Παλαιότερα υπήρχε το έθιμο να αρραβωνιάζουν οι γονείς τα παιδιά τους από μικρά. Το κορίτσι αρραβωνιαζόταν σε ηλικία 16 έως 18 χρονών. Μόλις άρχιζαν οι κουβέντες για το συνοικέσιο, έπλεκαν τις κάλτσες και ετοίμαζαν τα δώρα για τους συμπέθερους.
Τώρα, μετά το αρραβώνιασμα, ο αρραβωνιαστικός πηγαίνει στο σπίτι της νύφης και κάθεται στη δεξιά μεριά από το τζάκι, για να πάνε όλα καλά. Οι σχέσεις του προς την αρραβωνιαστικιά του, αλλά και προς όλους τους καινούργιους συγγενείς ήταν πολύ καλές. Έτρεφε ξεχωριστή αγάπη στο καινούργιο του σόι, «το γυναικείο σόι τώρα, είναι καλύτερο», όπως λέει και ο λαός.
Το συνοικέσιο ήταν αδύνατο να διαλυθεί. Αν καμιά φορά διαλυόταν, τότε τα δώρα του γαμπρού και της νύφης πετιόνταν τη νύχτα στις πόρτες των σπιτιών από τους συγγενείς των δύο οικογενειών. Σήμερα δεν γίνεται επιστροφή των δώρων. Μεγάλη σημασία είχε η διάλυση του συνοικεσίου. Μεγάλη ντροπή για το κορίτσι και την οικογένεια, γιατί μετά δύσκολα παντρευόταν. Έπαιρνε το όνομα, όπως: Φιλημένη, παρατημένη κ.λπ., ο δε άντρας περιφρονούνταν και κατακρίνονταν από όλους. «Ανάθεμα έχεις», «πήρες ψυχή στον λαιμό σου» του έλεγαν και «ο Θεός θα σε δικάσει».
Λένε ότι στις δύσκολες αυτές στιγμές, ο πατέρας του κοριτσιού έδινε πανωπροίκι, για να μη χαλάσει το συνοικέσιο. Έδινε και άλλο προικιό ή έταζε και άλλα ρουσφέτια «θα σου γράψω μετά τον θάνατό μου και το μισό σπίτι», «θα σου δώσω μερίδιο από τα έσοδα του τσελιγκάτου για δύο ή πέντε χρόνια» και άλλα πολλά. Πανωπροίκι έδινε ο πατέρας της νύφης και στην περίπτωση που δεν θα βρισκόταν παρθένα η κόρη του.
Τα κορίτσια παντρεύονταν με τη σειρά, ανάλογα με την ηλικία, γι’ αυτό παρατηρούνταν το γεγονός ότι αν το μεγαλύτερο τύχαινε να είναι άσχημο ή ανοικοκύρευτο, οι νέοι προτιμούσαν τα μικρότερα, όμως, ποτέ οι γονείς δεν πάντρευαν τα νεότερα, γιατί έλεγαν «το κάθε ένα με τη σειρά του».
Αν οι γονείς δεν αποκτούσαν αγόρι, τότε έβαζαν γαμπρό στο σπίτι τον λεγόμενο «σώγαμπρο». Πάντρευαν πρώτα τα μεγάλα κορίτσια και στο τελευταίο «παίρνουν γαμπρό μέσα». Συμφωνητικά για τον σώγαμπρο δεν γίνονταν, διότι η περιουσία μετά τον θάνατο των γονέων ανήκει στο κορίτσι και στον γαμπρό.
Αν πάλι οι γονείς δεν αποκτούσαν παιδιά, τότε έπαιρναν ψυχοπαίδι ή ψυχοκόριτσο και κληρονομούσε όλη την περιουσία μετά τον θάνατο των ψυχογονέων. Είναι αλήθεια ότι δύσκολα πήγαινε και πηγαίνει ένα παιδί σώγαμπρος ή ψυχογιός, γιατί λένε ότι «η γδαρμένη αλεπού, περνά καλύτερα από τον σώγαμπρο» και «οι άκληροι δεν ξέρουν από παιδιά και το ψωμί τό ‘χουν στον κόρφο».
Σε περίπτωση που το παιδί έφευγε από το σπίτι, χωρίς να ρωτήσει τους γονείς ή να πάρει μια γυναίκα, χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων, αποξενώνονταν, διώχνονταν και γινόταν απόπαιδο. Το απόπαιδο δεν έπαιρνε πατρική περιουσία, το δε κορίτσι δεν δικαιούταν τα προικιά του. Αυτά γίνονταν σε περιπτώσεις απαγωγών.
Κληρονομικο Δικαιο
Συνήθως ο πατέρας μοίραζε την περιουσία, πριν πεθάνει. Αν είχε και αγόρια και κορίτσια, στα μεν αγόρια μοίραζε την περιουσία, στα δε κορίτσια έδινε την προίκα.
Αν είχε μόνο αγόρια, μοίραζε σε τόσα ίσα μέρη την περιουσία, όσα ήταν και τα παιδιά και το επιπλέον δικό του μερίδιο για τα γεράματα, ήταν το λεγόμενο «γεροντομοίρι». Αυτό και μετά τον θάνατο των γονέων, το κληρονομούσε το παιδί που τους συντηρούσε.
Όταν είχε όλο κορίτσια, τότε στα πρώτα έδινε την προίκα και στο τελευταίο που έβαζε σώγαμπρο κρατούσε όλη σχεδόν την περιουσία.
Αν πέθαινε ο πατέρας, χωρίς να μοιράσει την περιουσία, τότε τα αδέλφια μοίραζαν τα κτήματα, το σπίτι, τα σκεύη κ.λπ. και έριχναν λαχνό (κλήρο) και ο κάθε αδελφός έπαιρνε το αδελφομοίρι του. Οι αδελφές δεν έπαιρναν μερίδιο, γιατί η προίκα τους ήταν κανονισμένη και ξεχωρίζονταν.
Αν κάποιος δεν είχε παιδιά, τότε η περιουσία του μοιραζόταν από τους συγγενείς του άντρα, μετά τον θάνατο των δύο συζύγων. Επίσης, η περιουσία της μητέρας μοιραζόταν στα κορίτσια της ή στο τελευταίο της παιδί. Διαθήκες γινόντουσαν μόνο σε δύσκολες στιγμές.
Αυτή ήταν η κατάσταση αναφορικά με το οικογενειακό και το κληρονομικό δίκαιο. Άλλες εποχές, άλλες συνήθειες, άλλες απαιτήσεις και άλλες προτεραιότητες. Ο καθένας και η καθεμία καθόριζε τη ζωή του, με τα δεδομένα της εποχής του. Λάθη γινόντουσαν και γίνονται. Όχι από κακία, γιατί οι γονείς τότε αγαπούσαν πολύ τα παιδιά τους, θέλεις γιατί τους βοηθούσαν στις δουλειές, θέλεις γιατί ζούσαν μαζί στο ίδιο σπίτι, θέλεις γιατί στα γεράματά τους είχαν ένα πιάτο φαΐ και ένα ποτήρι νερό και τέλος γιατί σε μια δύσκολη κατάσταση, όπως μια αρρώστια, αυτά θα τους συμπαραστέκονταν και θα τους παρηγορούσαν. Απλά ανθρώπινα πράγματα.