Ενημερωτικά, τα ΣΔΛΑΠ εκπονούνται στα πλαίσια της Οδηγίας 2000/60 της ΕΕ για τα νερά και αποβλέπουν στην αξιολόγηση και βελτίωση της κατάστασης των υδάτων (ποσοτική και ποιοτική) κάθε Υδατικού Διαμερίσματος (ΥΔ) στη χώρα και στη βιώσιμη διαχείριση των υδάτινων πόρων, καταλήγοντας σε ένα «πακέτο» μέτρων με δράσεις και έργα που προτείνεται να εφαρμοστούν για την επίτευξη των σκοπών του κάθε ΣΔΛΑΠ.
[Σημ.: ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις ή/και αντιθέσεις κάποιων πολιτών η κομμάτων προς τις γενικότερες πολιτικές της ΕΕ, κατά την άποψή μας τα Σχέδια είναι χρησιμότατα εργαλεία στη διαχείριση υδάτων, που ακόμη και εάν δεν προβλέπονταν από την ΕΕ εμείς θα έπρεπε να τα έχουμε θεσμοθετήσει προς εξυπηρέτηση των δικών μας περιβαλλοντικών και αναπτυξιακών στόχων].
Η Οδηγία για τα νερά ενσωματώθηκε στη νομοθεσία της χώρας μας το 2003 με τον Ν. 3199, όμως οι κυβερνήσεις της δεκαετίας 2000 σχεδόν αδιαφόρησαν για την εφαρμογή της και την εκπόνηση των ΣΔΛΑΠ.
Τελικά, υπό την πίεση των αρμοδίων αρχών της ΕΕ και μετά από καταδικαστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (!), το 2010 προκηρύχθηκαν οι πρώτες μελέτες.
Επισημαίνουμε πως στη Θεσσαλία, από τη δεκαετία του 1990 που κατασκευάσθηκε ο ταμιευτήρας Σμοκόβου, η κατάσταση παρέμενε δραματικά στάσιμη, χωρίς να έχει δρομολογηθεί κανένα αξιόλογου μεγέθους νέο έργο υδάτων εντός της ΛΑΠ Πηνειού (ενδεικτικά: Πύλη, Μουζάκι, Ενιπέας, Νεοχώρι), πλην φυσικά του ταμιευτήρα Κάρλας που από χρόνια πριν βρίσκονταν υπό κατασκευή και παραδόθηκε το 2018.
Επίσης, παρά τη θέσπιση της Οδηγίας και τη σημαντική πρόοδο που είχε επιτευχθεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες στον τομέα διοίκησης -διαχείρισης υδάτων, η χώρα μας συνέχισε να διατηρεί τις ξεπερασμένες δομές και τα αναποτελεσματικά συστήματα διοίκησης του παρελθόντος.
Το πρώτο ΣΔΛΑΠ του ΥΔ Θεσσαλίας εκπονήθηκε κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων Γ. Παπανδρέου και Λ. Παπαδήμου και εγκρίθηκε οριστικά από την κυβέρνηση Αντ. Σαμαρά τον Σεπτέμβριο του 2014.
Στο Σχέδιο αυτό αποτυπώνεται για πρώτη φορά ολοκληρωμένα και με επιστημονική επάρκεια η κατάσταση υπόγειων και επιφανειακών υδάτων στη θεσσαλική λεκάνη, καταγράφονται αναλυτικά τα διαθέσιμα υδατικά αποθέματα και τα ελλείμματα, προσδιορίζονται τα αναγκαία έργα (ταμίευσης υδάτων, εξοικονόμησης κλπ.) και τέλος προτείνονται μερικά εναλλακτικά σενάρια για τη βέλτιστη διαχείριση του υδατικού προβλήματος.
Από αυτά η τότε κυβέρνηση επέλεξε εκείνο που προβλέπει την ενίσχυση και μερική κάλυψη των ελλειμμάτων του ΥΔΘ, με τη μεταφορά (εκτροπή) 250 εκατ. κ. μ. νερού από τον ταμιευτήρα Συκιάς επί του Άνω Αχελώου και προχώρησε τελικά στην έγκριση του Σχεδίου.
[Σημ.: στις αρχές του ιδίου έτους (2014) το ΣτΕ είχε ήδη εκδώσει ακυρωτική απόφαση του σχετικά με τη μεταφορά 600 εκατ. κ. μ. νερού και τα έργα εκτροπής, οπότε με τη μείωση των ποσοτήτων μεταφοράς η τότε κυβέρνηση «απαντούσε» ουσιαστικά στις επιφυλάξεις που είχαν διατυπωθεί στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου].
Με την εξέλιξη αυτή, έστω και με καθυστέρηση δυο τουλάχιστον δεκαετιών, οι αρμόδιες αρχές απέκτησαν για πρώτη φορά ένα εξαιρετικά σημαντικό εργαλείο αντιμετώπισης του σύνθετου και ιδιαίτερα οξυμένου υδατικού - περιβαλλοντικού προβλήματος της Θεσσαλίας.
Δεδομένου μάλιστα πως τα έργα εκτροπής Αχελώου (ταμιευτήρας Συκιάς και σήραγγα μεταφοράς προς Μουζάκι) ήταν ήδη κατασκευασμένα κατά 65% και 85% αντίστοιχα, θα έλεγε κανείς πως για την επόμενη κυβέρνηση που θα αναλάμβανε μετά τις εκλογές του Ιανουάριου 2015 είχαν πλέον διαμορφωθεί αρκετά καλές προϋποθέσεις ανάληψης πρωτοβουλιών για την ολοκλήρωση των ημιτελών έργων (στον Αχελώο) και την κατασκευή νέων (στη λεκάνη Πηνειού), που θα μπορούσαν να προσφέρουν νερά προς αποκατάσταση των καταπονημένων ελλειμματικών (κυρίως υπόγειων) υδροφορέων, να εξαλείψουν σταδιακά τα υπέρογκα υδατικά ελλείμματα, να εξασφαλίσουν ισχυρά αποθέματα ασφάλειας κατά φαινομένων παρατεταμένης ξηρασίας και τέλος να διαμορφώσουν προϋποθέσεις ασφαλούς και βιώσιμης ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής στην περιοχή.
Δυστυχώς όμως δεν ήταν γραφτό να βιώσει η Θεσσαλία μια τέτοια θετική εξέλιξη, μιας και η κυβέρνηση που ανέλαβε τον Γενάρη του 2015 είχε εντελώς διαφορετικές στοχεύσεις.
Την τότε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον κ. Α. Τσίπρα, όπως αποδείχθηκε, ελάχιστα απασχολούσε η τεράστια οικολογική απειλή στις δύο θεσσαλικές ΛΑΠ (Αχελώου και Πηνειού) καθώς και το πρόβλημα εξασφάλισης των αναγκαίων ποσοτήτων νερού που απαιτούνται για την άρδευση των θεσμοθετημένων (από το ΣΔΛΑΠ) 2,5 εκατ. στρεμμάτων, που συνδέεται αντικειμενικά με τις αναπτυξιακές προοπτικές της περιοχής μας.
Οι δικές τους έγνοιες εντοπίζονταν στο εσωτερικό του πολιτικού τους χώρου, καθώς «κουβαλούσαν» από παλιά ένα φορτίο τοξικότητας, γιατί όχι και μίσους, ενάντια στα έργα Αχελώου.
Το ζήτημα αυτό υπόβοσκε στο εσωτερικό του μικρού τότε κόμματος της «ανανεωτικής αριστεράς» από τη δεκαετία 1990, όταν ορισμένα στελέχη του, σε συνεργασία με ποικίλες οικολογικές οργανώσεις, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους να εμποδίσουν την ολοκλήρωση των έργων.
Όταν λοιπόν βρέθηκαν στην εξουσία το ενδιαφέρον τους επικεντρώθηκε, σχεδόν αποκλειστικά, στην οριστική ακύρωση των έργων, παρότι ήταν γνωστό πως το σύνολο των επιστημονικών οργανώσεων της χώρας (π.χ. ΤΕΕ, ΓΕΩΤΕΕ κλπ.), η συντριπτική πλειοψηφία παραγωγικών φορέων, καθώς βεβαίως και το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης ήταν αδύνατο να συναινέσουν σε μια τέτοια παράλογη επιλογή και στην απεμπόληση εκατοντάδων εκατ. ευρώ, που επί δύο δεκαετίες είχαν διατεθεί στα έργα από το υστέρημα του ελληνικού λαού.
Γι’ αυτό οι υπεύθυνοι στο ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε επιδίωξαν ανοιχτά έναν ουσιαστικό δημόσιο διάλογο για το θέμα, ούτε αποτόλμησαν να φέρουν το θέμα στη Βουλή για μια δεσμευτική απόφαση ως προς την τύχη των έργων, μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες.
Ήταν προφανής η ανησυχία τους για πιθανές σημαντικές αποκλίσεις θέσεων ακόμη και από δικούς τους βουλευτές και στελέχη, που δεν θα ήταν διατεθειμένοι να θέσουν σε δοκιμασία την αξιοπιστία τους και να στηρίξουν ανερμάτιστες θέσεις για καθαίρεση των ημιτελών έργων. Ειδικά μάλιστα μετά τις εξελίξεις του καλοκαιριού 2015, με τη διάσπαση και τις αποχωρήσεις δεκάδων βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να διακινδυνεύσει ξέσπασμα άλλης μιας εσωκομματικής διαμάχης για ένα εμβληματικό θέμα, όπως αυτό του Αχελώου.
Και όσο και εάν ακούγεται υπερβολικό, πιο εύκολο ήταν για ορισμένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να «καταπιούν» ένα μνημόνιο παρά να αποδεχθούν μια απόφαση, από δική τους κυβέρνηση, για συνέχιση και ολοκλήρωση των «μισητών» έργων εκτροπής…
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και στο πλαίσιο της οδηγίας, προέκυψε επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ η υποχρέωση της 1ης αναθεώρησης του ΣΔΛΑΠ.
Το 2017 το Υπουργείο Περιβάλλοντος έφερε προς διαβούλευση ένα Σχέδιο, το οποίο όμως είχε εκπονηθεί με ρητή εντολή προς τους μελετητές να αποκλείσουν τυχόν σενάρια μεταφοράς υδάτων από Αχελώο στο ΥΔΘ.
Όσον αφορά δε στη διαβούλευση, αυτή υπήρξε προσχηματική, με προδιαγεγραμμένη απόφαση να «παγώσουν» εντελώς οι διαδικασίες της εκτροπής.
Και στα εύλογα ερωτήματα για την τύχη των έργων, ορισμένα κυβερνητικά στελέχη επιστράτευσαν για «ξεκάρφωμα» τα περί υδροηλεκτρικής αξιοποίησης του (υπό κατασκευή) ταμιευτήρα Συκιάς, χωρίς μεταφορά - εκτροπή στη λεκάνη Πηνειού.
Πολύ λίγοι όμως πίστευαν ειλικρινά μια τέτοια θέση και πολύ σύντομα αυτή εγκαταλείφθηκε από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς καν να δοθούν κάποιες εξηγήσεις.
Σημειώνουμε πως στην υπόθεση της ΥΗ αξιοποίησης της Συκιάς ενέπλεξαν και τον πρωθυπουργό Α. Τσίπρα, που ο ίδιος σε συνέδριο στη Λάρισα ανακοίνωσε δημόσια πως το θέμα θα εξεταστεί, κάτι που φυσικά ουδέποτε συνέβη.
Ήταν προφανές πως (και) ο Α. Τσίπρας είχε στραμμένο το βλέμμα του στο εσωτερικό του κόμματος και καθόλου στο μέλλον και τις προοπτικές της Θεσσαλίας.
Και όπως εύστοχα λίγα χρόνια αργότερα σχολίασε ο γνωστός επικοινωνιολόγος και συγγραφέας Γιάννης Λούλης σε άρθρο του για τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ (Εφ - Συν 11-12 Φεβρουαρίου 2023), «Το μεγάλο πρόβλημα του Αλέξη Τσίπρα είναι ο παθογενής εσωκομματικός μικρόκοσμος του ΣΥΡΙΖΑ» και πως «χρειάζεται πειθαρχία, τόλμη και ρήξεις για να αλλάξουν άρρωστα κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ», ενώ παράλληλα του καταλογίζει πως «πνίγεται στον κομματικό του μικρόκοσμο».
Ας σημειωθεί πως όταν δημοσιεύτηκε αυτό το άρθρο δεν ήταν γνωστό το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών της 21ης Μαΐου….
Συνοπτικά ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποίησε το ΣΔΛΑΠ και τις σχετικές διαδικασίες με γνώμονα μικροκομματικές σκοπιμότητες και όχι (ως όφειλε) την αντιμετώπιση των προβλημάτων μιας Θεσσαλίας που «βουλιάζει» από τα τεράστια υδατικά ελλείμματα και παράλληλα, για προφανείς λόγους, θεσμοθέτησε την επέκταση αρδεύσεων πολύ πάνω από τη φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων.
Επέλεξε να συντηρεί επικοινωνιακά τις άσκοπες διαμάχες «υπερ-κατά» των έργων Αχελώου και να παρατείνει για ακόμη τεσσεράμισι χρόνια τις διοικητικές τους εκκρεμότητες, επιτείνοντας με την απραξία του την οικολογική υποβάθμιση στο ίδιο το ποτάμι και παραβλέποντας τους κινδύνους από ενδεχόμενη κατάρρευση των προφραγμάτων σε περίπτωση ισχυρής πλημμύρας.
Επίσης καθόλου δεν ασχολήθηκε με άλλα αναγκαία έργα και δράσεις στη λεκάνη Πηνειού, αγνόησε τις προτάσεις μας για εκπόνηση ολοκληρωμένου ενιαίου πλάνου έργων και ενεργειών (masterplan) στη Θεσσαλία, ούτε βεβαίως ανέλαβε κάποια θεσμική πρωτοβουλία η μέτρα αναβάθμισης του τομέα διαχείρισης των υδάτων.
Στη συνέχεια, το 2019 είχαμε κυβερνητική αλλαγή με τη ΝΔ και πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος σημειωτέον είχε υποσχεθεί την ολοκλήρωση των έργων Αχελώου.
Να όμως που για άλλα τέσσερα χρόνια επέλεξε και αυτός να «μιμηθεί» τον προκάτοχό του στην τακτική της αποστασιοποίησης, της αποσιώπησης και της καλλιέργειας ψεύτικων ελπίδων, με τη συνδρομή (και την ανοχή) τοπικών αυτοδιοικητικών παραγόντων στη Θεσσαλία.
Στη ΝΔ υποτάχθηκαν και αυτοί στις «δικές» τους πολιτικές σκοπιμότητες (ενδεικτικά: να μην δεσμεύσουν πόρους του δημοσίου στα έργα Αχελώου, να μην διαθέσουν χρήματα σε υδροηλεκτρικά έργα, να μην θίξουν ανταγωνιστικά ενεργειακά συμφέροντα, να μην «τραυματιστεί» το οικολογικό προφίλ του πρωθυπουργού, να αποφευχθούν διαμάχες με οικολόγους - Αιτωλοακαρνάνες).
Ακόμη και η 2η αναθεώρηση του ΣΔΛΑΠ, που δρομολογήθηκε με καθυστέρηση επί ημερών ΝΔ, ήρθε προς διαβούλευση λίγες ημέρες πριν τις εκλογές της 21ης Μαΐου, με αποτέλεσμα η τετραετία Μητσοτάκη να παρέλθει (και αυτή) άκαρπη και χωρίς ουσιαστικές αποφάσεις για το μείζον θέμα της κάλυψης των ελλειμμάτων και της υδατικής ασφάλειας στη Θεσσαλία.
[Σημ.: η δρομολόγηση του νέου αρδευτικού Ταυρωπού και του φράγματος Σκοπιάς Φαρσάλων κατά τους τελευταίους μήνες της διακυβέρνησης ΝΔ δεν μεταβάλλει το βασικό συμπέρασμα].
Και παρότι η αφετηρία των προτάσεων της ΝΔ για το υδατικό της Θεσσαλίας είναι διαφορετική από εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ, καταλήγουμε και πάλι στον ίδιο παρονομαστή, δηλαδή η υπόθεση Αχελώου να σέρνεται ανάμεσα σε υποσχέσεις και διοικητικές εκκρεμότητες.
Τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμη εκλογική αναμέτρηση από την οποία θα προκύψει νέα κυβέρνηση.
Οι συνθήκες είναι ώριμες για έργα και άλλες αναγκαίες πρωτοβουλίες που η δραματική κατάσταση της Θεσσαλίας επιβάλλει.
Θα επανέλθουμε λοιπόν σύντομα με τα στοιχεία και τις προτάσεις του νέου (υπό αναθεώρηση) ΣΔΛΑΠ Θεσσαλίας, καθώς και τις διεκδικήσεις μας όπως σήμερα διαμορφώνονται, με την πεποίθηση πως υπάρχουν σημαντικά περιθώρια θετικών εξελίξεων, στον βαθμό φυσικά που ο λαός και οι φορείς της Θεσσαλίας ενδιαφερθούν, συμμετέχουν και πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους.
Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.,
Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος ΔΣ ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.