Από τους αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι σήμερα και από όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, χωρίς εξαίρεση, ο γάμος λογίζεται ιερός και τίμιος και γι’ αυτό σ’ όλη τη χώρα και κυρίως στα χωριά της αποτελούσε (γιατί τώρα τελευταία μάλλον όχι) πάντοτε ένα μεγάλο κοινωνικό γεγονός, στο οποίο καλούνταν να συμμετάσχει όλη η μικρή τους κοινωνία.
Είχε προηγηθεί ο αρραβώνας και καιρός ήταν να ακολουθήσει και ο γάμος. Με συνεννόηση μεταξύ των δύο σπιτιών οριζόταν η μέρα του γάμου, που δεν έπρεπε να γίνει ούτε το δίσεκτο έτος, ούτε στη χάση του φεγγαριού, για να μη χαθεί το αντρόγυνο, ούτε τον μήνα Μάη, γιατί τότε μαγεύουν οι μαΐστρες και ζευγαρώνουν τα τετράποδα, αλλά κατά προτίμηση τον Οκτώβρη ή τον Νοέμβρη, που τελείωναν οι δουλειές στα χωράφια και το σπίτι ήταν γεμάτο με γεννήματα, κρασί και όλα τα απαραίτητα για τη μεγάλη χαρά. Οι πιο πολλοί μάλιστα φρόντιζαν, γνωστικοί νοικοκυραίοι όλοι τους, αφού αυτήν τη χρονιά θα έκαναν γάμο στο σπίτι τους και πιο πολλά να έσπερναν και περισσότερα σφαχτά να κρατούσαν για να είναι μπόλικα και τέλος το ψωμί, το κρέας, τα κηπευτικά, το κρασί και το τσίπουρο να βρίσκονται σε αφθονία, στα τραπέζια που θα στρώνονταν.
Κι αφού είχαν όλα κανονιστεί όπως πρέπει, την Κυριακή προ του γάμου, άρχιζε και το τελετουργικό του. Το βράδυ της ημέρας αυτής, οι γονείς του γαμπρού με τον παπά μπροστά κι έναν να ξέρει γράμματα, πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, να κάνουν τα ‘’σιάσματα’’, δηλ. το προικοσύμφωνο. Τα προικιά ήταν συνήθως κλινοσκεπάσματα και είδη ρουχισμού, όλα όσα η μάνα είχε σιγά-σιγά συγκεντρώσει και γεμίσει μ’ αυτά το σεντούκι της κόρης της, λίγα τιμαλφή, ένα δύο γίδια κι άλλα τόσα πρόβατα. Έληγε με τις λέξεις ‘’Αυτά και με τις ευχές των γονέων’’. Ακολουθούσε πλούσιο τραπέζι και έφευγαν για ν’ αρχίσουν την άλλη κιόλας μέρα, τις ετοιμασίες του γάμου.
Ο γάμος κανονικά κι επίσημα, άρχιζε την Τετάρτη το βράδυ. Στο σπίτι του γαμπρού μαζεύονταν όλοι οι συγγενείς και τρία αγόρια με μάνα και πατέρα. Τα παιδιά γονάτιζαν σε ένα κιλίμι και στο σκαφίδι κοσκίνιζαν το αλεύρι, λέγοντας τρεις φορές την ευχή ‘’πέντε γιους και μια κοπέλα’’. Αμέσως όλοι εύχονταν ‘’καλή τύχη να ‘χουν’’ κι ένας λεβέντης έριχνε στον αέρα τρεις τουφεκιές, να μάθει όλο το χωριό το ξεκίνημα του γάμου. Ότι γίνονταν στο σπίτι του γαμπρού, ακριβώς το ίδιο γίνονταν και στο σπίτι της νύφης.
Την επόμενη μέρα την Πέμπτη, οι γυναίκες ξεκινούσαν το ζύμωμα. Έφτιαχναν πρώτα την κουλούρα του νούνου (ο ανάδοχος του γαμπρού και μετέπειτα και κουμπάρος), του βλάμη και του παπά και μετά όλες τις άλλες για τα σπίτια όλου του χωριού, αφού κανένας δεν θα έμενε ακάλεστος. Ακολουθούσε το ψήσιμο των πολλών ψωμιών του γάμου, ενώ μια κοπέλα έτρεχε να καλέσει και να ενημερώσει τα σπίτια που έχουν φορτοσιάρικο ζώο, να πάνε την άλλη μέρα την Παρασκευή για τα απαραίτητα χειμωνιάτικα ξύλα του γάμου.
Η επόμενη μέρα έβρισκε το χωριό στο δάσος για τα ξύλα. Αντηχούσαν οι πλαγιές, τα σιάδια και οι ρεματιές από τον κρότο του τσεκουριού, τις φωνές και τα γέλια των νέων και τα γαυγίσματα των σκυλιών. Και έκοβαν και έσκιζαν, φροντίζοντας πάντα να είναι τα ξύλα τους διαλεχτά, να ξεχωρίζει το δικό τους φόρτωμα κι όχι να ντροπιαστούν σ’ όλο το χωριό. Αφού τελείωναν στόλιζαν τα καπίστρια και τα μπροστάρια των σαμαριών με τα πιο διαλεχτά αγριολούλουδα του λόγγου, φόρτωναν τα ξύλα και όλοι μαζί έπαιρναν τον δρόμο του γυρισμού τραγουδώντας. Την ίδια ώρα που οι άλλοι ασχολούνταν με τα ξύλα, μια κοπέλα η ‘’καλεστού’’ ντυμένη με την καλύτερη τοπική φορεσιά και έχοντας στον αριστερό της ώμο τον κεντημένο τρουβά με τις κουλούρες προσκλητήρια μέσα, στο δεξί της χέρι την ‘’τσότρα’’ (ξύλινο σκαλιστό στρογγυλό δοχείο) ομορφοστολισμένη με λουλούδια και γεμάτη με το καλύτερο κρασί, γύριζε από σπίτι σε σπίτι, για να καλέσει όλο το χωριό, να της δώσουν λεφτά και να της ευχηθούν ‘’και στα δικά σου’’.
Φτάσαμε αισίως στο Σάββατο και όποια γυναίκα ζύμωσε τις άλλες κουλούρες, ζυμώνει τώρα και μια πιο μεγάλη και πιο όμορφη, αφού μ’ αυτή θα καλέσουν τη νύφη. Έχει κεντήσει πάνω στο ζυμάρι της τον σταυρό, σύμβολο κι ευχή της εκκλησίας, πιο πάνω τον ήλιο με το φεγγάρι, τα δύο περιστέρια μ’ ενωμένα τα ράμφη τους για το φίλημα της αγάπης, ενώ σ’ όλο τον άλλο ‘’κάμπο της’’ έχει σκορπίσει πολλά όμορφα λουλούδια, την ψήνει στη γάστρα και αφού τη βγάλει την αλείφει με μέλι και φωνάζει τις γυναίκες να ‘ρθουν να τη δουν, να την παινέσουν για την τέχνη της στο ζύμωμα, το στόλισμα και το ψήσιμο. Στη συνέχεια δύο καλεστάδες έπαιρναν την κουλούρα και ξεκινούσαν να καλέσουν τη νύφη. Σάββατο βράδυ και ακολουθούσε το στόλισμα του κανατιού (ένα τσίγκινο μπρίκι του γάμου). Γυναίκες και κορίτσια με μάνα και πατέρα το στόλιζαν με όμορφα λουλούδια, δεμένα με κόκκινη χαρούμενη κλωστή, ενώ συγχρόνως τραγουδούσαν: ‘’Ευχήσουμε, μανίτσα μου, κανάτι ν’ αρματώσω, με μάνα με πατέρα, μ’ αδέρφια, με ξαδέρφια… Θεός να τα προκόψει’’. Ακολουθούσε το ξύρισμα ‘’με τ’ αργυρό ξουράφι’’, το λούσιμο και ο καλλωπισμός του γαμπρού. Την ίδια ώρα στο σπίτι της νύφης, μαζεύονταν οι φίλες της και κουβέντιαζαν και λέγανε για τα παιδικά τους χρόνια, τη μεγάλη αγάπη που είχαν μεταξύ τους, τα μικρά τους μυστικά και τα όμορφα όνειρά τους, για κάτι το ξέχωρο που ποτέ δεν θα ξεχάσουν.
Ρόδισε η αυγούλα της Κυριακής και στην αυλή τρεις κοπέλες με μάνα και πατέρα, άρχισαν να στολίζουν το ‘’μπαργιάκι’’ (ένα μακρύ κοντάρι με την ελληνική σημαία κρεμασμένη και ένα ξύλινο σταυρό στην κορυφή του) βάζοντάς του στον σταυρό του διαλεχτά άνθη που τα στέριωναν με κόκκινη κλωστή και στις τρεις ελεύθερες άκρες του έμπηγαν από ένα ωραίο μήλο. Στο διάστημα αυτό ο γαμπρός ντύνεται και στολίζεται. Κατεβαίνει στην αυλή, προχωρεί προς τους γονείς του και όπως περνάει μπροστά τους προσκυνάει τον καθένα, του φιλάει το χέρι και δέχεται το δικό του φίλημα και το χρηματικό κέρασμα, ενώ οι γυναίκες τραγουδούν: ‘’Κίνα δεντρί μου κίνα, κίνα κυπαρίσσι μου για να φέρεις νύφη, νύφη του σπιτιού σου’’. Γύριζε ύστερα προς το μέρος του σπιτιού του, προσκυνούσε τρεις φορές και μαζί με όλους τους άλλους τους νιους να ρίχνουν τουφεκιές και τις γυναίκες να τραγουδούν, σε συνεργασία με τα όργανα, ξεκινούσε να πάει να πάρει τη νύφη. Η νύφη πλαισιωμένη από τις φιλενάδες της και με δάκρυα στα μάτια την ίδια ώρα ‘’αρματώνονταν’’ (ντύνονταν και στολίζονταν δηλ. με ό,τι καλύτερο διέθετε) και περίμενε πανέμορφη τον γαμπρό. Έφτανε, πετούσε με δύναμη πάνω από το σπίτι ένα μήλο με μπηγμένα κέρματα, χαιρετούσε με τη σειρά τον πεθερό, την πεθερά κι όλους τους άλλους φιλώντας τους το χέρι και προχωρούσαν στον νοντά (το καλό δωμάτιο δηλ.). Εκεί ο παπάς έκανε τον αρραβώνα, ο κουμπάρος άλλαζε τα δαχτυλίδια κι ο βλάμης ‘’πόδαινε’’ δηλ. φορούσε τη νύφη τα παπούτσια.
Καιρός όμως να ξεκινήσουμε για την εκκλησία και για τα στέφανα. Εκεί και κάτω από το μεγάλο πολυέλαιο, θα γινόταν το μυστήριο του γάμου. Ακολουθούσε στο χαγιάτι της εκκλησίας η αναμνηστική φωτογραφία και όλη η γαμήλια πομπή με χορούς και τραγούδια, τραβούσε για το σπίτι του γαμπρού. Όλοι και όλες γέμιζαν τώρα τα δωμάτια και την αυλή του σπιτιού, να ξεκουραστούν και να κεραστούν. Κατόπιν ξεκινούσε στην αυλή ο χορός, με πρώτο τον κουμπάρο και την κουμπάρα, ακολουθούσαν τα νιόγαμπρα και με τη νύφη πάντα χαμηλοβλεπούσα και με μετρημένες κινήσεις. Με σοβαρότητα και με τον καμαρωτό της τρόπο, αλλά και με την όλη στάση της προσέλκυε όλα τα βλέμματα πάνω της. Στη συνέχεια χόρευαν οι γονείς του γαμπρού και της νύφης και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι συγγενείς, οι φίλοι και οι γνωστοί, ενώ όλοι οι άλλοι χωριανοί παρακολουθούσαν, κερνούσαν τα όργανα και καμάρωναν. Με πολύ κέφι κρατούσε ως τα χαράματα της άλλης μέρας κι ύστερα όλοι τους ευχαριστημένοι από την όμορφη βραδιά τραβούσαν για τα σπίτια τους, για να βρουν λίγη ξεκούραση.
Αρκετά όμως είπαμε για τον γάμο και για την επιστροφή στο παρελθόν. Καθίσαμε και αγναντέψαμε νοερά την παράδοση και τον πολιτισμό που αφήσαμε πίσω μας. Τα ήθη και τα έθιμά μας, αλλά και τις όποιες λεπτομέρειες έχουν γλιτώσει από τη σκόνη του χρόνου και που δύσκολα πλέον θα ξαναδούμε. Με το πέρασμα του χρόνου και την εγκατάλειψη των χωριών από τον ζωντανό πληθυσμό τους, τους νέους, πολλά άλλαξαν και μερικά ίσως έσβησαν για πάντα. Άλλα πάλι, όπως οι όμορφες συνήθειες του γάμου, αργοπεθαίνουν και για μένα αυτό είναι λυπητερό. Να βλέπεις όλον αυτόν τον πλούτο, σιγά-σιγά να σβήνει και να μη μπορείς να κάνεις κάτι. Ας ελπίσουμε όμως, γιατί η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, ότι η νεολαία μας θα βρει τον τρόπο και τη δύναμη να ξαναζωντανέψει (έστω και στο ελάχιστο) κάτι από όλα αυτά, γιατί οι καιροί έχουν αλλάξει, είναι δύσκολοι και τα εμπόδια πολλά.