Το σχόλιο της Δευτέρας

Δημοσίευση: 13 Μαρ 2023 10:30

«Για Λιανοκλάδι θα κατέβει κανείς;»

Εγώ τότε πήγαινα να βρω τη Νίτσα. Μιλάμε ήτανε και πολύ ...Νιτσάρα η Νίτσα,

που σπούδαζε δασκάλα στη Θεσσαλονίκη. Φαντάρος ήμουνα. «Γκάβακας» 40 ημερών με τα γράσα στα μάτια, 39ο Τάγμα Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων Μεσολογγίου, κι εκείνος ο καθίκης ο λοχαγός μ’ είχε κόψει την άδεια. Μαζί και τη ...Νίτσα. Μετά, τι φλασιά έφαγε, τι βίσμα έπεσε ιδέα δεν έχω, με φωνάξαν από τα μεγάφωνα στα Γραφεία και μου την έδωκαν. Αλλά το λεωφορείο -εμένα θα περίμενε;- είχε φύγει. Σαν τρελός στον δρόμο, ωτοστόπ, με λυπήθηκε ένας νταλικέρης, «σάλτα ρε φαντάρε», μου γνέφει, «να σε πάω μέχρι Λιανοκλάδι κι απέ καβαλάς το τρένο για Θεσσαλονίκη».
- Νίτσα μου Νιτσάρα μου σου ‘ρχομαι... Σου ’ρχομαι που μ’ έχουν ζώσει τα φίδια, καλά μού το λέγαν τα αλάνια στη Σχολή, φιλαράκι μην πας «γκομενιασμένος» στον στρατό, την έβαψες, θα σου γίνει η ζωή ποδήλατο. Εμένα, μου έγινε ...τρένο.
Οι φόβοι περί πιθανής «κουτσουκέλας» της Νίτσας μού γεννήθηκαν ένα απόγευμα που μ’ έστειλαν να φυλάξω σκοπιά, Νότια Πύλη τέρμα στρατοπέδου. Εκεί, στο καμαράκι του σκοπού, που μύριζε άσχημα, κάτι ανάμεσα σε νικοτίνη, κάτουρο και απλυσιά, εκεί είδα γραμμένο το στιχάκι:
- Δεν είναι κρίμα κι άδικο εγώ να ‘μαι φαντάρος και τη δικιά μου κοπελιά να τη φιλάει άλλος;
Τι; Άλλος τη Νίτσα; Τη δική μου Νίτσα, τη δασκάλα; Όχι ρεεε... Μπα, αποκλείεται... Είναι καλό κορίτσι η Νίτσα. Ναι, αλλά πάλι; Καλή ήταν και η Εύα πριν την μπανίσει ο όφις.
Στο θρυλικό Λιανοκλάδι, έχω φτάσει μισή ώρα πριν την προγραμματισμένη άφιξη του τρένου, κι είναι Νοέμβρης, κρύο κι υγρασία, και σκοτεινιάζει νωρίς και είμαι κουρασμένος και πεινασμένος. Στέκομαι κάτω από μια πινακίδα που γράφει «ΛΙΑΝΟΚΛΑΔΙΟΝ – LIANOKLADION» και χαμογελάω σκεπτόμενος κάναν Εγγλέζο, κάναν Γερμαναρά τουρίστα να προσπαθεί να διαβάσει αυτό το μακρινάρι: LIanokladIon... Αλλά κείνο το γέλιο μου βγήκε ξινό μερικά χρόνια αργότερα, όταν βρέθηκα ένα βράδυ στο Μόναχο να ψάχνω την οδό Rotbuchenstrabe κι άλλα τέτοια «στραμπουλιχτικά» της γλώσσας τοπωνύμια.
Έχει καμιά ώρα καθυστέρηση το τρένο, είπαν, ’ντάξει μωρέ, για ΟΣΕ καλά είναι – είδηση θα ήταν το αντίθετο, κι έχω χτυπήσει κι ένα ρυζόγαλο, γλύκανε λιγάκι ο στόμας μου που ‘χει γίνει τσαρούχι από τα κωλοτσίγαρα. Κι έπειτα, καθυστέρηση – ξεκαθυστέρηση εγώ το βράδυ θα κοιμάμαι με το Νιτσάκι αγκαλιά κι όχι με τον ...λοχία τον Μπογράκο όπως τις άλλες μέρες στον θάλαμο. Και κοιτάζομαι φευγαλέα στο τζάμι του Σταθμού – όσο μπορούσα να δω απ’ τη λέρα και τα μυγοφτύματα- κι είμαι και κουκλί με το χακί, που το φόρεσα επίτηδες, να με δει το Νιτσάκι να με καμαρώσει, κι ας είχε βγάλει μόλις, ο πράσινος υπουργός Αμυνας Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, διαταγή να κυκλοφοράμε με πολιτικά, άμα θέλουμε οι φαντάροι.
Λιανοκλάδιον. Κόσμος στην αποβάθρα και κοσμάκης... Είναι χωρικοί της περιοχής, είναι κι άλλα φαντάρια, είναι εργάτες και εργάτριες που γυρίζουν σπίτι απ’ τα εργοστάσιά τους... Μια εικόνα μιζέριας βασικά, αλλά πού να πήγαινες τότε στην Ελλάδα και να μην ήταν όλα βρώμικα γκρίζα και θαμπά; Μα σε σταθμούς πήγαινες μα στα μαγαζιά της Εθνικής Οδού που σταματούσαν τα λεωφορεία, παντού έπιανες τη μύτη σου, ειδικά αν ήταν να πας για κατούρημα στις τουαλέτες. Αξύριστα γκαρσόνια, λαδωμένο μαλλί, ποδιές γεμάτες λίγδα και νύχια μαύρα απ’ την απλυσιά, σού σέρβιραν μια χιλιοζεσταμένη μακαρονάδα με μια φτερούγα κοτόπουλο και σου πουλούσαν ακριβά το παστέλι ή τα μπισκότα «Ρούλια» για τον δρόμο... Και μ’ αρέσει που όλοι λέγανε τότε ότι ο πολιτισμός ενός κράτους κρίνεται από τις κοινόχρηστες τουαλέτες. Εμείς είχαμε επιλέξει... Αφρική. Ουγκάντα και πιο κάτω.
Τυχερός ήμουνα. Στο τρένο βρήκα και κούρνιασα σ΄ ένα κουπέ, ανάμεσα σε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, έναν καλόγερο που μασουλούσε αντίδωρα και ψιθύριζε συνέχεια προσευχές και δύο φοιτήτριες που μού θύμισαν τη Νίτσα, αχ Νίτσα, σού ’ρχομαι! . Γλάρωσα, αποκοιμήθηκα. Κι ας κουνούσε 8 Ρίχτερ το βαγόνι, την ώρα που το παλιό τρένο αγκομαχούσε στα υψώματα του Δομοκού . Ντάκα ντουκ, ντάκα ντουκ, ντάκα ντουκ... Και το φοιτηταριό στον διάδρομο κάνει πλάκα και φωνασκεί, κι όλο και πειράζει έναν αγαθό ανθρωπάκο που πάει πάνω- κάτω, από βαγόνι σε βαγόνι κι όλο ρωτάει, ρε καλόπαιδα, το 48 που είναι να καθίσω;
- «Παλιοφάρσαλααααα θα κατέβει κανείς; - φωνάζει ο σταθμάρχης και με ξυπνά... Τα άγια χώματα της πατρίδας. Συγκινούμαι. Πλησιάζουμε Λάρισα. Τι να κάνεις τώρα μανούλα μου γλυκιά, που αντί να ’ρθω σε σένα να κουρνιάσω και να φάω τη λαχανόπιτά σου, τραβάω για τη Νίτσα ο ξεσυλόγιαστος... Τι να σου κάνω ρε μάνα; Εδώ σέρνει ...καράβι, στο τρένο θα κόλλαγε;
Κι έχω σπάσει από κατούρημα και περιμένω ουρά για τουαλέτα... Το τρένο είναι πια γεμάτο. Πήχτρα. Γεμάτα τα κουπέ, γεμάτοι οι διάδρομοι, ο ελεγκτής με τα σιρίτια και το κόκκινο καπέλο ζητά ξανά και ξανά να του δείξουμε τα εισιτήρια, και όλοι καπνίζουν, τσιγαρίλα, ποδαρίλα και ιδρώτας, το πράγμα αρχίζει και γίνεται εφιαλτικό, αλλά όταν διαλέγεις νυχτερινό τρένο με φτηνό εισιτήριο τα ξέρεις αυτά και τα περιμένεις ...
Ουφφφ ! Επιτέλους παράθυρο. Βγάζω το κεφάλι έξω και ο παγωμένος αέρας του κάμπου του Αιγίνιου με συνεφέρει... Είναι νύχτα, πηχτό το σκοτάδι, πέρα από κάτι φωτάκια στο βάθος που τρεμοσβήνουν δεν υπάρχει τίποτε. Σκοτάδι, σκοτάδι πίσσα. Και ξαφνικά... Ιιιιιιιιιι... Ακούγεται παρατεταμένος ένας ήχος μετάλλου που φρενάρει πάνω σε μέταλλο. Το τρένο ακινητοποιείται... Βλάβη... Φτουουου ! Η είδηση κυκλοφορεί γρήγορα μεταξύ των επιβατών... Τρίωρη καθυστέρηση. Α, ρε Νίτσα, ούτε Οδυσσέας δεν τράβηξε τόσα για να φτάσει στην Ιθάκη και την κυρά του την Πηνελόπη !
Είναι τέσσερις το πρωί. Κάθομαι στον Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης και κοιτάζω το μεγάλο ρολόι... Στης Νίτσας δεν τόλμησα να πάω, πού να την ξυπνάω άγρια χαράματα και να την λαχταρνάω; Και η στολή, μαύρο χάλι, κατατσαλακωμένος, αλλού η γραβάτα, αλλού το δίκοχο, καρικατούρα σωστή.
Α, ρε ΟΣΕ, Οργανισμέ της βραδυπορίας και της ταλαιπωρίας... Να το ξέρεις. Που με παράτησε μια μέρα η Νίτσα, το φταις και συ...
- Αλήτη, με κοροϊδεύεις! Ποιος ξέρει με ποιες γύρναγες όλο το βράδυ, τσίριζε το άλλο πρωί, σαν εμφανίστηκα η Νίτσα η Νιτσάρα... Που πήρε τελικά έναν δάσκαλο με τελειωμένο το στρατιωτικό, καλά το σκέφτηκε το κορίτσι, δημόσιο, δύο μισθοί βρέξει – χιονίσει, άσε που χορταίνεις και καθισιό τα καλοκαίρια...
Κι έτσι η ...«Έξοδος του Μεσολογγίου» έληξε άδοξα. Άπραγος κι αποδιωγμένος πήρα το τρένο της μεγάλης επιστροφής, «για Λιανοκλάδι θα κατέβει κανείειειεις;» και κατέβηκα, κι αυτό το ταξίδι δεν το ξέχασα ποτέ κι ούτε και πρόκειται...
Αγαπούσα πάντα τον σιδηρόδρομο... Λάτρευα κείνα τα παλιά τρένα που μάς πήγαιναν για μπάνια στον Πλαταμώνα, που μάς κατέβαζαν στην Αθήνα για δουλειές ή μάς πήγαιναν φοιτητές στη Σαλονίκη Και λέω τώρα, τούτες δω τις καταραμένες μέρες, υπομονή μωρέεεε, να περάσει το κακό και να τα ξαναβάλουμε στις ράγες... Κι όλο να φεύγουμε, κι όλο να φεύγουμε μέσα στη νύχτα, θωρώντας τα φωτάκια του Αιγίνιου να φέγγουν μες στο σκοτάδι...

ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr

 

 

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass