στον οποίο, όπως αποδείχτηκε, βρήκε πολιτική στέγη ο Ηλίας Κασιδιάρης και οι συν αυτώ… Βέβαια, δεν είναι δυνατό η εκλογική επιτυχία του κόμματος που «επιβλέπει» και «στηρίζει» ο Κασιδιάρης να υποσκελίσει τη μεγάλη νίκη που κατήγαγε ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατατροπώνοντας και εξασθενίζοντας τις δυνάμεις της Αντιπολίτευσης, με ό,τι αυτό, βέβαια, συνεπάγεται για τον ελεγκτικό της ρόλο καθώς και την εν γένει λειτουργία του πολιτεύματος.
Αναμφίβολα, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, δημοσιολογούντες με ορθοφροσύνη… «υποψιασμένοι» πολίτες) δεν εξεπλάγησαν από το υψηλό ποσοστό που συνέλεξε ο νεόκοπος φορέας, ο οποίος μετράει χρόνο ζωής, εάν δεν απατώμαι, περίπου τρεις εβδομάδες. Η «προχειρότητα» με την οποία αντιμετώπισε το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του την απόπειρα καθόδου στις εκλογές διάδοχων σχημάτων της «Χρυσής Αυγής» αποκαλύφτηκε το βράδυ των εκλογών.
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι μάλλον διαφορετική. Στην Ελλάδα φαίνεται να συντηρείται ακόμα ένας αρκετά σημαντικός αριθμός πολιτών που συνεγείρονται από τα ιδεολογήματα της Ακροδεξιάς περίπου όπως αυτά εκφράστηκαν στα χρόνια της κρίσης και της χρεοκοπίας (ευθεία αντανάκλαση της ναζιστικής θεωρίας, του αντισημιτισμού, χρήση βίας κ.ά.). Οι άνθρωποι αυτοί εκφράστηκαν σήμερα πολιτικά μέσω των «Σπαρτιατών», αύριο ενδεχομένως να εκφραστούν υπό τη σκέπη άλλου φορέα. Ως φαίνεται, πάντως, η ελληνική κοινωνία δεν έχει απαλλαγεί οριστικά και αμετάκλητα από το ακροδεξιό μόρφωμα ούτε με την καταδίκη των μελών της «Χρυσής Αυγής» πριν από δύο χρόνια, αλλά κάποιοι λογαριασμοί με το δυστοπικό παρελθόν μάλλον παραμένουν «ανοιχτοί».
Προσωπικά θεωρώ ότι το κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου, με έμπεδο πλέον κοινοβουλευτικό έρεισμα μετά την εκ νέου κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση», δεν μπορεί να ταυτιστεί με το διάδοχο σχήμα της «Χρυσής Αυγής», τουλάχιστον σε επίπεδο μεθόδων. Αλλά και αυτό ακόμη απομένει να αποδειχτεί ή να μην επιβεβαιωθεί εντός και εκτός του Κοινοβουλίου. Ο κοινοβουλευτικός βίος άλλωστε αμφοτέρων μετά την εκλογή τους, την 25η Ιουνίου, τώρα μόλις αρχίζει.
Από την άλλη πλευρά, το επίσης νεότευκτο κόμμα «Νίκη» του κ. Νατσιού διακρίνεται για τον υπερσυντηρητικό του χαρακτήρα, κινούμενο σχεδόν πάνω στα χνάρια του μεσοπολεμικού οράματος «Πατρίδα-Θρησκεία-Οικογένεια», με εμφανή όμως τον φιλορωσικό προσανατολισμό του και ευδιάκριτη τη μοναστική ώθηση και υποστήριξη. Βέβαια, ο κοσμικός χαρακτήρας του πολιτεύματος και της κοινωνίας μας, θέλουμε να πιστεύουμε, ότι έχει κριθεί εδώ και καιρό…
Συγκεφαλαιώνοντας, καθώς ανήκουμε ή διατεινόμαστε ότι ανήκουμε στη χορεία των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καλό είναι να συλλαμβάνει κανείς τη μεγαλύτερη εικόνα. Στη Γερμανία, λοιπόν, μετά και τις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές, η δύναμη του ακροδεξιού κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» αποτιμάται, σε εθνικό επίπεδο, στο διευρυμένο ποσοστό της τάξης του 18%-20%. Η χώρα αυτή, πέραν των άλλων εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει, μαστίζεται σήμερα από το μεταναστευτικό στην καθημερινότητα των πολιτών της. Ωστόσο, αν ρίξει κανείς μια ματιά και στην ελληνική επικαιρότητα, θα διακρίνει ότι το προσφυγικό-μεταναστευτικό συνεχίζει να υπάρχει και στη δική μας πολιτική και κοινωνική ατζέντα, ίσως όχι με την ένταση του 2015, αλλά μας απασχολεί και σήμερα ακόμη.
Η ελληνική κοινωνία, εξάλλου, δοκιμάζεται στην πράξη από την έλλειψη μεταρρυθμίσεων σε μερικούς από τους πιο νευραλγικούς τομείς του δημόσιου βίου (δεν έχει περάσει άλλωστε πολύς χρόνος από το «δυστύχημα» των Τεμπών...), την αναξιοκρατία, αλλά και το βάθεμα των κοινωνικών ανισοτήτων, που αντανακλάται στη διάσταση κέντρου-περιφέρειας. Τα παραπάνω ζητήματα απαιτούν από τη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση, αλλά και τον πολιτικό κόσμο της χώρας εμβριθή μελέτη και δυναμικές πρωτοβουλίες, όπως άλλωστε και το ζήτημα της επανακάμψασας Ακροδεξιάς…