Ο καλός τσαγκάρης

Δημοσίευση: 17 Μαϊ 2023 10:15

Από τον Κων/νο Τσιρονίκο

Στην πλατεία του χωριού, στο Αργυροπούλι Τυρνάβου, κοντά στον μεγάλο πλάτανο είχε το τσαγκαράδικο, τη δεκαετία του ‘50, ο μπάρμπα Γιαννακούλης. Ήταν μια μικρή ισόγεια κάμαρα, που την είχε νοικιασμένη από κάποιον συγχωριανό του.
Ο μπάρμπα Γιαννακούλης, φτωχός οικογενειάρχης και βιοπαλαιστής, ζούσε με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του σ’ ένα χαμόσπιτο στην άκρη του χωριού. Η ψυχή του και η ζωή του όλη ήταν το τσαγκαράδικο. Εκεί, σχεδόν περνούσε τη μέρα του... Τα μεσημέρια, όταν είχε πολλή δουλειά, σπάνια πήγαινε στο σπιτικό του, αλλά γευμάτιζε στο μαγαζί, τρώγοντας, τις περισσότερες φορές, ψωμοτύρι και ελιές.
Μπαίνοντας κανείς στο τσαγκαράδικο αντίκριζε τον μπάρμπα Γιαννακούλη. Για κάθισμα είχε ένα ξύλινο κασόνι, που πάνω του ήταν στρωμένο ένα μάλλινο πατάκι. Ήταν ξερακιανός κι αδύνατος με γκρίζα μαλλιά και κοντό γκρίζο μουστάκι. Τα πρεσβυωπικά του γυαλιά τα φορούσε πάντα χαμηλά για να βλέπει, πάνω απ’ αυτά, τους πελάτες που μπαινόβγαιναν στο μαγαζί του. Τα χέρια του δούλευαν με καταπληκτική γρηγοράδα και δεξιοτεχνία. Το σφυρί χτυπούσε πάντα τον στόχο του, η φαλτσέτα έκοβε τα περιττά, ενώ το τσαγκαρισούλι και οι βελόνες μπαινόβγαιναν συντονισμένα, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι μια καλλίμορφη και γερή ραφή.
Απέναντι ακριβώς απ’ τον μπάρμπα Γιαννακούλη ήταν μια παλιά ψάθινη καρέκλα, που πάνω της καθόταν ο μεγαλύτερος γιος του, όταν τον βοηθούσε στο τσαγκαράδικο. Τις περισσότερες φορές απουσίαζε, γιατί είχε και άλλες ασχολίες. Τον μικρότερο γιο του, όπως περήφανα έλεγε, τον είχε στείλει στην πόλη για να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων.
Δίπλα, ακριβώς απ’ το αριστερό του χέρι ήταν ένας ατέλειωτος σωρός από παπούτσια, που έπρεπε να επισκευάσει. Έφτιαχνε, όμως, και καινούργια, καθώς και τσαρούχια με τρίχινες φούντες στις αποχρώσεις του μαύρου και του κόκκινου. Ο μοναδικός πίνακας που υπήρχε στο τσαγκαράδικο ήταν το ημερολόγιο της τότε «Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής», που φιγουράριζε κρεμασμένο από ένα καρφί στον δεξιό τοίχο του μαγαζιού.
Στον αριστερό απέναντι ακριβώς απ’ το ημερολόγιο ήταν κρεμασμένη μια λάμπα πετρελαίου, γιατί τότε δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Την άναβε, όταν έπεφτε το σούρουπο και την έβαζε πάνω στο τραπέζι για να βλέπει καλά τις ώρες που εργαζόταν τη νύχτα.
Ο μπάρμπα Γιαννακούλης, όταν είχε πολλή δουλειά, έκανε νυχτέρι, καθόταν αργά ακόμη και μετά τα μεσάνυχτα. Αυτό, κυρίως, συνέβαινε την περίοδο προ των Χριστουγέννων και του Πάσχα, οπότε οι παραγγελίες σε καινούργια παπούτσια ήταν πολλές.
Το τσαγκαράδικο εκτός από επαγγελματικός χώρος λειτουργούσε και ως τόπος συνάντησης και κουβέντας ανθρώπων μεγάλης ηλικίας. Πήγαιναν εκεί, γιατί τους προσήλκυε η καλοσύνη και η χρυσή καρδιά του. Αυτή που τους άκουγε με προσοχή και προσπαθούσε πάντα με τον καλό τον λόγο να δίνει λύσεις ελπίδας στα γεροντικά τους προβλήματα. Γιατί μέσα της ήταν άδεια από κακία και μίσος, αλλά πολύ γεμάτη από αγάπη για τους συγχωριανούς του, που πάντα τους συμπαραστέκονταν, χωρίς ποτέ να τους χαλάει το χατίρι.
Τα χρόνια περνούσαν και ο καλός τσαγκάρης με τις οικονομίες του αγόρασε ένα σπίτι κοντά στην πλατεία του χωριού. Ο Θεός, όμως, δεν ήθελε να μείνει για πάντα στον τόπο του. Κάποια μέρα ο μεγαλύτερος γιος του παντρεύτηκε και αποφάσισε να ζήσει στην πόλη, γιατί πίστευε ότι εκεί οι δουλειές του θα πήγαιναν καλύτερα. Μαζί του πήγαν και οι γονείς του.
Στην πόλη ο μπάρμπα Γιαννακούλης έφερε και τα σύνεργα της αγαπημένης του δουλειάς. Σε μια φτωχογειτονιά και σ’ ένα μικρομάγαζο έστησε τον πάγκο του και άρχισε να δουλεύει… Οι συγχωριανοί του δεν τον ξέχασαν! Κάθε φορά που κατέβαιναν στην πόλη, περνούσαν απ’ το τσαγκαράδικο και του έσφιγγαν το χέρι. Ήταν αδύνατο να φύγει απ’ τη μνήμη τους ο καλός τσαγκάρης του χωριού.
Τα χρόνια πέρασαν και ο μπάρμπα Γιαννακούλης γέρασε. Ανήμπορος πια δεν μπορούσε να συνεχίσει τη δουλειά του. Το τσαγκαράδικο έκλεισε κι αυτός στο σπίτι του ζούσε με τις γλυκές αναμνήσεις του παρελθόντος. Όταν με το μπαστούνι του έβγαινε στην αυλή του σπιτιού το βλέμμα του κατευθυνότανε προς το αγαπημένο του χωριό. Τα μάτια του βούρκωναν και πλημμύριζαν με δάκρυα το ρυτιδιασμένο απ’ τον χρόνο πρόσωπό του.
Ήθελε να πάει, όπως έλεγε, για λίγο στο χωριό να αντικρίσει για τελευταία φορά τις ραχούλες, τις ρεματιές, τα πλατάνια και το αγαπημένο του παλιό μαγαζί, που άφησε πίσω του φεύγοντας για την πόλη.
Κάποια μέρα ο μπάρμπα Γιαννακούλης έφυγε απ’ αυτόν τον κόσμο. Στη μνήμη όλων πρόβαλε ο καλός τσαγκάρης, που με τη φρονιμάδα του και την καλοσύνη του κέρδισε την αγάπη των απλών ανθρώπων του χωριού.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass