Τα τελευταία χρόνια, κάθε φορά που πλησιάζουν Χριστούγεννα, ο νους μου τρέχει στο χθες και συγκεκριμένα στην περίοδο των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων και αναπολεί με νοσταλγία τις συνθήκες, κάτω απ’ τις οποίες γιορτάζονταν.
Ήταν, τότε, που η αστυφιλία ήταν, ακόμη, άγνωστη λέξη για τους πολλούς και τα χωριά έσφυζαν από ζωή. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και νερό στα νοικοκυριά, αλλά ούτε άσφαλτος, αυτοκίνητα, φωτισμός, χριστουγεννιάτικα δέντρα σε σπίτια και πλατείες και λαμπιόνια στους δρόμους. Για ζεστασιά τον χειμώνα μόνη πηγή ενέργειας ήταν, κυρίως, το τζάκι με τα αναμμένα κούτσουρα, συνεπικουρούμενο από βελέντζες, ενώ για φωτισμό οι λάμπες πετρελαίου με γυαλί ή και χωρίς αυτό. Το κοντό παντελονάκι για οικονομία υφάσματος το φορούσαν τα αγόρια ως τα δεκαπέντε τους, περίπου, τα μάλλινα τσουράπια κάλυπταν ως το γόνα τα γυμνά ποδαράκια τους, για να μην ξεπαγιάζουν απ’ το κρύο, ενώ το χιόνι στο καμπαναριό και τα παγωμένα σπαθιά στα κεραμίδια αποτελούσε συχνή χειμωνιάτικη εικόνα.
Ήταν, τότε ακόμη, που τα παιδικά παιχνίδια του εμπορίου αντιμετωπίζονταν ως είδος πολυτελείας και, γι’ αυτό, ούτε αγοράζονταν, ούτε χαρίζονταν, ενώ, την Παραμονή των Χριστουγέννων και πολύ πριν ξημερώσει, μόνο τα αγόρια με τα τρίγωνα στο χέρι και τις μαγκούρες τραγουδούσαν τα κάλαντα, προκειμένου να μεταφέρουν το μήνυμα της γέννησης του Θεανθρώπου και να εισπράττουν το κουλουράκι ή τις πενταροδεκάρες τους. Τα ρεβεγιόν ήταν άγνωστα, αλλά μετά από μια αυστηρή νηστεία σαράντα ημερών και τον εκκλησιασμό ανήμερα της γιορτής αναμένονταν με ανυπομονησία το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, προκειμένου να φάνε οι οικογένειες καλύτερα και να γεμίσει το στομάχι με χοιρινά και όχι μόνο κοψίδια και ποτό.
Τα Χριστούγεννα του σήμερα, παρά τα προβλήματα, που δημιούργησε η δεκάχρονη οικονομική κρίση, η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία, είναι διαφορετικά. Σπίτια, δρόμοι και πλατείες λούζονται στο φως, τα σώματα καλοριφέρ και άλλα μέσα θέρμανσης μαζί με τα χαλιά και άλλα στρωσίδια αντιμετωπίζουν, αποτελεσματικά, το χειμωνιάτικο κρύο, τα ψυγεία της μεγάλης πλειοψηφίας του κόσμου είναι γεμάτα από ποικιλία αγαθών, οι δε ντουλάπες και σερβάντες ξεχειλίζουν από ρουχισμό.
Πέραν τούτων, επειδή η αστυφιλία οδήγησε τον περισσότερο κόσμο στα αστικά κέντρα, αλλά οι πολλοί διαθέτουν εξοχική κατοικία και αυτοκίνητο, δεν είναι λίγοι, όσοι επισκέπτονται, κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, τα εξοχικά τους ή ταξιδεύουν, για να κάνουν τις διακοπές τους σε κοσμοπολίτικα περιβάλλοντα ή σε χιονοδρομικά κέντρα, εντός και εκτός Ελλάδας, μια που λόγω κλιματικών αλλαγών μας λείπει το χιόνι, που ξέραμε. Απ’ την άλλη τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, τραγουδούν με φθίνουσα πορεία, πλέον, τα κάλαντα μετά το ξημέρωμα της Παραμονής των Χριστουγέννων, όντας χορτάτα τα περισσότερα και από φαγητό και από ντύσιμο, αλλά και από παιχνίδια, για χάρη των οποίων έχουν στηθεί βιομηχανίες ολόκληρες.
Και επειδή με την πάροδο του χρόνου αμβλύνθηκε το θρησκευτικό συναίσθημα, με αποτέλεσμα να μη δίδεται από πολλούς χριστιανούς ιδιαίτερη σημασία στη νηστεία και όχι μόνο, πιο πολύ έχουν το μυαλό τους οι περισσότεροι στα ρεβεγιόν, στις κοινωνικές και άλλες εκδηλώσεις, στα ξενύχτια και στην κραιπάλη, αλλά και στο καλό φαγητό, χωρίς και να το λιγουρεύονται, όμως, γιατί το γεύονται, σχεδόν καθημερινά. Είναι, μάλιστα, πολύ χαρακτηριστική και δυσάρεστη η εικόνα να είναι γεμάτοι οι δρόμοι από αυτοκίνητα και πεζούς, που επιστρέφουν ύστερα από διασκέδαση στα σπίτια τους, την ώρα που χτυπά η καμπάνα και καλεί τους πιστούς να προσέλθουν στους ναούς, για να υποδεχθούν τον νεογέννητο Ιησού.
Βεβαίως, πολλοί Έλληνες, έστω και μεγάλης ηλικίας οι περισσότεροι, φυλάνε Θερμοπύλες, σέβονται και τηρούν, εν ολίγοις ή εν πολλοίς, τις θρησκευτικές παραδόσεις μπολιάζοντας το χθες με το σήμερα. Είναι, όμως, γεγονός αναμφισβήτητο, ότι διανύουμε μια περίοδο, που τα Χριστούγεννα εναρμονιζόμενα με το υλιστικό και υπερκαταναλωτικό πνεύμα της εποχής, αν δεν έχουν χάσει, παντελώς, τον θρησκευτικό τους χαρακτήρα, αυτός δέχεται συνεχή υποβάθμιση με παράλληλη ενίσχυση του κοινωνικού. Υπάρχουν, γι’ αυτό, ορισμένοι ηλικιωμένοι, κυρίως, Έλληνες, που γεύτηκαν τα Χριστούγεννα του χθες, οι οποίοι παρασυρμένοι απ’ τη νοσταλγία και τη χρυσόσκονη του χρόνου τα εκθειάζουν εξιδανικεύοντάς τα και θα ήθελαν την αναβίωσή τους, μια που φαντάζουν παραμυθένια.
Σ’ ό,τι με αφορά, μια που τα έχω και εγώ τα χρονάκια μου, νοσταλγώ τα Χριστούγεννα του χθες, αλλά προτιμώ αυτά του σήμερα, προσπαθώντας, τουλάχιστον, να τα βιώνω σεβόμενος τον θρησκευτικό τους χαρακτήρα και με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ευχές, λοιπόν, για καλά και ζεστά Χριστούγεννα.