Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια διαρκή πορεία μετάβασης με τάσεις επιδείνωσης κύριων οικονομικών και κοινωνικών δεικτών της. Οι πολλές αδυναμίες και οι στρεβλώσεις χρονών ηχούν μοναδικές όχι μόνο σε επίπεδο ΕΕ, αλλά και παγκόσμια.
Αναλυτικότερα, μετά την Ιαπωνία και το Σουδάν είμαστε η τρίτη υπερχρεωμένη χώρα. Στην Ιαπωνία βέβαια το χρέος είναι κατά κύριο λόγο εσωτερικό. Το δημόσιο χρέος μας αγγίζει τα 400 δισ. ευρώ ή διαφορετικά το 200% του ΑΕΠ. Αυξήθηκε κατά 60 δισ. ευρώ από το 2019 και μετά. Να υπενθυμίσουμε ότι έως ότου εξοφλήσουμε το 75% των δανείων που έχουμε λάβει από την ΕΕ θα είμαστε σε ένα καθεστώς αυξημένης εποπτείας σύμφωνα με το ονομαζόμενο «πακέτο των δύο μέτρων» (2013) της ΕΕ.
Δεύτερη στρέβλωση, η έκρηξη του ελλείμματος στις εξωτερικές μας σχέσεις. Το ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών (εξαγωγές μείον εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών) έχει αγγίξει το εκρηκτικό ύψος των 20 δισ. ευρώ όταν το 2019 ανερχόταν μόνο στα 2,9 δισ. ευρώ. Η επιδείνωση του άρχισε το 2020 και συνεχίζει.
Τρίτη στρέβλωση το ιδιωτικό χρέος του ανέρχεται σε 256 δισ. ευρώ με τις τράπεζες και τα Funds να έχουν τη μερίδα του λέοντος (116 δισ. ευρώ) και να ακολουθούν οι εφορίες με 80 δις ευρώ. Κατέγραψε αύξηση από το 2019 κατά 40 δισ. ευρώ.
Τέταρτη στρέβλωση ο χαμηλός ρυθμός αύξησης των εταιρικών επενδύσεων. Σύμφωνα με την έκθεση Πισσαρίδη (2020) το επενδυτικό κενό στις εταιρείες σε σχέση με τον μέσο κοινοτικό ανέρχεται σε 130 δισ. ευρώ. Παρόμοια εκτίμηση πραγματοποίησε λίγα χρόνια πριν το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Η Αχίλλειος πτέρνα του φαινομένου αυτού εντοπίζεται στη βιομηχανία και στην ιδιαίτερα χαμηλή συμμετοχή της στο ΑΕΠ της χώρας. Η αποβιομηχάνιση στην Ελλάδα έχει λάβει τη μορφή λαίλαπας εδώ και χρόνια. Όταν το 1990 στο πλαίσιο μιας ιδιαίτερα ακριβούς πρόβλεψης τονίζαμε την τάση για αποβιομηχάνιση της χώρας ενόψει της εγκαθίδρυσης της Ενιαίας Αγοράς το 1992 ουδείς έδωσε τη δέουσα προσοχή, (βλ. Mardas – Varsakelis, European Economic Review November, 1990). Και δεν ήμασταν φυσικά οι μόνοι. Τον κώδωνα του κινδύνου τον έκρουαν πολλοί. Η πολιτική όμως ηγεσία κώφευε.
Και ενώ η κυβέρνηση αυτή είχε μια μοναδική ευκαιρία να στρέψει τα χρήματα του «Ταμείου Ανάκαμψης» όπως και του νέου «ΕΣΠΑ 2021-27» στην τόνωση της εγχώριας βιομηχανίας, αυτό δεν έγινε.
Η μεγαλύτερη στρέβλωση ή πληγή ορθότερα όμως δεν αφορά οικονομικά μεγέθη, αλλά την κοινωνία στο σύνολό της. Αφορά στη μαζική μετανάστευση των 600 χιλιάδων νέων μας –και όχι μόνο– που ψάχνουν τις τύχες τους σε άλλες χώρες. Είναι ίσως το σοβαρότερο πρόβλημα της χώρας. Πολλά κράτη αντιμετωπίζουν με δραστικό τρόπο το πρόβλημα του επαναπατρισμού των δικών τους πολιτών που εγκαταστάθηκαν σε άλλες χώρες για διάφορες αιτίες.
Μια άλλη πληγή είναι η υπογεννητικότητα που σε συνδυασμό με το άδειασμα της χώρας από τους νέους μας οδηγεί στο μαράζωμα της Ελληνικής κοινωνίας.
Και το τελευταία στρέβλωση ως κινητήρα δύναμη πολλών άλλων είναι το σύστημα της παιδείας μας. Χρειάζεται γκρέμισμα και ανοικοδόμηση από τα θεμέλια ενός νέου, εγκαταλείποντας έτσι τις τεχνικές της μπαλωματικής τέχνης που ακολουθείται και η οποία απλώς θρέφει την τεράστια γραφειοκρατία του Υπουργείου Παιδείας.
Οι στρεβλώσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία ψάχνουν για δραστική θεραπεία. Επαναπροσανατολισμός των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού, περιορισμός της άκρατης σπατάλης με πρωταγωνιστές την Τοπική αυτοδιοίκηση, αύξηση των εσόδων μέσα από το συμμάζεμα της φοροδιαφυγής, νέες τολμηρές ρυθμίσεις του ιδιωτικού χρέους και περιορισμός της απώλειας πόρων μέσω της διαφθοράς είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης. Ως προς το τελευταίο, η Διεθνής Διαφάνεια σε παλιότερη μελέτης της τόνιζε το ότι το ετήσιο κόστος της διαφθοράς στην Ελλάδα ανέρχεται σε 14 δισ. ευρώ περίπου, όσο περίπου οι ετήσιες δόσεις μας για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους της χώρας.
* Ο Δημ. Μάρδας είναι καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών ΑΠΘ, π. αν. υπουργό Οικονομικών, π. υφ/γό Εξωτερικών