Τη δουλειά αυτήν την ανέθεταν σ’ έναν γιδοβοσκό. Προηγουμένως, όμως, γινότανε μια συμφωνία σχετική με το ποσό που έπρεπε να πληρώνει η κάθε οικογένεια για το ζώο που έστελνε για βοσκή. Όλα αυτά τα γίδια που προέρχονταν από διαφορετικούς ιδιοκτήτες έκαναν ένα μεγάλο κοπάδι, που οι ντόπιοι το ονόμαζαν «γιδούρα». Επειδή το χωριό είναι μεγάλο, υπήρχαν δύο «γιδούρες» με δύο γιδοβοσκούς, οι οποίοι είχαν χωρισμένο το χωριό σε τομείς και ο καθένας έπαιρνε για βοσκή τα ζώα της περιοχής του.
Αυτά συγκεντρώνονταν κάθε πρωί σε συγκεκριμένο μέρος, που συνήθως πήγαιναν από μόνα τους. Απ’ εκεί ο γιδοβοσκός τα έπαιρνε και τα οδηγούσε μακριά απ’ το χωριό, πάνω στο βουνό, εκεί όπου υπήρχε άφθονη χλόη για βοσκή. Αυτός όλη την ημέρα είχε την αποκλειστική ευθύνη της βόσκησης και της φύλαξης του κοπαδιού. Συχνά τον έβλεπε κανείς να τρέχει με την γκλίτσα στο χέρι από το ένα μέρος στο άλλο με σκοπό την επιτήρηση του κοπαδιού. Μερικές φορές πάνω σε κάποια ραχούλα και με αγνάντι το χωριό τραγουδούσε και έπαιζε με τη φλογέρα του γλυκούς ποιμενικούς σκοπούς, που προκαλούσαν και παρέσερναν στην ωδική αυτή αρμονία το χαρωπό κελάιδισμα των πολυποίκιλων πουλιών του βουνού. Άλλες πάλι φορές έβαζε δυνατές φωνές, γνωστές στη γλώσσα των βοσκών, προκειμένου να επαναφέρει στην τάξη τα γίδια εκείνα που παραστρατούσαν, σκαρφαλώνοντας σε απόκρημνους και επικίνδυνους γκρεμούς.
Στην περίοδο της γέννας οι κόποι του μεγάλωναν. Γιατί παράλληλα με τις καθημερινές φροντίδες είχε και αυτή του ξεγεννήματος των ζώων. Ηλιοβασιλέματα, κατεβάζοντας τα γίδια απ’ το βουνό, συχνά, στα χέρια του κρατούσε νεογέννητα που τα πήγαινε χαρούμενα στα σπίτια των συγχωριανών του. Η χαρά μεγάλη και τα ευχαριστήρια πολλά για το καλό που τους έφερνε. Τα εξέφραζαν έμπρακτα με το κέρασμα ποτού και κάποιου χαρτζιλικιού.
Ο γιδοβοσκός, πέρα από την επαγγελματική του ευθύνη, έτρεφε και μεγάλη αγάπη στα ζώα που αποτελούσαν τη «γιδούρα». Γιατί από μικρό παιδί έκανε αυτήν τη δουλειά. Ζούσε και μεγάλωνε μ’ αυτά. Τα συναισθήματά του είχαν σχέση με τη διάθεση των ζώων. Χαιρόταν, όταν αυτά ήταν καλά και στεναχωριόταν, όταν υπέφεραν.
Η αγάπη, η εμπειρία και η μακροχρόνια απασχόληση μ’ αυτά τον είχαν προικίσει με πρακτικές κτηνιατρικές γνώσεις, που αρκετές φορές είχαν θετικό αποτέλεσμα στο γιάτρεμα των κακοδιάθετων ζώων.
Ο γιδοβοσκός εκείνη την εποχή επιτελούσε κοινωνικό έργο. Γιατί με τη δική του παρουσία και τον δικό του κόπο οι κάτοικοι του χωριού απολάμβαναν με μικρό κόστος όλα τα κτηνοτροφικά προϊόντα. Η κάθε οικογένεια είχε τότε το γάλα της, το γιαούρτι, το ξινόγαλα, το τυρί και τον οβελία της σε μεγάλες γιορτές και πανηγύρια.
Σήμερα «γιδούρα» στο χωριό δεν υπάρχει. Ελάχιστοι χωριανοί είναι εκείνοι που συντηρούν οικόσιτα ζώα. Το χωριό, όπως και η πόλη, κατακλύζεται από τυποποιημένα κτηνοτροφικά προϊόντα, τα οποία έχουν εκτοπίσει εκείνα, που γίνονταν με τον πλέον παραδοσιακό τρόπο. Η απουσία τους έχει φέρει ανεμπόδιστα τη μάστιγα της ακρίβειας και στα χωριά της πατρίδας μας, η οποία χτυπά ανελέητα το πενιχρό εισόδημα των κατοίκων τους.
Καιρός, λοιπόν, να λαμπικάρουμε τη μνήμη μας. Να θυμηθούμε το παρελθόν μας και να κάνουμε σήμερα πράξη το μέρος εκείνο, που μας κράτησε τότε όρθιους και υπερήφανους στο δύσκολο στρατί της ζωής μας.
Από τον Κων/νο Τσιρονίκο