αντιμετώπιζαν το θέμα στην ανθρώπινή του διάσταση. Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι η σπίθα που δημιουργεί κατά καιρούς ανάφλεξη παθών, αισθημάτων μίσους και κλίματος πόλωσης, κυρίως από τις ακραίες πλευρές. Τέτοιες σπίθες ήταν τα τελευταία χρόνια το σκοπιανό, το προσφυγικό, ο κορονοϊός, το ουκρανικό, η ενεργειακή κρίση κ.ά. Τον υπόλοιπο καιρό οι περισσότεροι εμφανίζονται υπέρμαχοι μιας συμπεριφοράς, που αρμόζει σ’ ένα δημοκρατικό πολίτευμα, όπως είναι η πολιτική ευγένεια στην αντιμετώπιση της αντίθετης άποψης και το πνεύμα συνεργασίας.
Και τίθεται το ερώτημα: Ποια τελικά είναι η στάση απέναντι στην ιστορία, που καλλιεργείται στους κόλπους των κομμάτων; Γιατί αυτή η αθλιότητα, που βγαίνει στην επιφάνεια σε καιρούς έξαρσης, αφήνει ένα αποτύπωμα που δεν μπορεί να παραγραφεί. Και το πιο λυπηρό είναι ότι δεν αμαυρώνεται μόνο ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος, αλλά όλο το πολιτικό σύστημα που τραυματίζεται από τέτοιες συμπεριφορές.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η σπίθα ήταν ο θάνατος του Κωνσταντίνου Γκλύξμπουργκ, που πυροδότησε αναιτιολόγητες εντάσεις και αντιπαραθέσεις. Γιατί το θέμα της μοναρχίας είναι μια συζήτηση που σε αυτήν τη χώρα έχει λήξει εδώ και καιρό. Η προσωπικότητα του Κωνσταντίνου και η παρουσία τόσο του ίδιου όσο και της βασιλικής οικογένειας στην ελληνική ιστορία έχουν ήδη κριθεί με το δημοψήφισμα του ‘74 από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Το παλάτι είχε καταταγεί στις αρνητικές σελίδες της συλλογικής ιστορικής μνήμης. Δεν έχει νόημα, λοιπόν, η συζήτηση για έναν θεσμό που έχει λήξει. Καμία υποχρέωση δεν υπήρχε να τιμηθεί ένας έκπτωτος μονάρχης από την ελληνική δημοκρατία με επίσημες τιμές. Επομένως, ήταν απορίας άξιον το ότι προέκυψε ζήτημα για την ταφή του Γκλύξμπουργκ δημοσία δαπάνη και με τιμές αρχηγού κράτους, ζήτημα το οποίο λύθηκε -ευτυχώς- γρήγορα από την Κυβέρνηση.
Κάθε πολιτικό κόμμα έχει την ιστορία του. Η δεξιά βαρύνεται από το σκοτάδι του μετεμφυλιακού κράτους τις διώξεις, τις εξορίες, το τρίγωνο Παλάτι-Κοινοβούλιο-Στρατός που εξέθρεψε πολιτικά τέρατα, όπως η Χούντα. Η Αριστερά ευθύνεται για τους χειρισμούς της σε ιστορικές επιλογές μετά την Κατοχή, την υποστήριξη καθεστώτων σταλινικού τύπου και τη διάθεση αναμόχλευσης του εμφυλιακού διχασμού.
Στη νεότερη ιστορία, τα δύο μεγάλα κόμματα ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ευθύνονται για την οικονομική κρίση και την αδυναμία διαχείρισής της.
Ως πότε, όμως, τα λάθη αυτά θα μας ακολουθούν και θα μας διχάζουν; Ως πότε θα επιρρίπτει ευθύνες ο ένας στον άλλο, αποσιωπώντας το δικό του μερίδιο ευθύνης; Ως πότε το παρελθόν θα λειτουργεί σε βάρος του παρόντος και του μέλλοντος. Προς τι η αναμόχλευση θεμάτων που ανήκουν πλέον στην ιστορία; Τίποτα δεν διαγράφεται, η ιστορική μνήμη είναι ό,τι πολυτιμότερο για έναν λαό, αλλά δεν πρέπει αυτή να αποτελεί τροχοπέδη για το μέλλον. Είναι προς τιμήν των ευρωπαϊκών λαών που ξεπέρασαν τις τραυματικές εμπειρίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έδωσαν τα χέρια για τη δημιουργία της Ενωμένης Ευρώπης. Στα 50 χρόνια της ελληνικής δημοκρατίας από την πτώση της Χούντας, με όλες τις αδυναμίες, έχουμε πετύχει πολλά. Ας μην τα ακυρώνουμεμ με διχαστικές συμπεριφορές.
Ας αποφασίσουμε ποια ιστορική και πολιτική ηθική μάς εκφράζει, αυτή του διχασμού ή της ομόνοιας και της συνεργασίας σε κρίσιμα θέματα που αφορούν το παρόν και το μέλλον του τόπου.
Eπειδή μπαίνουμε σε προεκλογική περίοδο, καλό θα είναι να μη ζήσουμε πάλι την ευτέλεια των εκλογικών αναμετρήσεων του παρελθόντος, αλλά να υιοθετήσουμε πολιτικές συμπεριφορές που ταιριάζουν σ’ έναβ πολιτισμένο κόσμο. Μόνο έτσι θα δείξουμε ότι διδαχτήκαμε από την ιστορική συλλογική μνήμη ως λαός και δεν θα επαναλάβουμε τις ολέθριες διχαστικές πολιτικές του παρελθόντος.