Τα πολιτικά κόμματα και τα πρόσωπα καλούνται σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας να τοποθετηθούν και να κάνουν κάποιες επιλογές καθοριστικές για την πορεία της χώρας. Το λογικό θα ήταν τέτοιου είδους επιλογές να γίνονται με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και μόνο. Κι όμως, πολλές φορές τα κόμματα αντιμετωπίζουν το δίλημμα, αν πρέπει οι αποφάσεις να είναι μόνο με βάση το εθνικό συμφέρον ή και με βάση το κομματικό συμφέρον.
Τις περισσότερες φορές προσπαθούν συγκεράσουν το εθνικό με το κομματικό συμφέρον. Πάντοτε όμως σε τέτοιες περιπτώσεις δημιουργούνται ρωγμές. Αν η κομματική επιλογή υπερβαίνει τα πιστεύω των οπαδών και είναι ευθυγραμμισμένη με τα εθνικά συμφέροντα, τότε η κομματική βάση αισθάνεται προδομένη και αυτό θα εκφραστεί στην κάλπη. Ο Κων/νος Μητσοτάκης, όταν έφτασε στο τελικό στάδιο για τη συμφωνία των Πρεσπών, απώλεσε την εξουσία από την αποχώρηση του Σαμαρά. 30 χρόνια αργότερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν τόλμησε να κάνει το ίδιο συσπειρώνοντας αντικρουόμενες τάσεις της κομματικής βάσης με τη συμφέρουσα για το κόμμα επιλογή του ΟΧΙ.
Κάθε κόμμα έχει γαλουχήσει γενιές και γενιές οπαδών με βάση κάποια ιδεολογία, οπότε κάθε επιλογή να πρέπει να ευθυγραμμίζεται μ’ αυτή τη λογική. Η Ν.Δ. που έχει ως σημαία την πατριδολατρεία και την κακώς νοούμενη εθνικοφροσύνη, θα πρέπει όλες της οι αποφάσεις να στοχεύουν στην ικανοποίηση ενός, νοσηρού κάποτε, πατριωτικού συναισθήματος. Δεν είναι δυνατόν να φθάσει σε υπερβάσεις που προσβάλλουν τον πατριωτισμό των οπαδών της. Στη συμφωνία των Πρεσπών ζήσαμε τραγελαφικές καταστάσεις με διαδηλώσεις από τσολιάδες, παπάδες και πατριδοκάπηλους. Ήταν προς τιμήν της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που προχώρησε στην επίλυση ενός εθνικού θέματος που ταλάνισε επί δεκαετίες τη χώρα μας και τη σχέση της με τη γείτονα χώρα.
Παράδειγμα έντονου εσωκομματικού διχασμού δημιουργήθηκε στους κόλπους του ΚΙΝΑΛ. Ήταν η εποχή που η Φώφη Γεννηματά είχε αναλάβει μια γενναία προσπάθεια διεύρυνσης του ΠΑΣΟΚ με την ένταξη της ΔΗΜΑΡ, του Ποταμιού και του ΚΙΔΗΣΟ. Η απόφαση για την ψήφιση της ιστορικής απόφασης στη Βουλή, ήταν θετική από την πλειοψηφία των συμμετεχόντων στο διακομματικό όργανο. Την επομένη η Φώφη έκανε ένα πολιτικό ατόπημα. Την απόφαση του ναι την έκανε όχι, υπολογίζοντας προφανώς σε κομματικά οφέλη. Το δυσάρεστο είναι ότι μ’ αυτή την κίνηση ακύρωσε τις επίπονες προσπάθειες για τη διεύρυνση του χώρου. Το Ποτάμι, από συνέπεια στις αρχές του, αποχώρησε από το ΚΙΝΑΛ, καθώς και ένα μεγάλο μέρος της ΔΗΜΑΡ, που, παίρνοντας σαν αφορμή το γεγονός, εντάχθηκε στο ΣΥΡΙΖΑ.
Το δεύτερο μεγάλο θέμα που έφερε τα πολιτικά κόμματα σε δίλημμα, ήταν το ουκρανικό. Εδώ τα κόμματα της Αριστεράς, ξέχασαν την ιδεολογία για την υπεράσπιση της αυτοδιάθεσης των λαών και κράτησαν μια στάση ουμανιστική που στην πραγματικότητα δικαιολογούσε τον Πούτιν.
Όλοι μας θυμόμαστε πως το Κ.Κ.Ε. συνήθιζε να φέρνει στα δημοτικά συμβούλια ή στα συνδικαλιστικά όργανα ψηφίσματα υπέρ της αυτοδιάθεσης των λαών και καταδίκης της εισβολής των Αμερικανών σε χώρες του τρίτου κόσμου, κλείνοντας τα μάτια σε εισβολές της κραταιάς τότε σοβιετικής δύναμης στο Αφγανιστάν, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία…
Ο ΣΥΡΙΖΑ θυμήθηκε πάλι τα αντιαμερικανικά του αισθήματα, που είχαν σιγάσει στη διάρκεια της εξουσίας του. Γιατί, πράγματι, στα τέσσερα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας μας από τον ΣΥΡΙΖΑ η Ελλάδα είχε άριστες σχέσεις αρχικά με τον Ομπάμα, αλλά και στη συνέχεια με τον Τραμπ. Η στάση αυτή έχει δύο αναγνώσεις. Μπορεί να θεωρηθεί ως μία ρεαλιστική επιλογή για το συμφέρον της χώρας, οπότε διαβάζεται ως κομματική υπέρβαση και επιλογή του εθνικού συμφέροντος, είτε ως μία συμφέρουσα επιλογή για τη διατήρηση στην εξουσία. Επειδή η στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν παρόμοια, εχθρική προεκλογικά και φιλική μετεκλογικά, μάλλον η δεύτερη ανάγνωση είναι επικρατέστερη.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι: πώς είναι δυνατόν μία χώρα να εξαρτάται σε κρίσιμα εθνικά θέματα από τις επιλογές και τα συμφέροντα ενός κόμματος.
Αντιλαμβάνεστε τι πανωλεθρία θα ήταν για τη χώρα αν ο Τσίπρας τηρούσε το αποτέλεσμα της κάλπης, που ήταν προϊόν ενός αντιευρωπαϊσμού στα όρια της υστερίας, και προχωρούσε στην έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ;
Μια άλλη δύσκολη επιλογή ήταν η ακυβερνησία της χώρας στο κρίσιμο διάστημα όταν ξέσπασε η κρίση. Τότε το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ έκαναν μια κομματική υπέρβαση και συνεργάστηκαν με τη Ν.Δ. Δυστυχώς οι οπαδοί τους θρεμμένοι με αντιδεξιά αισθήματα τόσα χρόνια, τους τιμώρησαν και τους δύο.
Εν κατακλείδι, η κομματική βάση είναι αυτή που τις περισσότερες φορές οδηγεί τις ηγεσίες των κομμάτων σε εθνικές επιλογές θετικές ή αρνητικές. Επομένως δεν αρκεί να επιτελέσουμε το καθήκον μας στις επόμενες εκλογές εξουσιοδοτώντας ένα κόμμα να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Πρέπει να απαιτήσουμε από τα κόμματα και τους εαυτούς μας να κάνουν τις αναγκαίες υπερβάσεις όταν πρόκειται για εθνικά θέματα.