Μιλούσαμε κάποτε για βιομηχανικό προλεταριάτο, σήμερα ωστόσο μιλούμε για το επιστημονικό. Τουλάχιστον το βιομηχανικό εξασφάλιζε μια κάποια εργασία, όσο που έφτανε για να ζεις με μύριες στερήσεις, το επιστημονικό όμως πού οδηγείται; Προς το παρόν τουλάχιστον θεωρείται και είναι αιχμάλωτο ενός ανελέητου κατεστημένου, το οποίο φροντίζει να διοχετεύει με έμμεσους και άμεσους τρόπους και μηχανισμούς απατηλές ελπίδες στους άνεργους επιστήμονες, αλλά αποφεύγει επιμελώς να τους κάμει να συνειδητοποιήσουν ότι δεν θέλει ανθρώπους που να ξέρουν πολλά. Γιατί οι τέτοιου είδους άνθρωποι δεν γίνονται δουλικά όργανά τους! Και πάνω στην απέλπιδα προσπάθειά τους δίνουν και ξαναδίνουν εξετάσεις, προσδοκώντας διά του ΑΣΕΠ να προσληφθούν επιτέλους και να εργαστούν, αλλά εκεί που πιστεύουν ότι στις εξετάσεις τους τα πήγαν καλά και η πολυπόθητη θέση τους καρτερεί, θα διαπιστώσουν σε λίγο ότι θα κάψουν τα προσόντα τους κάποιοι αναξιοκρατικώς διορισμένοι που θα κρίνουν την καταλληλότητα των υποψηφίων μέσα από μια συνέντευξη.
Η συνέντευξη, λοιπόν, μια αναφανδόν εξευτελιστική διαδικασία για όσους δέχονται και ανέχονται να κρίνει τις ικανότητες, τις γνώσεις, τις δεξιότητες, τις αρετές, την υπόστασή τους εντέλει, το κομματικό εκείνο φερέφωνο, που του ανατέθηκε η αρμοδιότητα να εκτιμήσει την καταλληλότητα του υποψηφίου προς εργασία! Να αποφανθεί, δηλαδή, αν ο υποψήφιος είναι δικό τους παιδί, οπότε είναι κατάλληλος, ή δεν είναι δικός τους, οπότε κρίνεται ανεπιθύμητος.
Πάντως, είτε έτσι είτε αλλιώς, είναι μια υπέροχη και συνάμα περίτεχνη μηχανή του κατεστημένου. Και η διαδικασία αυτή ξεθάφτηκε από ειδικούς τυμβωρύχους, ενώ το κατεστημένο του ελληνικού έθνους την είχε επιμελώς φυλαγμένη απ’ τον καιρό της Τουρκοκρατίας ακόμη, μόνο και μόνο, για να μη βγουν στην επιφάνεια τα παιδιά του λαού. Τα παιδιά αυτά ήταν ανέκαθεν το φόβητρο της κίβδηλης εξουσίας. Και ήταν ορατός ο κίνδυνος να υποσκελίσουν τα «δικά μας παιδιά». Επινόησαν λοιπόν τη συνέντευξη ως την αποτελεσματικότερη πολεμική κατά της αξιοκρατίας.
Κι αν θέλει κάποιος να μάθει πόθεν προήλθε η περιβόητη συνέντευξη, ας παρακολουθήσει το παρακάτω δείγμα. Επί Τουρκοκρατίας, οι δάσκαλοι προσλαμβάνονταν και πληρώνονταν από την τοπική αυτοδιοίκηση, η πρόσληψη γινόταν με «δημοκρατικές» διαδικασίες από τους ίδιους τους κατοίκους (Σχετική αναφορά γίνεται από τον Κ. Παπαδημητρίου στο βιβλίο «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας» στον τόμο Α’ και σελίδες 197 - 198).
Προεπαναστατικά, σε χωριό της Πελοποννήσου, ένας δάσκαλος υπέβαλε αίτηση για πρόσληψή του. Ο Κοτζαμπάσης του χωριού συγκάλεσε στην πλατεία τον κόσμο, προκειμένου «δημοκρατικά» και «αβίαστα» να κρίνει την καταλληλότητα του δασκάλου, ο οποίος καθόταν ανάμεσα στο πλήθος και περίμενε την ετυμηγορία του κοινού. Ο Κοτζαμπάσης, αφού μίλησε στους χωριανούς σχετικά με το θέμα, είπε και τα εξής: «Αγαπητοί εσείς θα κρίνεται τελικά αν ο δάσκαλος είναι ή δεν είναι κατάλληλος να διδάξει τα παιδιά μας». Και γυρνώντας προς τον δάσκαλο φώναξε: «Δάσκαλε έλα εδώ...». Σηκώθηκε δειλά, με την κρυφή ελπίδα ότι ήρθε επιτέλους η ώρα να προσληφθεί. Ο πρόεδρος του έδωσε μια κόλλα χαρτί και τον ρώτησε:
- Δάσκαλε, ξέρεις γράμματα;
- Ξέρω...
- Άμα ξέρεις, τότε γράψε στην κόλλα τη λέξη βόδι...
Ο δάσκαλος τα έχασε. Και με την αμηχανία αποτυπωμένη στο πρόσωπό του αναγκάστηκε να γράψει «βόδι», όπως του ζήτησε ο πρόεδρος. Τότε αυτός πήρε την κόλλα και κουτσά στραβά ζωγράφισε κάτω από τη λέξη ένα βόδι. Και δείχνοντας το χαρτί στους χωριανούς ρώτησε:
- Δεν μου λέτε, ποιο απ’ τα δύο μοιάζει με βόδι; Αυτό που έγραψε ο δάσκαλος ή αυτό που έφτιαξα εγώ;
- Το δικό σου αφέντη! Φώναξαν εν χορώ οι κάτοικοι του χωριού.
Τότε ο Κοτζαμπάσης γύρισε μεμιάς και λέει στον δάσκαλο:
- Δάσκαλε, το βλέπεις ότι το χωριό δεν σε θέλει. Δεν μας κάνεις. Δεν μπορούμε να σε προσλάβουμε...
Απλώς αναρωτιέμαι: Η σύγχρονη συνέντευξη ως μηχανισμός επιλογής προσωπικού σε τι διαφέρει από το παραπάνω περιστατικό;