθήκαμε εκεί παρέες-παρέες όσο μπορούσαμε καλύτερα και περιμέναμε την εκκίνηση, με τη σκέψη μας πίσω στην αγαπημένη πόλη και τους δικούς μας. Το καράβι άρχισε να απομακρύνεται κάπως και φθάνοντας στο πέλαγος, όχι μακριά απ’ το λιμάνι, αγκυροβόλησε πάλι, περιμένοντας διαταγή. Στις 11 το βράδυ η «Πόλη της Γένοβας» ξεκίνησε με ρότα προς την Κέρκυρα… Το καράβι κυλούσε ήρεμα πάνω στα νερά της Μεσογείου. Σε λίγο περάσαμε την Κέρκυρα και μπήκαμε στην Αδριατική… Ύστερα από το μεσημβρινό φαγητό, οι περισσότεροι ανεβήκαμε στο κατάστρωμα. Ξαφνικά στις 1.15 ένας εκκωφαντικός κρότος και μια έκρηξη μας πάγωσαν κυριολεκτικά. Ένα θεόρατος στρόβιλος υψώθηκε και η θάλασσα γέμισε από συντρίμμια. Παίρνουμε τα ατομικά σωσίβια. Ο πανικός είναι απερίγραπτος… Δεν θυμάμαι πολλά. Σε μια στιγμή ρίχνομαι στη θάλασσα και με χίλιους κόπους μπαίνω σε μια βάρκα. Το πλοίο είναι γεμάτο από καπνούς και μυρίζει μπαρούτι. Προσπαθούμε να απομακρυνθούμε. Ύστερα από λίγο μια δεύτερη τορπίλη, η μοιραία, χτυπάει το σκάφος. Με την έκρηξη αυτή το πλοίο χωρίσθηκε στα δύο. Υψώθηκαν ως τον ουρανό τα άκρα του, ενώ το θραυσμένο κέντρο του σκάφους βούλιαζε με ταχύτητα. Στην τρομερή δίνη τα πάντα παρασύρθηκαν. Άνθρωποι που ήταν πριν στο κατάστρωμα, χάνονταν στο βάθος της θάλασσας με δαιμονισμένη ταχύτητα. Σε λίγα λεπτά το θεόρατο σκάφος των 8.000 τόνων είχε βουλιάξει. Η βάρκα μας ανατράπηκε και για αρκετά λεπτά της ώρας αισθανόμουν κάτι να με τραβάει προς τα κάτω, άλλοτε να ανεβαίνω, άλλοτε να ξαναβυθίζομαι και άκουγα κάτι κρότους σαν ριπές πυροβόλου, σαν να σπάζουν ατμολέβητες. Γινόταν πάνω από το κεφάλι μου κάτι που δεν μπορώ να το περιγράψω.
Το πόσο κράτησε αυτό δεν ξέρω, δεν είναι δυνατόν να προσδιορίσω τον χρόνο. Θυμάμαι μόνον ότι κατάπινα συνέχεια νερό. Όταν σε λίγο το σωσίβιο με ανέβασε στην επιφάνεια, δεν υπήρχε τίποτε από το πλοίο. Απόλυτος γαλήνη. Μόνον λίγο άχυρο, σανίδες, σχεδίες, βάρκες αναποδογυρισμένες και άνθρωποι ζητώντας βοήθεια. Ανέβηκα σε μια από τις σχεδίες. Πάνω της σιγά-σιγά μαζευτήκαμε περίπου 25 άτομα, αλλά λόγω του βάρους της κάθισε και ήμασταν μέχρι τον ομφαλό στο νερό. Άρχισε να νυκτώνει, οι βάρκες και οι σχεδίες απομακρύνονταν η μία από την άλλη και το φεγγάρι, που για καλή μας τύχη ήταν πανσέληνος, φώτιζε τη θάλασσα, η οποία για την εποχή ήταν παραδόξως γαλήνια. Με έπιασε νάρκη, ήθελα να κοιμηθώ, όμως προσπαθούσα να αντισταθώ, αλλά μου ήταν αδύνατο. Ξαφνικά μερικές άγριες φωνές δίπλα μας με συνέφεραν από τον λήθαργο. Αναποδογύρισε μια σχεδία και όλα τα άτομα έπεσαν στη θάλασσα… Εν τω μεταξύ, περιμέναμε με αγωνία τα ναυαγοσωστικά. Πάλι γαλήνη, πάλι ουρανός και θάλασσα. Η ώρα περνούσε. Τι ώρα ήταν δεν ήξερε κανείς. Όλων τα ρολόγια είχαν σταματήσει στις 13.20, την ώρα του δεύτερου τορπιλισμού. Το φεγγάρι ασήμωνε τα νερά, το κρύο, όμως, ήταν τσουχτερό. Ξαφνικά είδαμε έναν όγκο να πλησιάζει. Ήταν το ναυαγοσωστικό, αλλά δεν μπορούσαμε να του δώσουμε σινιάλο, γιατί δεν είχαμε τα μέσα. Φωνάζαμε, αλλά τη φωνή μας την έπνιγε η μυστηριώδης φωνή της θάλασσας. Τελικά με διάφορους τρόπους μας εντόπισαν, μας πλησίασαν και μας τράβηξαν στο κατάστρωμα. Μετά 14ωρη παραμονή στη θάλασσα ήμασταν μισοπεθαμένοι και οι Ιταλοί ναυτικοί μας έδειξαν καλοσύνη και μας πρόσφεραν τσιγάρα και μπισκότα. Σε λίγη ώρα φθάσαμε στο νησάκι Σάσων [1] και σε δύο ημέρες αποβιβαστήκαμε στον Αυλώνα σωστά ράκη. Εκεί μας περίμεναν καραμπινιέροι και στρατιώτες με αυτοκίνητα, οπλισμένοι σαν αστακοί και η φρούρησή μας ήταν αυστηρή.
Ύστερα από λίγες ημέρες μας μπάρκαραν στο τέταρτο αμπάρι ενός σκάφους και μας μετέφεραν στο Bari. Από εδώ άρχισε η περιπλάνηση, η ομηρία μας. Πόσοι, όμως, ξεκινήσαμε και πόσοι μείναμε σ’ αυτήν τη γωνιά κρατούμενοι, με το μέλλον αβέβαιο. Οι φίλοι και πατριώτες μας είχαν χαθεί μόλις πριν λίγες ημέρες. Όλοι τους είναι τώρα στα βάθη του υγρού στοιχείου και εμείς μένουμε εδώ και τους κλαίμε. Η μνήμη τους θα είναι αιώνια».
Η δραματική αυτή περιγραφή του ναυαγίου από άτομο που επιβίωσε και είχε ακόμη νωπές τις μνήμες του από το συμβάν είναι συγκλονιστική [2], γι’ αυτό και η καταγραφή του αποτελεί αδιάσειστο τεκμήριο του τορπιλισμού του ιταλικού πλοίου από το αγγλικό υποβρύχιο.
Από το Bari όπου αποβιβάσθηκαν, οδηγήθηκαν σε διάφορα στρατόπεδα συγκεντρώσεως της Ιταλίας (Poppi Arezzo, Modena, Parma). Τον Σεπτέμβριο του 1943, μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, ο όμηροι πέρασαν στη δικαιοδοσία των Γερμανών, οι οποίοι τους έκλεισαν σε διάφορα στρατόπεδα της Γερμανίας (Μόναχο, Νταχάου, Βερολίνο, Κλαγκενφούρτ κ.λπ.). Μετά την ήττα των Γερμανών ο Τάσος Αρχιμανδρίτης, με τη συμβολή των συμμαχικών δυνάμεων, επαναπατρίσθηκε τον Αύγουστο του 1945.
Αλλά οι περιπέτειες της ζωής του δεν είχαν σταματήσει ακόμη. Ενώ είχε ανοίξει εν νέου ιδιωτικό ιατρείο της ειδικότητάς του, όπως συμπεραίνεται από διαφημιστική αγγελία στην εφημερίδα «Ελευθερία», τον Δεκέμβριο του 1945 επιστρατεύεται ως υπίατρος κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου και παραμένει μέχρι τον Δεκέμβριο του 1949, οπότε και αποστρατεύεται.
Στις 27 Δεκεμβρίου 1950 νυμφεύεται στα Τρίκαλα την Ευαγγελία (Λιλίκα), κόρη του Θεόδωρου Κλιάφα. Μαζί της απέκτησε δύο τέκνα, την Ξανθίππη (Πάττυ), η οποία παντρεύτηκε τον Ρίζο Τσολάκη, και τη Φανή (Άννυ), η οποία παντρεύτηκε τον Βασίλη Μίχο.
Τον Ιανουάριο του 1951 κατασκεύασε ιδιωτική Μαιευτική-Γυναικολογική Κλινική στη γωνία των σημερινών οδών Παναγούλη και Μανδηλαρά, με σχέδια και επιμέλεια του πολιτικού μηχανικού Ζήση Ζέικου. Συγχρόνως κατείχε κατά διαστήματα διάφορες θέσεις στο Γενικό Νοσοκομείο, στο ΠΙΚΠΑ και στο ΙΚΑ. Διετέλεσε επανειλημμένως πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Λαρίσης και τον Δεκέμβριο του 1978 συνταξιοδοτήθηκε. Απεβίωσε πλήρης ημερών κοντά στην οικογένειά του, έπειτα από μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, αντιξοότητες, πολέμους, ομηρίες και αναμνήσεις...[3].