Μόνο σαν τρωκτικά, και από μακριά, άνοιξαν ορύγματα και έτρωγαν τις απλωμένες ρίζες της σιγά σιγά και ύπουλα, ώσπου το δένδρο έπεσε στη γη δημιουργώντας γδούπο και σεισμό.
Κάποιοι με κοφτερή ματιά που διαπερνά τον καιρό, θρήνησαν για τις συμφορές που θα βρουν τον κόσμο, ενώ κάποιοι άλλοι, οι περισσότεροι, κοντόφθαλμοι, πανηγύριζαν για την νίκη του μεταμφιεσμένου κακού ενάντια στον περιλάλητο «εχθρό» της Οικουμένης.
Μα πριν τελειώσει το συμπόσιο της χαράς, μαύρης χαράς, φωτιές πολέμου έζωσαν τον πλανήτη και οι βιομηχανίες όπλων αύξησαν κάθετα τα πλούτη τους. Έπεσαν τα τείχη και οι λύκοι λιμασμένοι εφόρμησαν στο μαντρί μια και ο τσομπάνος αποκοιμήθηκε και τα σκυλιά σιώπησαν… Απατήθηκαν όμως!
Η αρκούδα όταν χάνεται από τα δάση, δεν πεθαίνει… σε χειμερία νάρκη πέφτει… Περιμένει εκεί κάτω από τα χιόνια, κι’ όταν οι αχτίνες του ήλιου θερμαίνουν τη γη, αναδεύεται, ανοίγει τα μάτια της και κοιτάζει γύρω το τοπίο.
Μετά, ξέρει τι θα κάνει και ποιον δρόμο να πάρει. Και επειδή το τοπίο θερμάνθηκε επικίνδυνα, και όταν σηκώθηκε και βρήκε ερείπια και χαλάσματα, όρμησε στον αύλειο χώρο της, που ήταν και προπύργιό της.
Ήταν γεμάτος δηλητήρια και εύφλεκτα υλικά. Έφριξε!
Το στολίδι της προς τη Δύση έγινε φωλιά των γυπαετών, που κοντολογίς το απαιτούσαν, για να το προστατεύσουν, λέει, κάτω από τις φτερούγες τους μαζί με τα υπόλοιπα του πλανήτη, μικρά και μεγάλα.
Αξίωναν δηλαδή γην και ύδωρ, εν ονόματι των ελευθεριών των ανθρώπων και λαών, όπως πάντα. Και άκουσαν βέβαια ένα καινούριο «μολων λαβέ». Δεν τους άρεσε η απάντηση!
Αφύπνισαν τα κλωσσοπουλιά τους και όλοι μαζί ύψωσαν κορακίσια φωνή ως τον ουρανό και καταδίκασαν εις θάνατο την αρκούδα που, μόνη της, υπερασπίστηκε τη γη της.
Την κήρυξαν εγκληματία και κίνδυνο της ανθρωπότητας και έσπευσαν σε βοήθεια του ταλαίπωρου που ζήτησε να αποσκιρτήσει προς αυτούς.
Ξέχασαν ότι εκεί δεν ήταν Γιουγκοσλαβία και Βελιγράδι, να τελειώνουν μέσα σε λίγες ημέρες, ούτε πως άλλαξε ο αιώνας και τα πράγματα άλλαξαν.
Δεν είναι μονοπώλιο να βρίσκουν πηγές και βοήθεια μόνον αυτοί από τους υποτελείς τους.
Ο αποκλεισμός και οι κυρώσεις δεν τελεσφόρησαν. Κι αν ποτέ πάρουν αυτό, που υποστηρίζουν, θα το πάρουν γυμνό και άδειο.
Η αρκούδα ξέρει πολεμική στρατηγική∙ θα αφήσει καμένη γη.
Δεν θα τους παραδώσει αυτό που επί εβδομήντα χρόνια έχτιζαν και οχύρωναν.
Ο καινούριος αιώνας που τόσο ευαγγελίστηκαν δεν διαγράφεται και τόσο ευοίωνος…
Το καινούριο μιλένιουμ δεν θα τους δώσει και τόσες χαρές ούτε και ησυχία όπως διεκήρυτταν όταν ισοπέδωναν το Βελιγράδι…
Επιπλέον, δεν έχουν με το μέρος τους τη διεθνή κοινή γνώμη, γιατί με την τεχνολογία ενημερώνονται και από άλλες πηγές, εκτός από το B.B.C. και το C.N.N.
Όλοι πια ξέρουν, αλλά απλά δεν τολμούν να μιλήσουν φανερά.
Αλλά και να μιλήσουν δεν βρίσκουν ευήκοα αυτιά…
Έτσι, αυτοί μεν στην μέθη της αλαζονείας τους επιτίθενται, ενώ η άλλη, η Αρκούδα, εννοώ αμύνεται σιωπηλά και σθεναρά… και ο θεός βοηθός!...
Με κομμένη ανάσα όλοι περιμένουμε τον τροχό της Ιστορίας να γυρίσει…
Κοτίδου Σωτηρία,
φιλόλογος – συγγραφέας